Για τον ποιητή, συγγραφέα, συμπατριώτη και φίλο Μιχάλη Μοίρα.
Αγέρωχος καβάλα στην πλάτη της πολύχρωμής του ψείρας
έρχεται κάθε βράδυ να μας βρει, στο Μπαρ, ο Μοίρας.
Μπαίνει μέσα κι οι πιτσιρικάδες στα τραπέζια μένουν με το στόμα ανοιχτό.
Σκύβουν ο ένας στον άλλον και λένε αναμεταξύ τους σιγανά:
«Αυτός είναι! Αυτός! Ω! μα είναι Υπέροχος!Είναι Σπουδαίος!
Είναι ο μεγαλύτερος ο Αρουραίος!» (*)
Κάθεται αυτός,βλέπει το σερβιτόρο και του φωνάζει:
«Ε! Ψιτ – γκαρσόν…
Σιλβουπλέ, ένα τουρμπιγιόν!»
Ανάβει ένα από τα τσιγάρα τα Δελφοί,
και βλέπει πως έχει μια τρύπα από κάφτρα πούρου στο καπέλο
αλλά δεν του καίγεται καρφί.
Τον σερβίρουν κι αρχίζει ν’ ανακατώνει
τα παγάκια, το νερό και το ποτό,
ίδιος με του Μεσαίωνα Αλχημιστή.
Σηκώνει το ποτήρι προς το μέρος μας
κι αντί για «Εις Υγείαν» μας φωνάζει:
«Να είσαστε Πιστοί!».
Κυλάει η Νύχτα και τα ποτά Της
ο Μοίρας τυλίγεται στα νήματα Της.
Ένας στην μπάρα λέει σ΄έναν άλλον:
«Μωρέ πόσο πάχυνα! πρέπει να πήρα δώδεκα πάουντ!»
Ο Μοίρας απαγγέλει μοναχός στίχους του Έζρα Πάουντ.
Ο άλλος λέει: «Άσ’ τα και μου ‘ρθε σήμερα έλεγχος, στο μαγαζί η Σ.Δ.Ο.Ε.»
Ο Μοίρας λέει: «Ένα βράδυ του 1849 πέθανε στη Βαλτιμόρη ο Πόε»!
Ο κύριος με το κοστούμι λέει: «Πάλι έχασα σήμερα! Το πήρα απόφαση παιδιά:
Δε θα ξαναπαίξω πόκα!»
Ο Μοίρας λέει: «Όταν πρωτοπήγα στο Μεξικό, ήξερα μόνο τρεις λέξεις Ισπανικές:
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.»
Υψώνει ένας τη φωνή και λέει στους άλλους δυνατά:
«Τι να σας πω μωρέ; Τι να σας πω. Δεν ξέρετε από ποίηση!»
Κι ο Μοίρας, μαέστρος μιας ανύπαρκτης ορχήστρας,
κουνώντας πέρα–δώθε το κουτάκι με τα σπίρτα που ρυθμικά ηχεί, σηκώνεται όρθιος
και φωνάζει σ’ όλους τους πελάτες του Μπαρ:
«Πάμε παιδιά, όλοι μαζί, από Σολ Δίεση!»
Κι η Νύχτα προχωράει, είναι αργά και το Μπαρ κλείνει.
Φεύγουμε όλοι σιγά-σιγά, πάμε να κοιμηθούμε.
Φεύγει κι ο Μοίρας, όχι για να κοιμηθεί μα σε άλλο Μπαρ για να συνεχίσει,
το τύλιγμα των νημάτων της Νύχτας να εξαντλήσει.
Αλλά μη φοβάστε: ο Μοίρας δεν πέφτει σε παγίδα.
Μοναχά που κάθε βράδυ, τέτοια ώρα έξω απ’ το Μπαρ,
μελαγχολεί λιγάκι γιατί θυμάται που όταν ήτανε στην Αμερική
είχε για τις Μεταφορές του – αντί για ψείρα – μια ακριβή,
λουσάτη, αστραφτερή και καλογυαλισμένη ακρίδα.
* "Ο μέγας Αρουραίος" - βιβλίο του Μιχάλη Μοίρα
Αγέρωχος καβάλα στην πλάτη της πολύχρωμής του ψείρας
έρχεται κάθε βράδυ να μας βρει, στο Μπαρ, ο Μοίρας.
Μπαίνει μέσα κι οι πιτσιρικάδες στα τραπέζια μένουν με το στόμα ανοιχτό.
Σκύβουν ο ένας στον άλλον και λένε αναμεταξύ τους σιγανά:
«Αυτός είναι! Αυτός! Ω! μα είναι Υπέροχος!Είναι Σπουδαίος!
Είναι ο μεγαλύτερος ο Αρουραίος!» (*)
Κάθεται αυτός,βλέπει το σερβιτόρο και του φωνάζει:
«Ε! Ψιτ – γκαρσόν…
Σιλβουπλέ, ένα τουρμπιγιόν!»
Ανάβει ένα από τα τσιγάρα τα Δελφοί,
και βλέπει πως έχει μια τρύπα από κάφτρα πούρου στο καπέλο
αλλά δεν του καίγεται καρφί.
Τον σερβίρουν κι αρχίζει ν’ ανακατώνει
τα παγάκια, το νερό και το ποτό,
ίδιος με του Μεσαίωνα Αλχημιστή.
Σηκώνει το ποτήρι προς το μέρος μας
κι αντί για «Εις Υγείαν» μας φωνάζει:
«Να είσαστε Πιστοί!».
Κυλάει η Νύχτα και τα ποτά Της
ο Μοίρας τυλίγεται στα νήματα Της.
Ένας στην μπάρα λέει σ΄έναν άλλον:
«Μωρέ πόσο πάχυνα! πρέπει να πήρα δώδεκα πάουντ!»
Ο Μοίρας απαγγέλει μοναχός στίχους του Έζρα Πάουντ.
Ο άλλος λέει: «Άσ’ τα και μου ‘ρθε σήμερα έλεγχος, στο μαγαζί η Σ.Δ.Ο.Ε.»
Ο Μοίρας λέει: «Ένα βράδυ του 1849 πέθανε στη Βαλτιμόρη ο Πόε»!
Ο κύριος με το κοστούμι λέει: «Πάλι έχασα σήμερα! Το πήρα απόφαση παιδιά:
Δε θα ξαναπαίξω πόκα!»
Ο Μοίρας λέει: «Όταν πρωτοπήγα στο Μεξικό, ήξερα μόνο τρεις λέξεις Ισπανικές:
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.»
Υψώνει ένας τη φωνή και λέει στους άλλους δυνατά:
«Τι να σας πω μωρέ; Τι να σας πω. Δεν ξέρετε από ποίηση!»
Κι ο Μοίρας, μαέστρος μιας ανύπαρκτης ορχήστρας,
κουνώντας πέρα–δώθε το κουτάκι με τα σπίρτα που ρυθμικά ηχεί, σηκώνεται όρθιος
και φωνάζει σ’ όλους τους πελάτες του Μπαρ:
«Πάμε παιδιά, όλοι μαζί, από Σολ Δίεση!»
Κι η Νύχτα προχωράει, είναι αργά και το Μπαρ κλείνει.
Φεύγουμε όλοι σιγά-σιγά, πάμε να κοιμηθούμε.
Φεύγει κι ο Μοίρας, όχι για να κοιμηθεί μα σε άλλο Μπαρ για να συνεχίσει,
το τύλιγμα των νημάτων της Νύχτας να εξαντλήσει.
Αλλά μη φοβάστε: ο Μοίρας δεν πέφτει σε παγίδα.
Μοναχά που κάθε βράδυ, τέτοια ώρα έξω απ’ το Μπαρ,
μελαγχολεί λιγάκι γιατί θυμάται που όταν ήτανε στην Αμερική
είχε για τις Μεταφορές του – αντί για ψείρα – μια ακριβή,
λουσάτη, αστραφτερή και καλογυαλισμένη ακρίδα.
* "Ο μέγας Αρουραίος" - βιβλίο του Μιχάλη Μοίρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου