Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Μία μερική αναπηρία


Ως ο βαρήκοος που βαριακούει
(εμ βέβαια έξυπνε, τί ήθελες
βαρήκοος ο να κάνει;)
και λέω δεν πως αντιλαμβάνεται
καλά τα ηχητικά τα ερεθίσματα
κι όλο ρωτά όπου το θάρρος έχει
«ακούστηκε ωρέ τίποτα παιδιά;»
έτσι είμαι κι εγώ με τις οσμές
ίσως να είναι κάποια γενετική
υστέρηση ξέρω κι εγώ
μπορεί μικρός που είχα
στη μύτη «κρεατάκια»
πάντως ισχύει
κι όταν οι άλλοι υποφέρουνε
που ένεκα κάποια παρουσιάζεται
μπόχα ή δυσωδία
εγώ αμέριμνος γυρνώ και μάλιστα
αφ΄υψηλού τους ψέγω
«σιγά μωρέ, πώς κάνετε έτσι;» και λοιπά
κι ακόμα ούτε η μόλυνση της πόλης μ’ ενοχλεί
ούτε η εξ ανάγκης απλυσιά
του άστεγου συνάνθρωπου
δίπλα στο λεωφορείο
ούτε ο ελλιπώς ο λειτουργών
βιολογικός καθαρισμός στο θέρετρο
όπου περνώ τις διακοπές μου
κι έτσι γλυτώνω κι εν αδιαφορία διατελλώ
εις ότι αφορά οσφρητικές οχλήσεις

όμως το πράμα έχει και την άλλη του πλευρά
διότι χάνω και τις ευχάριστες οσμές
τη μυρωδιά του χώματος
μετά από τη βροχή
(ή λίγο πριν να βρέξει)
των κωνοφόρων το ρετσίνι
των αγριολούλουδων λεπτό
το άρωμα στο δάσος
τη μυρωδιά ξύλων που καίγονται
σε φωτιά που έχει ανάψει
είτε απλώς για θαλπωρή
είτε για ζεστασιά
ή ακόμα και για την παρασκευή
του κάποιου φαγητού
των φαγητών τις μυρωδιές που σου θυμίζουν
ότι ακόμα είσαι κι ότι μπορείς
να συνεχίσεις να είσαι ζωντανός
όπως πεζοπορείς στους δρόμους
στις γειτονιές της πόλης
απ΄τ’ ανοιχτά παράθυρα που έρχονται
πριν απ’ το μεσημέρι
καθώς βράζουν τα τσουκάλια
και τα τηγάνια καίνε το περιεχόμενο τους
αναμένοντας λίγη ώρα μετά
της οικογένειας τη συνάθροιση
των φίλων, της παρέας ή του ζεύγους
μα η μεγαλύτερη απ’ όλες είναι η απώλεια
των αρωματισμένων, των σαπουνισμένων
των μαλλιών και των σωμάτων
όταν σε προσεγγίζουνε ακούσια μες στο συνωστισμό
σε ώρα αιχμής στην υπαίθρια λαϊκή
σε κάποια ουρά, στο τρόλλευ
και χώνεις –που λέει ο λόγος-
το πρόσωπο σου στους θυσσάνους και τις κόμες
και ρουφάς όσο μπορείς τις θεσπέσιες μυρωδιές
που απελευθερώνονται καθώς ανοίγει το μανίκι στη μασχάλη
ή ένα κουμπί στο μπούστο τον κόρφο αποκαλύπτει
και τότε είναι που σε πιάνει πίκρα και οργή
για την αναπηρία σου
γι αυτήν της φύσης, του Θεού την τόση αδικία

μα περιθώριο αντιδράσεως
ή κίνησης διορθωτικής δεν έχεις
κι άλλο να κάνεις δε μπορείς
πέρα να υπομένεις και να ζεις
σ’ αυτό το ούτε όχι, ούτε ναι
σ΄αυτό το κάπως λίγο
σ΄εκείνο το τοπίο το θολό
στη γκρίζα εκείνη ζώνη
κάπου εκεί ανάμεσα
εν σχέσει ως προς τις οσμές
κάπου εκεί ανάμεσα
και ως προς όλα τα υπόλοιπα εν σχέσει
σού ‘λαχε βίο να διάγεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: