Τη μέρα που κατέπλευσε ο στόλος
(πω! πω! θυμάσαι τι γιορτή;)
φωνές χαράς, μπαλόνια γέμισε
του ουρανού ο θόλος.
Μα οι πιο πολλοί - οι άντρες εννοώ -
τα υπέροχα σκαριά δεν κοίταζαν ουδόλως.
Γιατί άλλος ήτανε για αυτούς
της προσοχής τους πόλος.
Εκείνη μόνο κοίταζαν και σκέπτονταν:
«Πανέμορφη, θεά, τι μάτια και τι πρόσωπο,
τι βάδισμα, τι υπέροχα μαλλιά,
τι αμαζόνα, τι καλλονή»
από πόθο βυθιζότανε ο μώλος
«πόσο γλυκό χαμόγελο,
τι δόντια αστραφτερά,
τι χάρη, τι φρεσκάδα, τι γλυκιά,
και τι ωραίος κώλος!»
(πω! πω! θυμάσαι τι γιορτή;)
φωνές χαράς, μπαλόνια γέμισε
του ουρανού ο θόλος.
Μα οι πιο πολλοί - οι άντρες εννοώ -
τα υπέροχα σκαριά δεν κοίταζαν ουδόλως.
Γιατί άλλος ήτανε για αυτούς
της προσοχής τους πόλος.
Εκείνη μόνο κοίταζαν και σκέπτονταν:
«Πανέμορφη, θεά, τι μάτια και τι πρόσωπο,
τι βάδισμα, τι υπέροχα μαλλιά,
τι αμαζόνα, τι καλλονή»
από πόθο βυθιζότανε ο μώλος
«πόσο γλυκό χαμόγελο,
τι δόντια αστραφτερά,
τι χάρη, τι φρεσκάδα, τι γλυκιά,
και τι ωραίος κώλος!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου