Τίποτα δεν κατεβαίνει
το μυαλό όσο κι αν στύβω
το μυαλό όσο κι αν στύβω
στίχος προκοπής ούτε ένας
τί κι αν όλο πίνω σλίβο*
τί κι αν όλο πίνω σλίβο*
φαίνεται έχω πια ξοφλήσει
εις της ποίησης τον στίβο
εις της ποίησης τον στίβο
και την εύνοια έχω χάσει
από τον Θεό το Φοίβο
από τον Θεό το Φοίβο
κι έτσι τώρα είναι χρόνια
που όλο στο ίδιο το μοτίβο
που όλο στο ίδιο το μοτίβο
γράφω κι είναι απελπισία
δε μπορώ πια να το κρύβω
δε μπορώ πια να το κρύβω
στιχουργό λες να προσλάβω
και αδρά να τον αμείβω;
και αδρά να τον αμείβω;
εμπνευσμένο αχ! με θυμάμαι
τα χεράκια μου να τρίβω
τα χεράκια μου να τρίβω
τώρα πια αν με διαβάσεις
σου δηλώνω πως τα νίβω.
σου δηλώνω πως τα νίβω.
*σλίβο: συντομογρ. για
το slivovice, απόσταγμα από δαμάσκηνα, συνηθισμένο σε χώρες της
κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου