Ο ήλιος έκαιγε πάνω από τη μικρή μεξικάνικη πόλη. Ήταν λίγο μετά το μεσημέρι και κανείς δεν κυκλοφορούσε στους δρόμους. Δηλαδή σχεδόν κανείς. Οι τρεις καβαλλάρηδες που φάνηκαν στην αρχή του δρόμου, είχαν τώρα πλησιάσει αρκετά. Ήταν φανερό ότι είχαν κάνει ένα μεγάλο και κουραστικό ταξίδι. Ήταν σκονισμένοι και φαίνονταν κατάκοποι όπως και τα άλογα τους άλλωστε. Ξεπέζεψαν και αργά-αργά κατευθύνθηκαν προς το σαλούν. Μπήκαν μέσα αθόρυβα και κάθησαν σ'ένα τραπέζι. Οι λιγοστοί πελάτες είχαν τώρα γυρίσει και παρατηρούσαν τους ξένους. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία για το επάγγελμά τους. Ακόμα και κάποιος λίγο μόνο παρατηρητικός θα μπορούσε να διακρίνει τα σχετικά χαρακτηριστικά: τα δυο βαριά εξάσφαιρα που είχε κρεμασμένα στη μέση του ο καθένας, τις συγκρατημένες-σίγουρες κινήσεις, τα ζωηρά μάτια που συνέχεια κοιτούσαν ερευνητικά γύρω. Ναι, αυτοί οι
ξένοι ήταν πληρωμένοι φονιάδες που...........
Σταμάτησε να γράφει και άφησε την πέννα. Το χέρι του τον πονούσε. Τελευταία τα πράγματα είχαν χειροτερέψει πολύ. Ηταν βέβαια και κάπως περασμένης ηλικίας αλλά και πάλι: δέκα αντίτυπα του βιβλίου του (όλα χειρόγραφα) τα είχε ετοιμάσει μέσα σε δύο εβδομάδες. Ε, δεν ήταν και λίγο. Τελείωνε τώρα το δέκατο αντίτυπο. Αύριο σκέφτηκε, καθώς προσπαθούσε να ξεμουδιάσει το ταλαιπωρημένο του χέρι,θα πάρω τα βιβλία και θα τα πάω στον εκδότη μου.Θα πάρω τα ψίχουλα που μου δίνει για αμοιβή και μετά τα βιβλία μου θα τα
βάλουν μαζί με τα υπόλοιπα στο πιο ψηλό ράφι του βιβλιοπωλείου της γωνίας . Ήταν αλήθεια πως τα κείμενά του είχαν ελάχιστη απήχηση. Οι λίγοι που τα είχαν διαβάσει διέδωσαν πως πρόκειται για άρρωστες φαντασιοπληξίες γραμμένες από έναν άρρωστο άνθρωπο. Και απορούσαν πώς τα σκεφτόταν όλα αυτά τα παράξενα πράγματα.
Μα δεν τα σκέφτομαι συλλογίστηκε, έρχονται μόνα τους και 'γώ δεν ξέρω από που και μου καρφώνονται στο μυαλό και δεν φεύγουν με τίποτα αν δεν καθήσω να τα γράψω να τα μάθουν κι άλλοι. Κι ο κόσμος με λέει τρελλό. Δε με νοιάζει όμως. Θα συνεχίσω.
Το χέρι του ήταν καλύτερα τώρα. Σηκώθηκε απ'το γραφείο του και πήγε μέχρι το παράθυρο. Κοίταξε έξω. Η πλατεία ήταν γεμάτη από κόσμο. Λογικό ήταν. Μετά από μια μεγάλη περίοδο κακοκαιρίας, η άνοιξη τους αποζημίωνε από τις πρώτες κιόλας μέρες με μια υπέροχη λιακάδα. Αλήθεια -σκέφτηκε- ήταν πολύ βαρύς ο φετεινός χειμώνας. Ο χειμώνας του 1589 μ.Χ.
ξένοι ήταν πληρωμένοι φονιάδες που...........
Σταμάτησε να γράφει και άφησε την πέννα. Το χέρι του τον πονούσε. Τελευταία τα πράγματα είχαν χειροτερέψει πολύ. Ηταν βέβαια και κάπως περασμένης ηλικίας αλλά και πάλι: δέκα αντίτυπα του βιβλίου του (όλα χειρόγραφα) τα είχε ετοιμάσει μέσα σε δύο εβδομάδες. Ε, δεν ήταν και λίγο. Τελείωνε τώρα το δέκατο αντίτυπο. Αύριο σκέφτηκε, καθώς προσπαθούσε να ξεμουδιάσει το ταλαιπωρημένο του χέρι,θα πάρω τα βιβλία και θα τα πάω στον εκδότη μου.Θα πάρω τα ψίχουλα που μου δίνει για αμοιβή και μετά τα βιβλία μου θα τα
βάλουν μαζί με τα υπόλοιπα στο πιο ψηλό ράφι του βιβλιοπωλείου της γωνίας . Ήταν αλήθεια πως τα κείμενά του είχαν ελάχιστη απήχηση. Οι λίγοι που τα είχαν διαβάσει διέδωσαν πως πρόκειται για άρρωστες φαντασιοπληξίες γραμμένες από έναν άρρωστο άνθρωπο. Και απορούσαν πώς τα σκεφτόταν όλα αυτά τα παράξενα πράγματα.
Μα δεν τα σκέφτομαι συλλογίστηκε, έρχονται μόνα τους και 'γώ δεν ξέρω από που και μου καρφώνονται στο μυαλό και δεν φεύγουν με τίποτα αν δεν καθήσω να τα γράψω να τα μάθουν κι άλλοι. Κι ο κόσμος με λέει τρελλό. Δε με νοιάζει όμως. Θα συνεχίσω.
Το χέρι του ήταν καλύτερα τώρα. Σηκώθηκε απ'το γραφείο του και πήγε μέχρι το παράθυρο. Κοίταξε έξω. Η πλατεία ήταν γεμάτη από κόσμο. Λογικό ήταν. Μετά από μια μεγάλη περίοδο κακοκαιρίας, η άνοιξη τους αποζημίωνε από τις πρώτες κιόλας μέρες με μια υπέροχη λιακάδα. Αλήθεια -σκέφτηκε- ήταν πολύ βαρύς ο φετεινός χειμώνας. Ο χειμώνας του 1589 μ.Χ.