(λήμμα από την Ντοϊτσηπήδεια)
6/6/’015, Μαυρομιχάλη 148Β,
Νεάπολη-Εξάρχεια, Αθήνα
Το Χανγκόβερο είναι μικρή πόλη της κεντρικής – βόρειας Γερμανίας
που ιδρύθηκε κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους από Κέλτες της Βρεττανίας, της
Ιρλανδίας και των γύρω μικρών νήσων (Εβρίδων κ.ά.). Οι άνθρωποι εκείνοι
ξέμειναν στον τόπο αυτόν μετά από αμέτρητες πολεμικές συρράξεις, εκστρατείες,
μετακινήσεις πληθυσμών, ανταλλαγές αιχμαλώτων, εξανδραποδισμούς, σκλαβοπάζαρα,
φυλακίσεις και δραπετεύσεις, φυγοδικίες και άλλες επώδυνες διαδικασίες. Στον
πρώτο, σπάνιο για τα χρόνια που μιλάμε, ορίζοντα ειρηνικής εποχής, έννοιωσαν
ότι δεν είχαν κουράγιο ούτε καν στην πατρίδα τους να επιχειρήσουν να
επιστρέψουν. Ρίζωσαν λοιπόν εκεί ιδρύοντας αυτήν την – μικροσκοπική στην αρχή –
πολίχνη, έκαναν οικογένειες, καλλιέργησαν τη γη, άρχισαν να εκτρέφουν ζώα και
να ασκούν την όποιαν τυχόν τέχνη ήξερε ο καθένας από πριν. Μοιραία, σιγά σιγά, οι
κάτοικοι άρχισαν επιμειξίες με εκπροσώπους των αυτόχθονων Γοτθικών φύλων και η
πόλη όπως και ο πληθυσμός μεγάλωναν, χωρίς όμως να επηρρεασθούν κάποιες
συνήθειες του λαού τους αρχαίες που κουβάλησαν εκεί από την πατρίδα τους και
διατηρήθηκαν ανέπαφες. Για παράδειγμα, η πολύ ιδιαίτερη γλωσσική τους
διάλεκτος, τα Γαλελικά, που ακόμα και σήμερα μιλιέται και γράφεται από –λιγοστούς
είναι η αλήθεια- κατοίκους της περιοχής. Επίσης η μεγάλη τους αγάπη για τη
μουσική, το χορό και το τραγούδι. Όπως και για τη συγγραφή, ανάγνωση, διήγηση
και ακρόαση ιστοριών με πλήθος φανταστικών στοιχείων, μύθων κ.λ.π. Πάνω απ’ όλα
όμως οι κάτοικοι του Χανγκόβερου διατήρησαν την προγονική τους αγάπη στην
κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών. Παραδοσιακά, από τις απογευματινές έως τις
πρώτες πρωϊνές ώρες, το αλκοόλ (τί μπύρα, τί μηλόκρασο, τί ουΐσκυ, τί τζιν) ρέει
άφθονο στο Χανγκόβερο των έξω καρδιά – γλεντζέδων κατοίκων. Στη διατήρηση ειμή
και στην ενίσχυση της συνήθειας αυτής πρέπει να πούμε ότι συνετέλεσε και ο
απόλυτος ενστερνισμός της (άλλο που δε θέλανε δηλαδή) από τους – εξίσου γερά
ποτήρια – ντόπιους. Έτσι λοιπόν κάθε βράδυ είναι μια γιορτή στο Χανγκόβερο, στο
τέλος της οποίας όλοι γυρνούν πανευτυχείς, άδοντας και γελώντας, τρεκλίζοντας
αλληλοϋποβασταζόμενοι στα σπίτια τους. «Μα... και πώς ξυπνάνε το πρωί να πάνε
στις δουλειές τους;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο νηφάλιος, τακτικός,
σπίτι-δουλειά / δουλειά-σπίτι και ύπνο από νωρίς, αναγνώστης. Μα εδώ ακριβώς
έιναι το ζήτημα. Αυτό που κάνει τη μικρή αυτή και κατά τα άλλα άσημη πόλη, άξια
να της αφιερωθεί ολόκληρο λήμμα στην έγκυρη δικτυακή, ψηφιακή μας εγκυκλοπαίδεια,
τη Βίβλο των γερμανικών σπουδών και τον πνευματικό φάρο των ανά τον κόσμο Γερμανιστών,
την Ντοϊτσηπήδεια. «Δηλαδή;» (αναρωτιέται ξανά ο ανγνώστης). Δηλαδή... δεν
ξυπνάνε. Διότι απλά δεν μπορούν. Είναι κατάκοποι, εξουθενωμένοι, νοιώθουν
εξάντληση, αδιαθεσία, τους πονάει το κεφάλι, τους ανακατώνεται το στομάχι...
πάσχουν με άλλα λόγια από τις παρενέργειες της μέθης που στη γλώσσα της
πατρίδος τους ονομάζονται «Χανγκόβερ», λέξη που στην περίπτωση αυτή αφορά
φαινόμενο τόσο εκτεταμένο που στάθηκε ικανό να δώσει στην πόλη το όνομα της. Και
τί γίνεται λοιπόν τις μέρες, τα πρωϊνά στο Χανγκόβερο; Μα –αγαπητοί αναγνώστες-
όπως λένε και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί που σημειώνουν το Χανγκόβερο ως ένα
αξιοπερίεργο αξιοθέατο... δε γίνεται τίποτα! Η πόλη μοιάζει έρημη, σαν όλοι οι
κάτοικοι να έχουν πάει διακοπές. Ψυχή δεν κυκλοφορά στους δρόμους. Τα μαγαζιά
κλειστά. Οι δημόσιες υπηρεσίες, οι τράπεζες, τα ταχυδρομεία, όλα κλειστά. Ούτε
βλέπεις να κινείται κάποιο μέσο μαζικής μεταφοράς. Ο τυχόν ανυποψίαστος
επισκέπτης απορεί έως και αγριεύεται. Και μετά, το μεσημεράκι, αρχίζουν να
εμφανίζονται οι Χανγκόβεροι, να σκάνε μύτη όπως τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή και
να ξεκινά να ζωντανεύει η πόλη κατά τον τρόπο που συβαίνει οπουδήποτε αλλού
στις, φερ΄ειπείν, 7:00 το πρωί. Κάπως βαρύθυμοι βέβαια και λιγομίλητοι είναι
όλοι, όπως εύκολα μπορεί κανείς να παρατηρήσει, ωστόσο καλοπροαίρετοι, πρόθυμοι
και ευγενικοί. Προοδευτικά το κλίμα βελτιώνεται, το δε βραδάκι και τη νύχτα,
όπως ήδη αναφέραμε, όλη η πόλη είναι ένα ξεφάντωμα, μια γιορτή. Θα το
διαπιστώσεις και συ αναγνώστη αν βρεθείς στα μέρη αυτά και αποφασίσεις (διότι
αξίζει) να περάσεις έστω και ένα εικοσιτετράωρο στο Χανγκόβερο. Άλλωστε, μέρος
σαν κι αυτό δεν υπάρχει στον κόσμο όλο. Εκτός, καθώς λένε κάποιοι
πολυταξιδεμένοι, από ένα νησί στο ανατολικό Αιγαίο, όπου –χωρίς την άμεση σχέση
με το αλκοόλ- οι ντόπιοι έχουν τα ίδια περίεργα ωράρια. Αλλά περισότερα γι αυτό
θα βρεις βεβαίως αναγνώστη στην αδελφή Ελληνοπαίδεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου