(White Horse Fine Old Scotch Whisky – The White Horse Cellar Established 1742, Glaskow Scotland)
Καλοκαίρι. Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Μεσημέρι. Και ζέστη πολύ. Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Τα μάτια μου ανοίγω. Πως πονάει, πως πονάει το κεφάλι μου. Γιατί ήπια (και πάλι) χθες βράδυ, πολύ. Σηκώνομαι. Στην αυλή βγαίνω. Το φως του ήλιου με τυφλώνει. Πηγαίνω μέχρι τη βρύση. Ρίχνω νερό στο κεφάλι μου, στο πρόσωπο μου. Κάθομαι κάτω απ’ το πεύκο. Λίγη σκιά. Λίγη δροσιά. Αισθάνομαι χάλια. Τί να κάνω; Πάλι να ξαπλώσω; Μήπως να πάω στη θάλασσα, μήπως συνέλθω; Εντάξει, θα πάω. Ξεκινάω. Περπατάω. Αισθάνομαι αδύναμος, ζαλίζομαι, τρέμω. Φοβάμαι μην πέσω και με κοροϊδεύει ο κόσμος. Συνεχίζω. Περπατάω. Εντάξει, δεν είναι μακριά. Φτάνω. Έφτασα. Βρίσκω ένα αρμυρίκι. Σωριάζομαι από κάτω. Στη σκιά του ξαπλώνω. Τα μάτια μου κλείνω. Είναι ωραία εκεί, στην παραλία. Φυσάει αεράκι. Ο ήχος των κυμάτων, του αέρα, του δέντρου με νανουρίζει. Μάλλον κοιμάμαι. Και τότε…… κάτι παράξενο συμβαίνει. Η ζεστή άμμος μ’ αγκαλιάζει. Μέσα της βουλιάζω. Με σκεπάζει. Σκοτάδι. Βυθίζομαι κι άλλο. Η άμμος γίνεται υγρή. Με νερό ανακατεμένη. Μεταφέρομαι υπόγεια. Διασχίζω τα λίγα μέτρα που με χωρίζουν από τη θάλασσα κι αναδύομαι εκεί, μέσα στο νερό. Μπορώ κι αναπνέω. Δεν έχω σώμα. Είμαι σαν ένα με το νερό, σαν κυματάκι, σαν ένα με το φως του ήλιου που μπαίνει μέσα στο νερό, σαν ηλιαχτίδα. Άυλος, ρευστός. Κινούμαι πάνω στα αυλάκια που σχηματίζει η άμμος. Σα να τα χαϊδεύω αλλά και σα να είμαι ένα μαζί τους. Σκορπίζομαι, διαχέομαι και συγκεντρώνομαι πάλι. Κινούμαι με ελευθερία απόλυτη. Πότε πέρα – δώθε, όπως το νερό με παρασέρνει και πότε σε συγκεκριμένη κατεύθυνση που εγώ καθορίζω, κόντρα στο ρεύμα. Χαζεύω, θαυμάζω τα παιχνίδια που κάνει το φως καθώς μπαίνει στο νερό. Γυρίζω ανάποδα και βλέπω την επιφάνεια του νερού από κάτω. Φωτεινό, υγρό σεντόνι που όλο σχήματα αλλάζει. Προχωράω λίγο πιο μέσα. Πιο βαθιά. Μια παρέα κοριτσιών κολυμπάνε. Βλέπω όλο τους το σώμα απ’ το λαιμό και κάτω. Ακούω θαμπά τα γέλια και τα χαχανητά τους. Με μαγεύει ο τρόπος που κινούνται μέσα στο νερό τα μαλλιά τους. Πλησιάζω σε μία. Τι όμορφα πόδια! Τι όμορφα πόδια! Είπαμε, μπορώ να είμαι σαν ένα με το νερό. Δεν καταλαβαίνει ότι την αγγίζω. Ότι το πόδι της χαϊδεύω. Κινούμαι από τη φτέρνα κατά μήκος του πέλματος. Νοιώθω μία – μία τις ρώγες των δαχτύλων. Χωρίζομαι στα τέσσερα. Περνάω ανάμεσα στα δάχτυλα. Γλιστράω στη στιλπνή επιφάνεια των νυχιών. Σχεδόν με πονάει (αλλά πόσο μου αρέσει) η ίσια, κοφτερή άκρη, εκεί που τα νύχια τελειώνουν. Περνάω το πάνω μέρος του ποδιού. Φτάνω στον αστράγαλο. Περιδινίζομαι εκεί. Γύρω – γύρω. Και ξεκινάω πάλι να εξερευνώ την πατούσα της. Αργά, βασανιστικά, ηδονικά. Πηδάω στο άλλο της πόδι. Και μετά στα πόδια της διπλανής κοπέλλας. Άλλο μέγεθος, άλλο σχήμα. Και μετά στης άλλης. Νοιώθω το δέρμα, τους μύες και τα μικρά οστά. Τα μαλακά, τα σκληρά μέρη. Τις καμπύλες, τις ίσιες επιφάνειες, τα χωρίσματα. Αχ! Αχ! θα μπορούσα να το κάνω αυτό για ώρες, για μέρες, για χρόνια, για πάντα. Μετά, η μια κοπέλλα κάτι λέει (δεν καταλαβαίνω τί) στις άλλες. Ξεκινάνε να κολυμπούν γοργά προς την ακτή. Τα πόδια τους κάνουν αφρούς, καθώς χτυπούν στο νερό πάνω – κάτω. Γεια σας όμορφα πόδια! Μένω μόνος. Προχωράω πιο βαθιά. Πότε κοντά στην επιφάνεια. Πότε χαμηλά στο βυθό. Βαθαίνουν τα νερά. Γίνονται πιο κρύα. Και πιο σκοτεινά. Ένα κοπάδι ψαράκια! Μπαίνω ανάμεσα τους. Γίνομαι ένα από αυτά. Κινούμαι όπως εκείνα. Σα να με βλέπουν. Σα να με αναγνωρίζουν σα μέλος της ομάδας τους, σαν ίδιο με αυτά. Νομίζω ότι τα καταλαβαίνω. Νοιώθω ωραία, νοιώθω σαν ψάρι! Μα μετά τα αφήνω και συνεχίζω μόνος. Ο βυθός έχει αλλάξει. Τώρα δεν έχει μόνο άμμο. Έχει βράχια και φύκια. Κι ένα σωρό πλάσματα που εκεί κατοικούν. Καβούρια, όστρακα, αχινοί, χταπόδια και ψάρια, τόσα ψάρια! Ξαφνικά μπροστά μου…… κάτι μου φράζει το δρόμο. Ένας τεράστιος, σκοτεινός όγκος. Τί είναι, τί είναι; Ω, μα βέβαια! Είναι το λιμάνι. Οι μεγάλες, ορθογώνιες, χορταριασμένες πέτρες, στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη. Και οι βάρκες των ψαράδων δίπλα – δίπλα που κουνιούνται αργά, βαριά, στο νερό. Σαν ένα κοπάδι θαλάσσια άλογα, δεμένα με τα χοντρά σκοινιά από τους σιδερένιους, σκουριασμένους κρίκους που είναι βιδωμένοι πάνω στις πέτρες. Κάνω το γύρο του λιμανιού, περνάω κάτω απ’ το φάρο, βγαίνω στην πίσω πλευρά. Ο κυματοθραύστης. Οι τσιμεντένιοι ογκόλιθοι, ριγμένοι στο νερό με ακανόνιστο τρόπο. Σχηματίζονται τρύπες, κουφάλες, σπηλιές. Σε μία απ’ αυτές μια σμέρνα με κοιτάει επιφυλακτικά, έτοιμη να επιτεθεί αν πάω να την πειράξω. Καταλαβαίνει ότι δεν είμαι για κείνη απειλή και μου γυρίζει την πλάτη. Αποσύρεται στο εσωτερικό του σκοτεινού, υγρού παλατιού της. Συνεχίζω στη βαθιά θάλασσα. Δεκαπέντε. Είκοσι μέτρα. Και να! Να’ τη η βυθισμένη, αρχαία πολιτεία. Πριν από χίλια εφτακόσια χρόνια την καταπόντισε ο μεγάλος σεισμός. Να τα ερείπια, να οι τοίχοι των σπιτιών, να οι κολώνες, να οι πλακόστρωτοι δρόμοι. Να οι σπασμένοι αμφορείς του κρασιού. Του κρασιού είπα; Ε, λοιπόν τώρα πια το κεφάλι μου δε με πονάει καθόλου. Και με αυτήν την ευχάριστη σκέψη, προχωράω ακόμα πιο πέρα. Τώρα το φως του ήλιου δε φτάνει να φωτίσει το βυθό. Έχουν βαθύνει πολύ τα νερά. Ίσα που ξεχωρίζω το παράξενο σχήμα. Βουτάω. Πλησιάζω. Ε, ναι είναι το βυθισμένο καράβι. Του καπετάν Ρόρη το μπρίκι. Το χτύπησε μια οβίδα στον πόλεμο. Κι ο καπετάν Ρόρης, ο καλός και αισιόδοξος άνθρωπος, κέρασε όλα τα καφενεία, λες και δεν είχε καταστραφεί, επειδή κανένας δεν έπαθε τίποτα κι όλοι βγήκαν ζωντανοί στη στεριά. Συνεχίζω και πάω. Από κάτω μου απότομα……… ένα στρογγυλό, παράξενο πλάσμα. Είναι η χελώνα που νωχελικά κολυμπάει. Τη χαιρετάω. Με χαιρετάει. Και νομίζω πως βλέπω στο βλέμμα της ότι αναγνωρίζει κι επιδοκιμάζει και χαίρεται που καταλαβαίνω πόσο μεγάλη η σοφία της είναι. Ο κόλπος ανοίγει. Όπου νά ’ναι τελειώνει. Να, εκεί αριστερά: η χρυσή αμμουδιά. Η κρυφή παραλία. Είναι εκεί μια παρέα. Κορίτσια, αγόρια. Γυμνοί. Κάνουν μπάνιο. Ξαπλώνουν στον ήλιο. Αγκαλιάζονται. Παίζουν. Γελάνε. Ω! πόσο είναι ωραίες (και πόσο καμμιά φορά τις ζηλεύω) οι συντροφιές, οι συντροφιές των ανθρώπων! Να και το ακρωτήρι. Ο κάβος. Πέρα απ’ αυτό η ανοιχτή θάλασσα. Σε μια εσοχή των βράχων, σε μια ίσια μεριά, έχει ο αέρας στοιβάξει την άμμο. Μαλακιά και απάτητη στέκει εκεί. Να βγω λιγάκι, να ξεκουραστώ. Αποκτάω, βγαίνοντας απ’ το νερό και πάλι το ανθρώπινο μου σώμα. Ξαπλώνω στην πυρωμένη άμμο. Ο ήλιος με στεγνώνει. Ζεσταίνει τα γυμνά μου τα μέλη. Όμως…… τί είναι αυτό που γυαλίζει; Τί είναι αυτό το πτερύγιο που πάνω απ’ το νερό ξεχωρίζει; Ένα δελφίνι! Κολυμπάει δεξιά – αριστερά. Βουτάει – ανεβαίνει. Βγάζει το κεφάλι του έξω απ’ το νερό. Μου γνέφει. Με καλεί. Με παροτρύνει. Χωρίς καλά – καλά να το σκεφτώ, χωρίς λογική, χωρίς σκοπό, ξαναμπαίνω στο νερό. Κολυμπάμε. Το ακολουθώ. Μπροστά εκείνο, ξοπίσω εγώ. Ευθεία πορεία. Στο Πέλαγος. Στον Ωκεανό.
Καλοκαίρι. Καλοκαίρι. Μεσημέρι. Μεσημέρι. Και ζέστη πολύ. Κοιμάμαι. Ξυπνάω. Τα μάτια μου ανοίγω. Πως πονάει, πως πονάει το κεφάλι μου. Γιατί ήπια (και πάλι) χθες βράδυ, πολύ. Σηκώνομαι. Στην αυλή βγαίνω. Το φως του ήλιου με τυφλώνει. Πηγαίνω μέχρι τη βρύση. Ρίχνω νερό στο κεφάλι μου, στο πρόσωπο μου. Κάθομαι κάτω απ’ το πεύκο. Λίγη σκιά. Λίγη δροσιά. Αισθάνομαι χάλια. Τί να κάνω; Πάλι να ξαπλώσω; Μήπως να πάω στη θάλασσα, μήπως συνέλθω; Εντάξει, θα πάω. Ξεκινάω. Περπατάω. Αισθάνομαι αδύναμος, ζαλίζομαι, τρέμω. Φοβάμαι μην πέσω και με κοροϊδεύει ο κόσμος. Συνεχίζω. Περπατάω. Εντάξει, δεν είναι μακριά. Φτάνω. Έφτασα. Βρίσκω ένα αρμυρίκι. Σωριάζομαι από κάτω. Στη σκιά του ξαπλώνω. Τα μάτια μου κλείνω. Είναι ωραία εκεί, στην παραλία. Φυσάει αεράκι. Ο ήχος των κυμάτων, του αέρα, του δέντρου με νανουρίζει. Μάλλον κοιμάμαι. Και τότε…… κάτι παράξενο συμβαίνει. Η ζεστή άμμος μ’ αγκαλιάζει. Μέσα της βουλιάζω. Με σκεπάζει. Σκοτάδι. Βυθίζομαι κι άλλο. Η άμμος γίνεται υγρή. Με νερό ανακατεμένη. Μεταφέρομαι υπόγεια. Διασχίζω τα λίγα μέτρα που με χωρίζουν από τη θάλασσα κι αναδύομαι εκεί, μέσα στο νερό. Μπορώ κι αναπνέω. Δεν έχω σώμα. Είμαι σαν ένα με το νερό, σαν κυματάκι, σαν ένα με το φως του ήλιου που μπαίνει μέσα στο νερό, σαν ηλιαχτίδα. Άυλος, ρευστός. Κινούμαι πάνω στα αυλάκια που σχηματίζει η άμμος. Σα να τα χαϊδεύω αλλά και σα να είμαι ένα μαζί τους. Σκορπίζομαι, διαχέομαι και συγκεντρώνομαι πάλι. Κινούμαι με ελευθερία απόλυτη. Πότε πέρα – δώθε, όπως το νερό με παρασέρνει και πότε σε συγκεκριμένη κατεύθυνση που εγώ καθορίζω, κόντρα στο ρεύμα. Χαζεύω, θαυμάζω τα παιχνίδια που κάνει το φως καθώς μπαίνει στο νερό. Γυρίζω ανάποδα και βλέπω την επιφάνεια του νερού από κάτω. Φωτεινό, υγρό σεντόνι που όλο σχήματα αλλάζει. Προχωράω λίγο πιο μέσα. Πιο βαθιά. Μια παρέα κοριτσιών κολυμπάνε. Βλέπω όλο τους το σώμα απ’ το λαιμό και κάτω. Ακούω θαμπά τα γέλια και τα χαχανητά τους. Με μαγεύει ο τρόπος που κινούνται μέσα στο νερό τα μαλλιά τους. Πλησιάζω σε μία. Τι όμορφα πόδια! Τι όμορφα πόδια! Είπαμε, μπορώ να είμαι σαν ένα με το νερό. Δεν καταλαβαίνει ότι την αγγίζω. Ότι το πόδι της χαϊδεύω. Κινούμαι από τη φτέρνα κατά μήκος του πέλματος. Νοιώθω μία – μία τις ρώγες των δαχτύλων. Χωρίζομαι στα τέσσερα. Περνάω ανάμεσα στα δάχτυλα. Γλιστράω στη στιλπνή επιφάνεια των νυχιών. Σχεδόν με πονάει (αλλά πόσο μου αρέσει) η ίσια, κοφτερή άκρη, εκεί που τα νύχια τελειώνουν. Περνάω το πάνω μέρος του ποδιού. Φτάνω στον αστράγαλο. Περιδινίζομαι εκεί. Γύρω – γύρω. Και ξεκινάω πάλι να εξερευνώ την πατούσα της. Αργά, βασανιστικά, ηδονικά. Πηδάω στο άλλο της πόδι. Και μετά στα πόδια της διπλανής κοπέλλας. Άλλο μέγεθος, άλλο σχήμα. Και μετά στης άλλης. Νοιώθω το δέρμα, τους μύες και τα μικρά οστά. Τα μαλακά, τα σκληρά μέρη. Τις καμπύλες, τις ίσιες επιφάνειες, τα χωρίσματα. Αχ! Αχ! θα μπορούσα να το κάνω αυτό για ώρες, για μέρες, για χρόνια, για πάντα. Μετά, η μια κοπέλλα κάτι λέει (δεν καταλαβαίνω τί) στις άλλες. Ξεκινάνε να κολυμπούν γοργά προς την ακτή. Τα πόδια τους κάνουν αφρούς, καθώς χτυπούν στο νερό πάνω – κάτω. Γεια σας όμορφα πόδια! Μένω μόνος. Προχωράω πιο βαθιά. Πότε κοντά στην επιφάνεια. Πότε χαμηλά στο βυθό. Βαθαίνουν τα νερά. Γίνονται πιο κρύα. Και πιο σκοτεινά. Ένα κοπάδι ψαράκια! Μπαίνω ανάμεσα τους. Γίνομαι ένα από αυτά. Κινούμαι όπως εκείνα. Σα να με βλέπουν. Σα να με αναγνωρίζουν σα μέλος της ομάδας τους, σαν ίδιο με αυτά. Νομίζω ότι τα καταλαβαίνω. Νοιώθω ωραία, νοιώθω σαν ψάρι! Μα μετά τα αφήνω και συνεχίζω μόνος. Ο βυθός έχει αλλάξει. Τώρα δεν έχει μόνο άμμο. Έχει βράχια και φύκια. Κι ένα σωρό πλάσματα που εκεί κατοικούν. Καβούρια, όστρακα, αχινοί, χταπόδια και ψάρια, τόσα ψάρια! Ξαφνικά μπροστά μου…… κάτι μου φράζει το δρόμο. Ένας τεράστιος, σκοτεινός όγκος. Τί είναι, τί είναι; Ω, μα βέβαια! Είναι το λιμάνι. Οι μεγάλες, ορθογώνιες, χορταριασμένες πέτρες, στοιβαγμένες η μία πάνω στην άλλη. Και οι βάρκες των ψαράδων δίπλα – δίπλα που κουνιούνται αργά, βαριά, στο νερό. Σαν ένα κοπάδι θαλάσσια άλογα, δεμένα με τα χοντρά σκοινιά από τους σιδερένιους, σκουριασμένους κρίκους που είναι βιδωμένοι πάνω στις πέτρες. Κάνω το γύρο του λιμανιού, περνάω κάτω απ’ το φάρο, βγαίνω στην πίσω πλευρά. Ο κυματοθραύστης. Οι τσιμεντένιοι ογκόλιθοι, ριγμένοι στο νερό με ακανόνιστο τρόπο. Σχηματίζονται τρύπες, κουφάλες, σπηλιές. Σε μία απ’ αυτές μια σμέρνα με κοιτάει επιφυλακτικά, έτοιμη να επιτεθεί αν πάω να την πειράξω. Καταλαβαίνει ότι δεν είμαι για κείνη απειλή και μου γυρίζει την πλάτη. Αποσύρεται στο εσωτερικό του σκοτεινού, υγρού παλατιού της. Συνεχίζω στη βαθιά θάλασσα. Δεκαπέντε. Είκοσι μέτρα. Και να! Να’ τη η βυθισμένη, αρχαία πολιτεία. Πριν από χίλια εφτακόσια χρόνια την καταπόντισε ο μεγάλος σεισμός. Να τα ερείπια, να οι τοίχοι των σπιτιών, να οι κολώνες, να οι πλακόστρωτοι δρόμοι. Να οι σπασμένοι αμφορείς του κρασιού. Του κρασιού είπα; Ε, λοιπόν τώρα πια το κεφάλι μου δε με πονάει καθόλου. Και με αυτήν την ευχάριστη σκέψη, προχωράω ακόμα πιο πέρα. Τώρα το φως του ήλιου δε φτάνει να φωτίσει το βυθό. Έχουν βαθύνει πολύ τα νερά. Ίσα που ξεχωρίζω το παράξενο σχήμα. Βουτάω. Πλησιάζω. Ε, ναι είναι το βυθισμένο καράβι. Του καπετάν Ρόρη το μπρίκι. Το χτύπησε μια οβίδα στον πόλεμο. Κι ο καπετάν Ρόρης, ο καλός και αισιόδοξος άνθρωπος, κέρασε όλα τα καφενεία, λες και δεν είχε καταστραφεί, επειδή κανένας δεν έπαθε τίποτα κι όλοι βγήκαν ζωντανοί στη στεριά. Συνεχίζω και πάω. Από κάτω μου απότομα……… ένα στρογγυλό, παράξενο πλάσμα. Είναι η χελώνα που νωχελικά κολυμπάει. Τη χαιρετάω. Με χαιρετάει. Και νομίζω πως βλέπω στο βλέμμα της ότι αναγνωρίζει κι επιδοκιμάζει και χαίρεται που καταλαβαίνω πόσο μεγάλη η σοφία της είναι. Ο κόλπος ανοίγει. Όπου νά ’ναι τελειώνει. Να, εκεί αριστερά: η χρυσή αμμουδιά. Η κρυφή παραλία. Είναι εκεί μια παρέα. Κορίτσια, αγόρια. Γυμνοί. Κάνουν μπάνιο. Ξαπλώνουν στον ήλιο. Αγκαλιάζονται. Παίζουν. Γελάνε. Ω! πόσο είναι ωραίες (και πόσο καμμιά φορά τις ζηλεύω) οι συντροφιές, οι συντροφιές των ανθρώπων! Να και το ακρωτήρι. Ο κάβος. Πέρα απ’ αυτό η ανοιχτή θάλασσα. Σε μια εσοχή των βράχων, σε μια ίσια μεριά, έχει ο αέρας στοιβάξει την άμμο. Μαλακιά και απάτητη στέκει εκεί. Να βγω λιγάκι, να ξεκουραστώ. Αποκτάω, βγαίνοντας απ’ το νερό και πάλι το ανθρώπινο μου σώμα. Ξαπλώνω στην πυρωμένη άμμο. Ο ήλιος με στεγνώνει. Ζεσταίνει τα γυμνά μου τα μέλη. Όμως…… τί είναι αυτό που γυαλίζει; Τί είναι αυτό το πτερύγιο που πάνω απ’ το νερό ξεχωρίζει; Ένα δελφίνι! Κολυμπάει δεξιά – αριστερά. Βουτάει – ανεβαίνει. Βγάζει το κεφάλι του έξω απ’ το νερό. Μου γνέφει. Με καλεί. Με παροτρύνει. Χωρίς καλά – καλά να το σκεφτώ, χωρίς λογική, χωρίς σκοπό, ξαναμπαίνω στο νερό. Κολυμπάμε. Το ακολουθώ. Μπροστά εκείνο, ξοπίσω εγώ. Ευθεία πορεία. Στο Πέλαγος. Στον Ωκεανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου