Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Ο μπαρά Κούλης

Αγαπητοί επισκέπτες, αναγνώστες και φίλοι, το ιστολόγιο εύχεται "καλή χρονιά και καλή επιτυχία".
Την περίοδο αυτή, λόγω ιδιαίτερα παρατεταμένης έλλειψης εμπνεύσεως και συγγραφικής δυστοκίας (τί λες ρε ρεντίκολο; δε ντρέπεσαι καθόλου;) και πολύ μεγαλυτέρας του έως τώρα συνήθους και σε βαθμό νοσηρό πλέον οκνηρίας (τώρα μάλιστα, τώρα μιλάς σωστά), δημοσιεύονται ορισμένα κείμενα "χαμένα" ή "αποκηρυγμένα"(βρε αθεόφοβε,  ποιός νομίζεις ότι είσαι που έχεις και "χαμένα" ή "αποκηρυγμένα" κείμενα, τρομάρα σου;), ευχαριστούμε για την καταννόηση.
Καλή ανάγνωση.

Ο μπαρά Κούλης

Ο μπαρά Κούλης ο ψαράς
μικρός το δέμας, σπιθαμιαίος
παλιός μπεκρής, γνωστός γλεντζές
και στην παρέα αγαπητός, ο πιο ωραίος.

Την ημέρα παραγάδι
δίχτυα, καθετή κι αρμίδι
και το βράδυ στην ταβέρνα
είχε μόνιμο στασίδι.

Έπινε κρασί αβέρτα
και συνέχιζε να πίνει
κει που οι άλλο σταματούνε.
«Τόσο πια θα σε πειράξει,
κακομοίρη θα πεθάνεις,
να το κόψεις» ορισμένοι
συμβουλεύουν, νουθετούνε.

«Μπαρά Κούλη θα το κόψεις»;
στην παρέα τον ρωτούνε.
«Θα το κόψω ρε μορτάκια.
Θα το κόψω όταν τα ψάρια
στη στεριά θα ανεβούνε».

Ζούσε σε ένα καλύβι
παραδίπλα από τον φάρο.
Κύματα ολοχρονίς τον δέρναν
τον ερημικό τον κάβο.
Δεν είχε στην αυλή πλακάκια
με χαλίκια ήταν στρωμένη
και στον τοίχο εφτά καμάκια
και μια απόχη απλωμένη.

Δεν είχε γάτα, δεν είχε σκύλο,
ούτε κατσίκες, ούτε κότες,
να βοσκάνε στην αλάνα.
«Εγώ μωρέ είμαι θαλασσινός»
στους φίλους έλεγε
«Για μένανε το ζωντανό
πρέπει να έχει λέπια
ή τουλάχιστον δαγκάνα».

Από μικρός μονάχο και φτωχούλι
μα δουλευτής και τίμιος
και γλυκομίλητος κι ευγενικός..
όλοι αγαπούσανε το μπαρά Κούλη.
Μα πιο πολύ τον αγαπούσαν τα παιδιά
που ίδιο τον κάνανε, ομήλικό τους.
«Έεεεεεεεειειει..μπαρά Κούλη» του φωνάζανε
«θα μας πάρεις πάλι σήμερα
τσάρκα με τη βάρκα»;

Κι αυτός τους αντιφώναζε
- τάχα μου αυστηρά –
«Άει μωρέ σπόροι,
όποιος θέλει βόλτα
πρέπει να χύνει ιδρώτα
και του ψαρά να ξέρει
τη δουλειά να κουμαντάρει,
την άγκυρα να συγυρίζει
και τα δίχτυα να καλάρει».

Έτσι έλεγε αυστηρά κι αντρίκεια
κι όμως γεμάτη ήταν κάθε μέρα
η βάρκα πιτσιρίκια.
Τα σουλατσάριζε
από τον κάβο ως το μουράγιο
και ιστορίες ατέλειωτες, θαλασσινές,
τους έλεγε όπου έβρισκε απάγγιο.
Κι άμα στο πέλαγος
εμαύριζε ο καιρός
σταυροκοπιότα ο μπαρά Κούλης
κι έκραζε το Νικολό τον Άγιο.
«Κάμε» έλεγε «Άγιε μου
να σωθούνε οι ναυτικοί
απ’ τους κινδύνους της θαλάσσης
και θα’χεις από μένανε
μία λαμπάδα που θα τα χάσεις».

Ένα βράδυ στη ταβέρνα
έκανε νωρίς να φύγει
«Κάτσε» του λέγαν
«Όχι, θα φύγω να βρω το Φάνη.
Απόψε βγαίνουμε για πυροφάνι».
Άφαντος ήτανε την άλλη μέρα
και την άλλη και την παράλλη.
Ανησυχήσαν στην παρέα…
«Πού’ναι τος άραγε
και τι να κάνει»;

Μπήκανε μες στο καλύβι
και τον βρήκαν ξαπλωμένο
να κοιτάει το ταβάνι.

Γράψαν οι χωροφυλάκοι:
«ο εκλιπόν έχι από μέρες
πέντε τουλάχηστο αποθάνει»
υπογράψαν το ραπόρτο
κι εσφραγίσαν το φιρμάνι.
Κι έλεγε κι αυτά τα λόγια:
«Είνε στο σώμα του
σεπηκώς, τυμπανιαίος».
Κι εγώ λέω είναι
όπως κι όταν ζούσε
έτσι και τώρα
η ψυχούλα του στους ουρανούς
ο μπαρά Κούλης, ο κοντούλης:
Μέγας, Τεράστιος, Γιγαντιαίος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: