Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Ένα ακόμα βράδυ στην ταβέρνα

Αγαπητοί επισκέπτες, αναγνώστες και φίλοι, το ιστολόγιο εύχεται "καλή χρονιά και καλή επιτυχία".
Την προσεχή περίοδο, λόγω ιδιαίτερα παρατεταμένης έλλειψης εμπνεύσεως και συγγραφικής δυστοκίας (τί λες ρε ρεντίκολο; δε ντρέπεσαι καθόλου;) και πολύ μεγαλυτέρας του έως τώρα συνήθους και σε βαθμό νοσηρό πλέον οκνηρίας (τώρα μάλιστα, τώρα μιλάς σωστά), θα δημοσιευθούν ορισμένα κείμενα "χαμένα" ή "αποκηρυγμένα", ευχαριστούμε για την καταννόηση (βρε αθεόφοβε,  ποιός νομίζεις ότι είσαι που έχεις και "χαμένα" ή "αποκηρυγμένα" κείμενα, τρομάρα σου;).
Καλή ανάγνωση.

Ένα ακόμα βράδυ στην ταβέρνα

…Ήρθε με τ’ όργανο του αγκαλιά και
κάθησε στην κεντρική θέση της ορχήστρας,
σε μια ψάθινη – όπως κι όλες οι άλλες –
καρέκλα. Κι όλοι εμείς, οι πελάτες της ταβέρνας
τό’νε κοιτούσαμε μη μπορώντας να το καλοπιστέψουμε
πως τούτος ‘δω ο μικρούλης, κακοφτιαγμένος
ανθρωπάκος, γλύτωσε τη βδομάδα που πέρασε
μέσα από του Χάρου τα δόντια, καθώς όλοι
οι γιατροί στο νοσοκομείο τον είχανε για ξεγραμμένο.
Η γκαρσόνα άφησε στο σκαμνάκι δίπλα του
ένα ούζο κι ένα πιατάκι με μεζέ.
Έβγαλε από την τσέπη του πουκαμίσου
ένα πακέττο με τσιγάρα γιοματάρι,
πήρε ένα κι άρχισε να το χτυπάει
από τη μια άκρη στο νύχι του πάνου,
έβρεξε τα χείλη του με ούζο,
μπουκώθηκε και το μεζέ κι όταν κατάπιε,
άναψε με το τσακουμάκι του το τσιγάρο,
ρούφηξε απολαυστικά τον καπνό,
ήπιε και το μισό ποτήρι ούζο μονοκοπανιά,
(«…καπνό και οινόπνευμα, να τα ξεγράψετε
κύριε Π..», του είπαν οι γιατροί, «άμα
θέλετε να ζήσετε λίγο ακόμα»),
μετακίνησε το τσιγάρο ανάμεσα στο
τελευταίο και προτελευταίο δάχτυλο
κι άρχισε να δουλεύει ένα ταξιμάκι στο λαγούτο του.
Πήρανε σύνθημα κι οι άλλοι της ορχήστρας
κι άρχισαν να συνοδεύουν διακριτικά.
Όταν ολοκλήρωσε το ταξίμι
στράγγιξε το ποτήρι το ούζο,
πήρε και την τελευταία ρουφηξιά από το τσιγάρο,
πέταξε τη γόπα στα ξύλινα σανίδια,
την πάτησε με το παπούτσι κι ένα χρόνο
μετά το τελευταίο χτύπημα του ντεφιτζή
φώναξε ένα βροντερό και μεγαλόπρεπο «Άλα!»
και τράνταξε τις χορδές με τα δύο πρώτα ακκόρντα
ενός κεφάτου, ρυθμικού τραγουδιού.
Μπήκε κι η ορχήστρα, ξεσηκώθηκε κι ο κόσμος
που ήτανε ως τώρα κομμάτι μουδιασμένος
κι εκείνος έπαιζε… έπαιζε και χαμογελώντας
έγνεφε ενθαρρυντικά στους άλλους μουσικούς
και στους πελάτες όλους
περιφρονώντας λες και κοροϊδεύοντας τα πάντα:
ανθρώπους, θεούς, διαβόλους
κανόνες, πιθανότητες και στατιστικές.
Γέμισε η πίστα κόσμο,
χόρευαν όλοι με μια ασυνήθιστη ένταση,
λυτρωμένοι από την αγωνία και το πλάκωμα
που τους βάραινε όλες τις προηγούμενες μέρες
που κείνος χαροπάλευε στην εντατική.
Τούτες τις σκέψεις έκανα,
έχοντας μείνει μόνος μου στο τραπέζι
όλη η άλλη παρέα είχε σηκωθεί για χορό -.
Πότε κοίταγα τον Π… και την ορχήστρα,
πότε το χορό, κι έλεγα από μέσα μου:
«Εντάξει, εντάξει… όλα είναι πάλι όπως πριν!»
Μέχρι που δυο ψίχαλα πριονίδι
σηκώθηκαν απ’ το πάτωμα και κόλλησαν
στη φτέρνα της Μαρίνας που χόρευε
κι από ‘κείνη τη στιγμή και πέρα
άλλο δεν σκεφτόμουν κι άλλο δεν κοίταζα
παρά το πόδι της Μαρίνας, προσπαθώντας
να φανταστώ αν ίσως είχε μπει κανά κομμάτι
πριονίδι και παρακάτου,
στο πέδιλο ανάμεσα και στο πέλμα.
Όταν δε φαντάστηκα πως το ίδιο
μπορεί και να’ χε γίνει
στα δάχτυλα της ανάμεσα,
κατάλαβα πως δε θα βαστούσα
την ηδονή μιας τέτοιας φαντασίωσης
και θα ντροπιαζόμουνα στον κόσμο,
γι αυτό έφυγα από τη θέση μου
και πήγα τάχα να γεμίσω την κανάτα
με κρασί απ’ το βαρέλι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: