Τριάντα περίπου χρόνια μετά το θάνατο του συγγραφέα, ανακαλύφθηκαν τα χειρόγραφα του σε ιδιωτική βιβλιοθήκη Βενετού ευγενούς. Με χρήση τυπογραφικών μεθόδων που μόλις είχαν αρχίσει να εφαρμόζονται, δημιουργήθηκαν τρία ή τέσσερα αντίτυπα. Στα μετέπειτα χρόνια το κείμενο διαδόθηκε και έγινε τόσο δημοφιλές, που οι ανατυπώσεις καθώς και οι μεταφράσεις του είναι αναρίθμητες και συνεχίζονται έως τις μέρες μας. Το χειρόγραφο δυστυχώς έχει χαθεί όπως και τα πρώτα αντίτυπα, εκτός από ένα το οποίο φυλάσσεται στη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Βενετίας όπου ο επισκέπτης της όμορφης αυτής πόλης μπορεί να το δει.
Το χωριό που πηγαίναμε να επισκεφθούμε είχε το εξής χαρακτηριστικό: ήταν χτισμένο δίπλα ακριβώς στο σημείο που αποτελούσε το Μέσον του Μεγάλου Τείχους. Αυτό μου είχε πει ο γεωμέτρης του Αυτοκράτορα, λίγες μέρες πριν, που βρισκόμασταν στο Παλάτι. Μου είχε μάλιστα παρουσιάσει τη μελέτη του όπου υπήρχε το συνολικό μήκος του Τείχους παρουσιασμένο με έναν αριθμό τόσο μεγάλης ακρίβειας που μου θύμισε τα νούμερα που προκύπτουν όταν οι χρυσοχόοι στην πατρίδα υπολογίζουν το βάρος του χρυσού με ειδικές ζυγαριές.
Η μελέτη περιείχε και έναν χάρτη στον οποίον φαινόταν ολόκληρη η χώρα και το Τείχος. Σε τέσσερα σημεία πάνω στο σχήμα που απεικόνιζε το Τείχος, υπήρχαν κύκλοι με κόκκινο μελάνι και τα τέσσερα αυτά σημεία έμοιαζαν να ισαπέχουν μεταξύ τους. Ο γεωμέτρης μου εξήγησε ότι στην πραγματικότητα εκεί ακριβώς όπου ξεκινούσε το κάθε τέταρτο μήκους του τείχους, υπήρχε χτισμένος ανάμεσα στα δομικά υλικά ένα κομμάτι κόκκινος γρανίτης.
Τα τέσσερα αυτά σημάδια πάνω στο πελώριο κτίσμα βοηθούσαν τους στρατιωτικούς, τους επιστήμονες αλλά και τους απλούς ταξιδιώτες να υπολογίζουν τις αποστάσεις μέσα στις αχανείς εκτάσεις της Αυτοκρατορίας. Όταν τον ρώτησα έκπληκτος πώς είχαν καταφέρει να κάνουν τόσο ακριβείς μετρήσεις χαμογέλασε πλατιά, τα σχιστά του μάτια στένεψαν πιο πολύ ακόμη και υποκλίθηκε ταπεινά ενώ εγώ τον κοιτούσα άφωνος από την έκπληξη και τον θαυμασμό, κατάσταση στην οποία βρισκόμουν τόσο συχνά από τότε που φθάσαμε στην Κίνα, ώστε σχεδόν την είχα συνηθίσει.
Αυτά σκεπτόμουν καθώς προχωρούσαμε πλάι στο Τείχος και πλησιάζαμε στο μικρό χωριό. Όμως άλλος ήταν ο λόγος που με είχε κάνει να αποφασίσω να επισκεφθώ το μέρος εκείνο και όχι η ιδιαιτερότητα της τοποθεσίας.
Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Αυλή άκουσα να γίνεται λόγος για ένα γέρο σοφό που ούτε λίγο ούτε πολύ τον θεωρούσαν προστάτη των ερωτευμένων. Αν η καρδιά σου, λέγανε, καιγόταν για κάποιον και κείνος δε σού ’δινε σημασία, αν είχες μια αγάπη που είχε αρχίσει σιγά σιγά να σβήνει, αν το ταίρι σου στο πήρε άλλος, άμα εμπόδια, προβλήματα, και δυσκολίες σου φράζανε το δρόμο του έρωτα, πήγαινες σε κείνον κι αυτός με τις σοφές συμβουλές του σού ‘βρισκε πάντα λύση και χάρη σ’ αυτόν «η Αγάπη Βασιλεύει Πάντα στο Βασίλειο» λέγανε οι μικρές δεσποινιδούλες της Αυλής και ξεσπάγανε σε χαχανητά σκεπάζοντας με το χέρι το στόμα τους, καθώς τα μάγουλα τους κοκκίνιζαν.
Μα για το θέμα αυτό μιλούσαν και άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, ώριμοι και σοβαροί, πολλοί δε από αυτούς κατείχαν τέτοια αξιώματα που νομοτελειακά τα λεγόμενα τους είχαν μεγάλο κύρος. Το ιδιότυπο της ιστορίας αυτής καθώς και η συχνότητα με την οποία έφτανε στα αυτιά μου, μου κίνησαν τόσο την περιέργεια ώστε αποφάσισα να επισκεφθώ το γέρο σοφό. Το μέρος όπου αυτός βρισκόταν ήταν το μικρό χωριό στο οποίο τώρα σχεδόν είχαμε φθάσει η συνοδεία μου κι εγώ και το βλέπαμε καθαρά στα δεξιά μας, ανάμεσα σε κήπους. Υπήρχε μπροστά ένα μικρό δρομάκι που ενωνόταν με την κεντρική οδό πλάι στο Τείχος, και περνώντας μέσα από τους κήπους οδηγούσε στο χωριουδάκι. Τη στιγμή που αφήσαμε το μεγάλο δρόμο και μπήκαμε στον μικρό, γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα προς το Τείχος. Εκεί, ακριβώς στο σημείο που ξεκινούσε το παρακλάδι του δρόμου, ανάμεσα στους ογκόλιθους του Τείχους ήταν χτισμένο ένα κομμάτι κόκκινου γρανίτη. Για μια στιγμή νόμισα πως έβλεπα μπροστά μου το σοφό γεωμέτρη να χαμογελά με μετριοφροσύνη…..Προχωρήσαμε.
Κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε στην είσοδο του χωριού, και στη μία και στην άλλη πλευρά, υπήρχαν άνθρωποι κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης, επαγγέλματος, ιδιότητας, και – κρίνοντας από την ενδυμασία κυρίως – προερχόμενοι από διάφορες περιοχές της χώρας. Και εδώ δε μπόρεσα να μη σκεφθώ και να χαμογελάσω παράλληλα, με το παράδοξο του πράγματος: ότι δύο απομακρυσμένες περιοχές στην Κίνα μπορεί να απείχαν μεταξύ τους όσο οι πιο απομακρυσμένες χώρες στο «δικό μου» κόσμο ή και πιο πολύ ακόμα.
Το παράξενο λοιπόν (λόγω της επιμειξίας) αυτό πλήθος, σχημάτιζε δύο μεγάλες ουρές και οι άνθρωποι περίμενα υπομονετικά. Καθώς συνεχίσαμε να προχωράμε έφιπποι ανάμεσα τους, ορισμένοι διαμαρτυρήθηκαν κι έβαλαν τις φωνές, μόλις όμως πρόσεξαν τα αυτοκρατορικά διακριτικά στη στολή του επικεφαλής της στρατιωτικής συνοδείας, σώπασαν αμέσως και υποχώρησαν υποκλινόμενοι.
Ο λόγος που βρισκόταν εκεί όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος ήταν φανερός. Ήθελαν όλοι να συναντήσουν το γέρο σοφό και να ζητήσουν τη συμβουλή του. Η αγάπη, ο έρωτας ήταν που τους είχε φέρει από τους μακρινούς τους τόπους και τους είχε συγκεντρώσει εδώ και που έκανε να στέκονται δίπλα δίπλα κείνος ο βοσκός ο ντυμένος με προβιές ζώων, που κρατούσε ένα μεγάλο ξύλινο μπαστούνι και είχε μακριά, μπερδεμένα γένεια και μαλλιά, αυτός ο θεόρατος άνθρωπος που ποιος ξέρει από ποιο απομονωμένο και μακρινό βουνό είχε κατέβει, με τη μικρή, λεπτεπίλεπτη χορεύτρια που βρισκόταν πίσω του, που φορούσε ακόμα τα παπούτσια του χορού και ένα μεταξωτό, πολύχρωμο ρούχο που τύλιγε σφιχτά το λυγερό κορμί της κι έκανε τις καμπύλες της να διαγράφονται καθαρά, κι ενώ όλοι οι άντρες που ήταν γύρω την κοίταζαν αχόρταγα, εκείνη γέλαγε ανέμελα και το γέλιο της συνόδευαν οι ήχοι από τα καμπανάκια που κρέμονταν στα βραχιόλια που φόραγε στα χέρια και τα πόδια της. Η πάλι τι σχέση είχε ο λιγνός έμπορος με τη μακριά κοτσίδα και το ριχτό του ρούχο που έτριβε συνεχώς τα χέρια του τό’να με τ’άλλο και κοίταζε γύρω του πονηρά, με το μισθοφόρο πολεμιστή που ήταν ακριβώς απέναντι, στην άλλη σειρά και ήταν αρματωμένος λες και ξεκίναγε για τη μάχη, με τα σπαθιά, τα μαχαίρια, τα τόξα και τα βέλη στερεωμένα σε δερμάτινες ζώνες που τον τύλιγαν, με το σκληρό βλέμμα και τα σημάδια στα μπράτσα, στα πόδια, στο πρόσωπο, ενθύμια σκληρών αναμετρήσεων. Η μήπως υπό άλλες συνθήκες θα ’βλεπε κανείς να κάθονται κουρασμένοι δίπλα δίπλα τούτη δω η σεμνή νοικοκυρά με τα πεντακάθαρα ρούχα και τα στιλπνά, μαύρα της μαλλιά σφιχτά τυλιγμένα στο κεφάλι, που καθάριζε προσεκτικά ένα λωτό και τον έτρωγε κομματάκι κομματάκι και ο οπιομανής με τα ρουφηγμένα μάγουλα, τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, το θολό βλέμμα, τσακισμένος από τις κραιπάλες κι εξαντλημένος από την κατάχρηση του αγαπημένου βοτανιού, να στέκεται παρ’ όλα αυτά με σθένος εκεί και να περιμένει. Ήταν λοιπόν ο Έρωτας με τη δύναμη του που όμοια της δεν υπάρχει, που τους είχε μαζέψει όλους εκεί σαν προφήτης που κηρύττει μια νέα θρησκεία γεμάτη ελπίδα και αγάπη και γαλήνη και όλοι πάνε να τον ακούσουν.
Προχωρήσαμε. Μετά από λίγο φτάσαμε εκεί που τελείωναν οι γραμμές των ανθρώπων, έξω δηλαδή από την αυλή του σπιτιού του γέρο σοφού. Το σπιτάκι ήταν σαν όλα τ’άλλα του χωριού, μικρό και χαριτωμένο, χτισμένο με σκούρο ξύλο. Στην πρόσοψη υπήρχε μια μικρή αυλή με παρτέρια γεμάτα λουλούδια και από την πίσω πλευρά του σπιτιού μπορούσες να διακρίνεις έναν κήπο με πορτοκαλιές που υπήρχε. Ξεπεζέψαμε και ο επικεφαλής αξιωματικός προχώρησε προς το σπίτι για να κανονίσει τη συνάντηση. Μια μικρή κοπέλα βγήκε από το σπίτι για να τον προϋπαντήσει και μόλις είδε τη στολή άρχισε αμέσως τις υποκλίσεις και πισωπατώντας επέστρεψε – υποκλινόμενη – μέσα. Μετά από λίγο ξαναβγήκε, με ένα νεαρό άντρα δίπλα της αυτή τη φορά, και πλησίασαν – με συνεχείς υποκλίσεις – τον αξιωματικό. Οι δύο άντρες μίλησαν και η κοπέλα στεκόταν δίπλα με χαμηλωμένο το βλέμμα.
Σε μια στιγμή ο αξιωματικός έδειξε προς το μέρος μου και γύρισαν κι οι δυο τους και με κοίταξαν με ενδιαφέρον. Μετά η μικρή τους συνομιλία τελείωσε και ξανά οι δυο τους άρχισαν τις υποκλίσεις και μπήκαν μέσα στο σπίτι. Η υπόκλιση, σκέφτηκα, είναι για τους Κινέζους τόσο συνηθισμένη κίνηση όσο για μας οι ελαφρές κινήσεις του κεφαλιού που σημαίνουν κατάφαση ή άρνηση, μόνο που η υπόκλιση συνεπάγεται μια απότομη και μεγάλης έκτασης κίνηση του σώματος και…. τέλος πάντων…. πόσο διαφορετικοί λαοί είμαστε!
Ένας μεσήλικας με ενδυμασία ευγενούς – προφανώς αυτός που μόλις είχε συναντηθεί με το γέρο σοφό βγήκε από το σπίτι. Ο νεαρός άντρας φάνηκε στην πόρτα κι ένευσε ότι ήταν η σειρά μας. Προχώρησα με τον προσωπικό μου διερμηνέα να με ακολουθεί. Αμέσως μετά την αίθουσα υποδοχής ένας διάδρομος οδηγούσε σε μία μισάνοιχτη πόρτα. Στο κατώφλι, δίπλα στην πόρτα, ήταν καθισμένη στο πάτωμα η νεαρή κοπέλλα και έπαιζε μουσική με ένα άγνωστο σε μένα έγχορδο όργανο. Η μελωδία ήταν αργή και νωχελική αλλά και πολύ γλυκειά. Η δεξιοτεχνία της κοπέλλας ήταν φανερή και το σοβαρό της ύφος, καθώς έπαιζε τη μουσική της, την έκανε ιδιαίτερα συμπαθητική. Της χαμογέλασα και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο, περάσαμε δίπλα της και μπήκαμε στο δωμάτιο.
Δεν υπήρχε μέσα εκεί, κανενός είδους έπιπλο. Στη μέση του δωματίου και πάνω σ’ ένα απλό ψάθινο χαλάκι ήταν καθισμένος ο γέροντας. Η φορεσιά τους ήταν λευκή, το ίδιο και τα μακριά μαλλιά και τα γένεια του, που κύλαγαν στους ώμους και το στήθος του. Η όψη τους δε ήταν τέτοια που σε έκανε να φαντάζεσαι μια υφή μεταξένια. Φαινόταν για άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, από τις αμέτρητες ρυτίδες που αυλάκωναν το πρόσωπό του και από τα λιπόσαρκα χέρια του, όπου τα οστά διαγράφονταν καθαρά κάτω από το λεπτό δέρμα. Όμως το γεγονός ότι ήταν τόσο πολύ γέρος δεν τον έκανε σε καμμία περίπτωση αποκρουστικό, ή αξιολύπητο ή απόκοσμο, ή δε σου δημιουργούσε την εντύπωση κάποιου που από καιρό έπρεπε να έχει φύγει από τον κόσμο τούτον. Κι από όλα πιο εντυπωσιακό σ’ αυτόν ήταν τα μάτια του που είχαν χρώμα ένα απαλό γαλάζιο και το βλέμμα που ακτινοβολούσαν ήταν τόσο βαθύ και τόση σοφία νόμιζες ότι κρυβόταν πίσω από τα μάτια αυτά, σοφία ήρεμη και γλυκειά, καλοπροαίρετη, φιλική, φιλική – αυτή είναι η κατάλληλη λέξη, όχι μια εξωανθρώπινη, ακαταννόητη, ανώτερη ευφυία που θα σε έκανε να νοιώσεις μηδαμινός κι ανάξιος.
Αυτά όλα σ’ εκείνο το δωμάτιο με τη γλυκειά μελωδία που ακουγόταν πίσω απ’ την πόρτα, με τα κελαϊδίσματα των πουλιών που έρχονταν από την άλλη πόρτα που έβλεπε στον κήπο, τον κελαρυστό ήχο του νερού από τον μικρό τεχνητό καταρράκτη που βρισκόταν κάπου εκεί έξω και τη μυρωδιά από τα άνθη της πορτοκαλιάς , κυρίως όμως με την παντοδύναμη παρουσία του γέρο σοφού που καθόταν στο ψάθινο χαλάκι του στη μέση του δωματίου, ακίνητος, γαλήνιος, ένοιωσα για μια στιγμή πως αν υπήρχε ο Παράδεισος στον οποίο πιστεύαμε εμείς οι Χριστιανοί, κάπως έτσι πρέπει να ήταν.
Μού ‘δειξε με το χέρι να κάτσω μπροστά του, πράγμα που αμέσως έκανα. Ο διερμηνέας στάθηκε πιο πίσω μου όρθιος και με τη βοήθεια του έγινε ο ακόλουθος διάλογος.
- Σ’ ακούω ξένε…. μου είπε.
- Σεβαστέ Δάσκαλε…. αποκρίθηκα εγώ… δεν κρύβω ότι ο λόγος που ήρθα μέχρι εδώ ήταν η περιέργεια και μόνον που μου δημιουργήθηκε μετά από τα τόσα που είχα ακούσει για σένα. Όμως τώρα πια, πλησιάζοντας σε, νοιώθω μεγάλη επιθυμία να σου εμπιστευθώ ένα προσωπικό μου πρόβλημα σαν κι αυτά στα οποία δίνεις λύση και όχι να αναζητήσω τη μέθοδο και την πηγή της σοφίας για την οποία πια καμμία αμφιβολία δεν έχω ενώ πριν είχα και για αυτό αισθάνομαι ντροπή και σου ζητάω ταπεινά συγνώμμη.
- Ο Θεός, νεαρέ ξένε, είναι άπειρος μες στη σοφία Του και τα έργα Του όλα, στα οποία Αυτός βρίσκεται, θαυμάσια. Το άνθος της πορτοκαλιάς είναι πιο σημαντικό από μένα και η μνήμη του παγωνιού που ζει διακόσια χρόνια λέει πως ένα βρέφος που κολυμπά μέσα στα ζεστά νερά της λίμνης, κι εγώ, δεν είμαστε παρά το ίδιο πράγμα. Ο ήχος που κάνουν οι χορδές του πον-γινκ που η τρισέγγονή μου παίζει έξω από το δωμάτιο τούτο μου λένε ότι η μητέρα σου ανέθρεψε ευγενικό βλαστό. Μ’ όλη την καλή μου διάθεση ακούω το πρόβλημα σου.
Κι όπως με κοίταγε κατάματτα, εγώ του είπα:
- Στην πατρίδα μου Δάσκαλε, που ονομάζεται Βενετία, ζει μια κόρη, γόνος ευγενικής γενειάς και παιδί ενός άρχοντα σεβαστού, αξιότιμου και καλού. Τους τελευταίους μήνες, πριν ξεκινήσω το μακρινό μου ταξίδι στη θαυμαστή σας χώρα, η ομορφιά και η χάρη της κόρης αυτής μου σκλάβωσαν την καρδιά. Είναι όμως μικρή σε ηλικία και έτσι, από σεβασμό σ’ αυτήν και τον άρχοντα πατέρα της, δε μπόρεσα να της φανερώσω τα αισθήματα μου.Τη μέρα πριν την αναχώρηση μου επισκέφθηκα τον πατέρα της και του μίλησα για τις προθέσεις μου και του ζήτησα να περιμένει την επιστροφή μου πριν δώσει την κόρη του σε γάμο. Εκείνος μου είπε πως μετά χαράς θα με έκανε γαμπρό του και πως αν επέστρεφα από το ταξίδι μου στον καθορισμένο χρόνο και η κόρη του θα συμφωνούσε, τότε θα μού’ δινε το χέρι της και μέχρι να γυρίσω εγώ θα απέρριπτε κάθε άλλη πρόταση απ’ οποιονδήποτε αυτή κι αν προερχόταν. Όλον αυτόν τον καιρό που λείπω Δάσκαλε ζω κάθε στιγμή με την εικόνα της και με τη γλυκειά προσδοκία να τη δω ξανά αλλά και με ανησυχία μεγάλη μήπως εκείνη δε με θέλει. Τι μπορώ να κάνω για να με αγαπήσει και να με δεχτεί για άντρα γιατί είναι κάτι που θέλω όσο τίποτα άλλο και ξέρω πως με τη γυναίκα αυτή δίπλα μου θά ’μαι ευτυχισμένος για τη ζωή μου όλη. Τη συμβουλή σου περιμένω με κάθε σεβασμό!
Σώπασε για λίγο και μετά είπε: - Τραγανιστή πάπια.
- Ορίστε;;;
- Τραγανιστή πάπια.
Κοίταξα λοξά το διερμηνέα μου μα εκείνος σήκωσε τους ώμους δείχνοντας μου ότι μετέφραζε σωστά παρ’ όλο που η απάντηση του φαινόταν κι αυτουνού αλλόκοτη.
- Συγνώμη Δάσκαλε, μα δεν καταλαβαίνω.
- Η πείρα και η γνώση που κρύβονται στις σπηλιές των χιονισμένων βουνών κάτω από τεράστια μαγικά λουλούδια, οι παλιές γραφές που είναι σκαλισμένες στα τοιχώματα του μεγάλου πηγαδιού που τώρα πια κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται, τα όσα έχει πει η άσπρη εκείνη κουκουβάγια που μίλαγε με ανθρώπινη λαλιά και όσα μού ‘λεγε ο παππούς μου, πού ΄χε το ίδιο χάρισμα με μένα, τις άγριες νύχτες του χειμώνα δίπλα στη φωτιά, όλα συμφωνούν πως η λύση στο πρόβλημα σου είναι η τραγανιστή πάπια. Ένα φαγητό Κινέζικο που μαγείρευαν οι αρχαίοι πρόγονοι μας τόσο παλιά που εκεί που τώρα βρίσκονται τα ανάκτορα, ήτανε κάμποι με χλόη ψηλή όσο το μπόι ενός ανθρώπου και βοσκούσαν εκεί πέρα τα κοπάδια των μαμμούθ. Θα σου δώσω γραμμένη τη συνταγή με τα υλικά και ακριβείς οδηγίες. Θα ακολουθήσεις το γραφτό πιστά και θα ετοιμάσεις το φαγητό. Θα την καλέσεις να φάει μαζί σου και δε θα τις φανερώσεις τον έρωτα σου ούτε στιγμή, μόνο θα φροντίσεις να αδειάσει το πιάτο της. Θα τη συνοδεύσεις στο σπίτι της σα να μη συμβαίνει τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί που θα ξυπνήσει, θά ’ναι δικιά σου. Θα πω να σου ετοιμάσουν ένα αντίγραφο της συνταγής να πάρεις μαζί σου. Πήγαινε τώρα ξένε και να ‘ναι ο δρόμος σου ευτυχισμένος.
Πήδηξα πάνω τρέμοντας από ενθουσιασμό.
- Δάσκαλε, είπα, δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Γέμισες την καρδιά μου με χαρά. Θα σε θυμάμαι για πάντα. Στο βιβλίο που γράφω για το ταξίδι μου, θα σε μνημονεύω σε κεφάλαιο ιδιαίτερο ώστε οι γενιές που θάρθουν, στον τόπο μου, να μάθουν για τη μεγαλωσύνη σου και θα μιλήσω στους σοφούς της πατρίδας μου για σένα και αν θέλεις κάτι από μένα θα κάνω τα πάντα να στο δώσω και….
Με διέκοψε με ένα νεύμα που σήμαινε πως όλα αυτά δεν είχαν νόημα για αυτόν.
- Μόνο πρόσεξε, είπε. Σου λέω ξανά να εκτελέσεις πιστά τη συνταγή και σου δηλώνω πως χέρι όχι Κινέζικο μπορεί και να μην πετύχει. Αυτά.
Μες στον ενθουσιασμό μου δεν έδωσα σημασία ιδιαίτερη. Σηκώθηκα, υποκλίθηκα και παίρνοντας μαζί μου το διερμηνέα, βγήκαμε απ’ το δωμάτιο. Ο νεαρός του σπιτιού μου έδωσε το αντίγραφο της συνταγής, που το φύλαξα βαθιά στον κόρφο μου. Συναντήσαμε τους υπόλοιπους της συνοδείας και φύγαμε από το χωριό.
Από τη στιγμή εκείνη και μετά οι ώρες και οι μέρες περνούσαν εκπληκτικά γρήγορα. Οτιδήποτε κι αν γινόταν, οπουδήποτε κι αν βρισκόμουν, μου ήταν όλα τόσο αδιάφορα ώστε ουσιαστικά μόνο το σώμα μου ήταν παρόν. Διότι το μυαλό μου, ήταν μονίμως αλλού. Δύο σκέψεις τριγυρνούσαν συνέχεια στο μυαλό μου, η μια εναλλασσόταν με την άλλη χωρίς να παρεμβάλλεται άλλο τίποτα και έτσι δικαιολογείται η κατάσταση μου – θέλω να πω όταν βρίσκεται κανείς σε μια τέτοια κατάσταση, χάνει την αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Οι δύο έμμονες ιδέες, οι δυο μοναδικές μου σκέψεις αφορούσαν δύο θηλυκά. Την όμορφη Βενετσάνα μου και την πάπια. Άλλο δεν ήθελα παρά να γυρίσω στη Βενετία, να μαγειρέψω την τραγανιστή πάπια, να ταΐσω την αγαπημένη μου και να κερδίσω για πάντα την καρδιά της. Έτσι λοιπόν περνούσα τον καιρό μου και οι μόνες στιγμές που ξαναποκτούσα επαφή με την πραγματικότητα, ήταν όταν χωνόμουνα στην κουζίνα του Παλατιού και με τη βοήθεια των μαγείρων, με τη συνταγή στο χέρι, έφτιαχνα τραγανιστή πάπια πάλι και πάλι ώσπου στο τέλος έμαθα πια να εκτελώ τη συνταγή με κλειστά μάτια και είχα –υπολογίζω- όταν έφθασα στο σημείο αυτό, μαγειρέψει τουλάχιστον τέσσερα – πέντε κοπάδια πάπιες τραγανιστές. Το άλλο που έκανα ήταν να φροντίσω να προμηθευτώ γενναίες ποσότητες από τα υλικά εκείνα που απαιτούσε η συνταγή και δεν ήταν απαραίτητα φρέσκα, συνεπώς μπορούσαν να αντέξουν το μακρινό ταξίδι της επιστροφής. Αυτή η ενέργεια βέβαια, ήταν ολωσδιόλου άνευ ουσίας γιατί – δεν ξέρω αν το’πα και πιο πριν – τα υλικά της συνταγής ήταν απλούστατα και θα μπορούσα εύκολα να τα βρω και στην πατρίδα. Όμως εμένα με γέμιζε αυτοπεποίθηση να ξέρω ότι τα έχω όλα έτοιμα εκτός από λίγα φρέσκα λαχανικά τα οποία θυμόμουν καλά ότι φύτρωναν σε αφθονία στον κήπο του σπιτιού μου, και το σημαντικότερο……… την πάπια!
Μ’ αυτά και μ’αυτά λοιπόν, ο καιρός περνούσε. Φρόντισα κι εγώ να επισπεύσω διάφορες διαδικασίες, να ακυρώσω εκδρομές, επισκέψεις, συναντήσεις και κυρίως να συντομεύσω την οργάνωση του ταξιδιού της επιστροφής. Και έτσι έφτασε η μέρα της αναχώρησης μας. Με λαμπρές τελετές και με ενθουσιασμό μεγάλο, τόσο οι επίσημοι όσο και ο λαός, μας αποχαιρέτησαν και το καραβάνι μας ξεκίνησε. Στο ταξίδι μου συνέβαινε ότι και τον τελευταίο καιρό στην Κίνα. Δεν ένοιωθα τις μέρες που περνούσαν, το κρύο, τη ζέστη, την κούραση, μόνο εκείνη σκεφτόμουν και είχα την εικόνα της στο μυαλό μου, άσε που την έβλεπα κιόλας μπροστά μου. Σ΄ένα σύννεφο στον πρωϊνό ουρανό, στην επιφάνεια ενός βράχου, στο πρόσωπο μιας νεαρής αγρότισσας που μας κούναγε το χέρι από το πλάι του δρόμου καθώς περνούσαμε καλπάζοντας.
Μια φορά μάλιστα, - μόλις που είχε ανατείλει ο ήλιος, θυμάμαι, ενώ εμείς είχαμε ξεκινήσει μια ώρα τουλάχιστον πριν – την είδα πιο ωραία από ποτέ, μέσα σε μια μικρή λιμνούλα, στη ρεματιά κάτω από το δρόμο, με τα μάτια της να μου γελάνε και τα μαλλιά της να κυματίζουν απαλά όμοια με την επιφάνεια του νερού. Τράβηξα, θυμάμαι, δυνατά τα χαλινάρια του αλόγου και το σταμάτησα. Στηρίχτηκα με τα δυο χέρια στο μπροστινό μέρος της σέλλας και κοίταζα απορροφημένος από κει πάνω, τη γυναίκα – λίμνη κάτω χαμηλά και ξαφνικά η θεϊκή μορφή, πάει, έσπασε σε μικρά κομματάκια κι αμέσως μετά χάθηκε τελείως καθώς κάτι ανατάραζε τα νερά κι ένας κόμπος σφίχτηκε στο στομάχι και την καρδιά μου – κακοσημαδιά σκέφτηκα. Μα μετά που ηρέμησαν οι αφροί και τα νερά, τι λέτε πως είδα; Πάνω στη λίμνη να πλέει καμαρωτή, αφήνοντας πίσω της δύο βαθιά αυλάκια, μια καφεγαλαζοπράσινη πάπια, γυαλιστερή, πανέμορφη, με άσπρο δαχτυλίδι στο λαιμό κι όμορφα σα χάντρες κόκκινα, μάτια. Το γεγονός το θεώρησα καλό οιωνό σε τέτοιο σημείο που είχα κέφι ανεξάντλητο για όλη την επόμενη εβδομάδα και όλη μα όλη εκείνη την ημέρα τραγουδούσα πάνω στο άλογο μου, με δυνατή φωνή – και να σημειώσω ότι δεν είμαι καθόλου καλλίφωνος (και είναι αυτό ένα από τα πράγματα που δεν έγινα όπως θα επιθυμούσε η μητέρα μου να γίνω) – μέχρι που οι υπασπιστές και οι αχθοφόροι άρχισαν να με κοιτάνε καχύποπτα. Μετά από δικές μου εντολές ο ρυθμός του ταξιδιού ήταν εξαντλητικά γοργός και καταφέραμε τελικά να φτάσουμε στην πατρίδα στο ένα τρίτο του χρόνου που είχαμε κάνει όταν πηγαίναμε. Πολλά μίλια πριν τη Βενετία ο κόσμος είχε αρχίσει να βγαίνει στο δρόμο να μας προϋπαντήσει, να μας ραίνει με λουλούδια, να προσφέρει φρούτα, δροσερό νερό, φιλοξενία – το νέο του ερχομού μας είχε διαδοθεί παντού – εμείς όμως προχωρούσαμε γρήγορα χωρίς στάσεις, εκτός από τις απόλυτα αναγκαίες . Το τελευταίο βράδυ κοιμηθήκαμε σε ένα πανδοχείο. Ο ιδιοκτήτης μας περιποιήθηκε τόσο πολύ που φεύγοντας, εκτός από γενναία αμοιβή – ενώ δεν ήθελε χρήματα καθόλου – του έδωσα επίσης ένα ζευγάρι κεντητές μεταξωτές παντόφλες γι αυτόν και μια υπέροχη βεντάλια για τη γυναίκα του και του εξήγησα ότι είναι αντικείμενα από τη μακρινή χώρα που είχα πάει.
Ξύπνησα πολύ-πολύ πριν φέξει. Υπολόγιζα ότι θα φτάναμε στη Βενετία, μεσημεράκι. Κέντριζα το άλογο μου κι έτρεχα πιο γρήγορα και πιο γρήγορα ενώ οι υπόλοιποι με προσπάθεια μεγάλη με ακολουθούσαν. Προς το μεσημέρι, λίγη ώρα πριν μπούμε στην πόλη, είχα συγκρατήσει τον καλπασμό του αλόγου και προχωρούσα πιο αργά απολαμβάνοντας την υπέροχη προοπτική που τον τελευταίο καιρό γέμιζε την ψυχή μου και τώρα δεν απείχε παρά μόνο λίγες ώρες η στιγμή για να πραγματοποιηθεί. Έτσι αφηρημένος που ήμουν καθώς ονειροπολούσα, ξαφνιάστηκα πολύ από ένα θόρυβο που άκουσα απ’ τον ουρανό ακριβώς από πάνω μου. Το τίναγμα μου τρόμαξε το άλογο που άρχισε να τινάζεται κι αυτό, να χλιμιντρίζει και να σηκώνεται στα πίσω πόδια, όμως αμέσως σχεδόν το ησύχασα και το έκανα να υπακούσει γιατί ήταν ζώο καλό κι εκπαιδευμένο. Κοίταξα να δω τι ήταν αυτό που με είχε ξαφνιάσει. Προς τα δεξιά μου, στο πλάι του δρόμου, ένα κοπάδι πουλιά έπεφτε μέσα στις λόχμες και τους ψηλούς θάμνους. Άκουσα τον ήχο απ’ τις φτερούγες τους που μετά σταμάτησε καθώς κατέβηκαν στο έδαφος και ίσα με την άκρη του ματιού μου που είδα κάποια απ’ αυτά. Δεν είδα, πιο πολύ από τον ήχο των φτερών συμπέρανα ότι ήταν μεγάλα πουλιά. Μα υποψία γεννήθηκε μέσα μου, ξεκρέμασα τη βαλλίστρα μου και πήρα στο χέρι δυο βέλη. Ξεπέζεψα και σκυφτός κι όσο πιο ήσυχος μπορούσα μπήκα μέσα στους θάμνους. Λίγο μετά οι θάμνοι άνοιγαν κι υπήρχε εκεί ένα ξέφωτο όπου κυλούσε ένα ποτάμι. Τα πουλιά ήταν εκεί. Ήταν πάπιες! Η καρδιά μου χοροπήδησε μες στο στήθος. Στέκονταν εκεί και τσιμπολογούσαν στο χώμα, μερικές χτύπαγαν τα φτερά τους να τα ξεμουδιάσουν κι άλλες είχαν αρχίσει να αργοπλατσουρίζουν στο νερό. Όμως δεν είχαν προλάβει ακόμα να χαλάσουν τελείως το σχηματισμό που είχαν όταν πετούσαν. Δυο γραμμές δηλαδή που φτιάχνανε παίρνοντας θέση η μία πίσω από την άλλη και οι γραμμές αυτές ενώνονταν στη μια τους άκρη φτιάχνοντας έτσι μία γωνία. Στην κορυφή υπήρχε μια πάπια πιο μεγάλη και πιο εντυπωσιακή από τις άλλες και φανερά πιο όμορφη από τις υπόλοιπες. Προφανώς ήταν αρχηγός, αυτή που όταν πετούσαν πήγαινε μπροστά κι έδειχνε το δρόμο. Τώρα αφού επιθεώρησε για λίγο τις υπόλοιπες, με μια όλο σιγουριά κίνηση γλίστρησε μέσα στο νερό κι άρχισε να πλέει όλο καμάρι, απολαμβάνοντας τη δροσιά. Πιο σπουδαία πάπια δεν είχα ξαναδεί ποτέ κι αμέσως αποφάσισα πως η μοίρα την έστειλε για να με βοηθήσει να πετύχω τον ευγενικό σκοπό μου. Στήριξα το βέλος στη βαλλίστρα και τη σημάδεψα. Ποτέ μου δεν υπήρξα κυνηγός και τη λυπήθηκα έτσι όπως στόχευα κι αυτή «κολυμπούσε» ανέμελη. «Είναι για καλό και για ευτυχία» της είπα, αλλά μιλώντας στον εαυτό μου, κι έριξα. Το βέλος τη χτύπησε καίρια. Μπήκα στο νερό μέχρι τα γόνατα, τη μάζεψα, επέστρεψα στο άλογο μου και τη στήριξα στη σέλλα.
Ξεκινήσαμε ξανά και μετά από λίγο φτάσαμε στη Βενετία. Υπό άλλες συνθήκες, η υποδοχή που μου έγινε θα ήταν από τα πιο σημαντικά πράγματα που συνέβησαν στη ζωή μου. Όμως με την αγωνία για την έκβαση του σχεδίου μου, που θα εφαρμοζόταν σε λίγο, με την προσμονή και τον πόθο να πάλλονται μέσα μου σαν κάτι ζωντανό, αντιμετώπισα την υποδοχή αυτή σαν απόμακρο και δευτερεύον γεγονός. Δε θέλω να υποτιμήσω την περίσταση, απλώς θέλω να πω ότι αν ήμουν απερίσπαστος, το καμάρι και η περήφανη συγκίνηση που ένοιωσα θα ήταν συναισθήματα σαρωτικά καθώς αντίκρυσα την πόλη όλη σημαιοστολισμένη, στρατιωτικά αγήματα να αποδίδουν τιμές, χιλιάδες λαού να ζητωκραυγάζει και να μας ραίνει με λουλούδια, φωνές που υψώνονταν και καλωσόριζαν τη «Δόξα της Βενετίας» και τους επίσημους: τον επίσκοπο, το ναύαρχο, τον ίδιο το Δόγη και ω! τη Μεγαλειότητά Του, το Διάδοχο να περιμένουν για να με συγχαρούν.
Με διπλωματία και επιδεξιότητα τέτοια που θαύμασα τον εαυτό μου κατάφερα να φερθώ με κάθε ευγένεια και σεβασμό, αλλά συνάμα και να μεταθέσω όλες τις προς τιμήν μου εκδηλώσεις, τις προσκλήσεις, τις δεξιώσεις και όλα αυτά για την αυριανή μέρα προφασιζόμενος εξάντληση από το μακρινό – α! πόσο μακρινό – ταξίδι.
Έσπευσα στο σπίτι μου κι αφού δέχθηκα τις φιλοφρονήσεις και την ειλικρινή, όλο αγάπη, υποδοχή του υπηρετικού μου προσωπικού, πήρα παράμερα την πιστή μου μαγείρισσα, μια παχουλή, καλόβουλη κυρία και πήγαμε στην κουζίνα όπου της εξήγησα διεξοδικά τι ήθελα από αυτήν. Της έδωσα οδηγίες για τις βασικές προετοιμασίες. Την ώρα που έφευγα την είδα να έχει ξεκινήσει το ξεπουπούλιασμα της πάπιας.
Είχα ήδη στείλει αγγελιοφόρο και έτσι με περίμεναν στο σπίτι της μέλλουσας συντρόφου μου!! Με υποδέχτηκε ο πατέρας της με συγχαρητήρια και εξαίροντας την τόλμη, το σθένος και τα δεκάδες άλλα προτερήματα μου και μεταξύ ατελείωτων φιλοφρονήσεων μου δήλωσε ότι είχε μείνει πιστός στη συμφωνία που είχαμε κάνει πριν φύγω και πως μόνο η συγκατάθεση της κοπέλλας απέμενε για να ξεκινήσουμε αμέσως τις πρέπουσες ενέργειες. Δήλωσα ξανά τον απεριόριστο σεβασμό μου και ζήτησα την άδειά του να καλέσω τη μικρή στο σπίτι μου για δείπνο. Δέχτηκε αμέσως κι έστειλε μια υπηρέτρια να την ειδοποιήσει και να της ανακοινώσει την πρόσκλησή μου.
Εκείνη μπήκε στο δωμάτιο, μια μικρή θεά!! Δέκα φορές πιο όμορφη απ’ ότι την είχα αφήσει, με τα μαλλιά της ξέπλεκα και τα μάτια – που όμοια δεν είχα ξαναδεί – να λάμπουν, κινιόταν με τη χάρη της λαφίνας, έδειξε μεγάλη χαρά που με είδε, μού ΄δωσε το λευκό χεράκι της να φιλήσω, τόσο απαλό, τόσο φίνο, τόσο ευωδιαστό, τόσο δροσερό που ήταν σαν το ακούμπησα με τα χείλη μου – η καρδιά μου χόρευε τόσο μες στο στήθος μου που νόμισα ότι θα πεταχτεί έξω και σταύρωσα τα μπράτσα μου σφιχτά να την εμποδίσω, παρ΄όλο που δεν ήταν τούτη η πλέον αρμόζουσα στάση.
Όταν της είπε ο πατέρας της την πρόταση μου, κοκκίνησε και δήλωσε ότι την τιμά πολύ και ευχαρίστως θα δεχόταν. Πήγα να λιποθυμήσω. Φεύγοντας κατέβαινα πέντε – πέντε τα σκαλιά και πήδαγα σαν παιδάκι του σχολείου από την χαρά μου.
Φτάνοντας σπίτι άρχισα να φροντίζω για όλες τις λεπτομέρειες. Το τραπεζομάντηλο, τα κηροπήγια, το σερβίτσιο – από Κινέζικη πορσελάνη, το είχα φέρει μαζί μου ειδικά γι αυτό το σκοπό -, το καλύτερο κρασί απ’ το κελλάρι μου, ένα μικρό σύνολο που θα έπαιζε μουσική κάτω στον κήπο και πολλά ακόμη. Δεν άφησα στην τύχη το παραμικρό.
Μετά χώθηκα στην κουζίνα και με βοηθό τη μαγείρισσα έβαλα όλη μου την τέχνη κι ετοίμασα την πάπια. Μια μικρή δοκιμή με έπεισε ότι ξεπέρασα τον εαυτό μου και χωρίς ίχνος έπαρσης πιστεύω ότι η τραγανιστή μου πάπια θα αποσπούσε ευνοϊκότατα σχόλια ακόμα και από τους πιο απαιτητικούς Κινέζους μαγείρους.
Αφού ντύθηκα και στολίστηκα κάθισα και την περίμενα μ’ένα ποτήρι κρασί. Δεν είχα πια καθόλου αγωνία, μόνο μια ήρεμη αυτοπεποίθηση. Ένοιωθα την παρουσία του Κινέζου σοφού πολύ κοντά μου, ήξερα ότι είχα κατά γράμμα ακολουθήσει τις οδηγίες του κι ήξερα επίσης πως ότι εκείνος έλεγε, έβγαινε πάντα αλήθεια.
Ήρθε ακριβώς την ώρα που είχαμε συμφωνήσει.
Φορούσε βραδυνό, επίσημο ένδυμα. Είχε τα μαλλιά της χτενισμένα προς τα πίσω, πιασμένα σε κοτσίδα με μια διαμαντένια καρφίτσα. Κι άλλα πολύτιμα κοσμήματα στόλιζαν τα δάχτυλα, το λαιμό και τα αυτιά της. Επίσης είχε ελαφρά βαμμένα τα χείλη και τα μάτια. Ήταν όμορφη, όμορφη όπως πάντα με ένα διαφορετικό όμως είδος ομορφιάς από εκείνο το κοριτσίστικο που εγώ είχα συνηθίσει. Με αυτήν την εμφάνιση σού’δινε πιο πολύ την εντύπωση όχι μιας ωραίας κοπέλλας αλλά μάλλον μιας ωραίας γυναίκας! Ενθουσιάστηκα. Την κάθισα απέναντι μου στο τραπέζι. Διακριτικά της είπα ότι ήταν πολύ όμορφη απόψε. Κοκκίνησε και χαμήλωσε τα μάτια. Μ΄ευχαρίστησε για τη φιλοφρόνηση μου αλλά και για την πρόσκληση μου που την έκανε πολύ χαρούμενη και την τιμούσε πολύ. Ήταν πάντως, στην αρχή, πολύ ντροπαλή και συγκρατημένη. Η ατμόσφαιρα όμως, το φως των κεριών δηλαδή, οι μελωδίες των μουσικών απ’ τον κήπο, ο τρόπος που της μιλούσα και όσα της έλεγα αλλά κυρίως δύο ποτήρια κρασί, την έκαναν να νοιώσει άνετα και να αρχίσει να αντιδρά πιο αυθόρμητα. Η δική μου συμπεριφορά ήταν πιστεύω άψογη. Κατάφερα να ελέγξω τόσο πολύ τον εαυτό μου που ούτε στα μάτια μου δε φάνηκε η αχόρταγη επιθυμία μου για εκείνη. Μόνο μιλούσα και μιλούσα συνεχώς. Και όχι για άλλο πράγμα παρά μόνον για όσα είχαν σχέση με το ταξίδι μου. Είχα διαλέξει τα πιο παράξενα, τα πιο ενδιαφέροντα και τα πιο διασκεδαστικά απ΄όσα μου συνέβησαν και της εξιστορούσα. Και κείνη πότε άνοιγε διάπλατα τα μάτια από ενθουσιασμό, πότε προσηλωνόταν με προσοχή μεγάλη, και πότε γελούσε αυθόρμητα. Έδειχνε να περνάει πολύ καλά. Κάποια στιγμή σερβιρίστηκε η πάπια. Για μια στιγμή γέμισα άγχος τρομερό γιατί σκέφτηκα κάτι που μέχρι τότε δε μού΄χε περάσει απ’ το μυαλό, ότι δηλαδή το φαγητό μπορεί να μην της άρεσε. Τη στιγμή που έβαλε την πρώτη μπουκιά στο στόμα της μού’ χε κοπεί η ανάσα και μόνον όταν άφησε ένα επιφώνημα επιδοκιμασίας αισθάνθηκα καλά και πάλι. Συνεχίσαμε να τρώμε, να πίνουμε και να μιλάμε. Άδειασε όλο της το πιάτο και μάλιστα έφαγε και για συμπλήρωμα μια μικρή φτερούγα.
Όλα είχαν πάει καλά. Πιο ικανοποιημένος δε θα μπορούσα να είμαι. Η ώρα περνούσε και δεν έδειχνε καμμία διάθεση να φύγει. Της υπενθύμισα όμως ότι παρ΄ όλο που η συντροφιά της μου έδινε μεγάλη χαρά, ήταν πρέπον να επιστρέψει σπίτι της. Για να πάμε έως εκεί, χρησιμοποιήσαμε τη δική μου άμαξα. Όταν φθάσαμε κατέβηκα πρώτος και βοήθησα και εκείνη να κατέβει (ένοιωσα ρίγη καθώς την άγγιξα). Ευχαριστήσαμε ο ένας τον άλλον για την ωραία βραδυά, είπαμε καληνύχτα κι εκείνη ανέβηκε τις σκάλες του σπιτιού, μετά κοντοστάθηκε λίγο, γύρισε, μου χαμογέλασε (ένα χαμόγελο όλο γλυκειές υποσχέσεις) και μπήκε μετά γρήγορα γρήγορα μες στο σπίτι. Εγώ επέστρεψα στο δικό μου. Τα είχα καταφέρει! Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα τόσο καλά όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου.
Ξύπνησα νωρίς. Καλωσόρισα τον ήλιο, το ξύπνημα των γειτόνων μου και το δροσερό πρωινό αεράκι. Όταν η ώρα μου φάνηκε κατάλληλη, ξεκίνησα για το σπίτι της αγαπημένης μου. Βρήκα την εξώπορτα κλειστή. Χτύπησα…. Κανείς. Χτύπησα πάλι, πιο δυνατά. Άκουσα κίνηση από μέσα. Ξεκλείδωσαν την πόρτα και την άνοιξαν. Φάνηκε μια ηλικιωμένη υπηρέτρια με μάτια κατακόκκινα και βουρκωμένα που τα σκούπιζε με ένα μουσκεμένο μαντήλι, ολοφάνερα σημάδια ότι είχε πλαντάξει στο κλάμμα! Κάτι δυσοίωνο άρχισε να πλανιέται στην ατμόσφαιρα.
- Μπορώ να δω τη νεαρή κυρία σου; Ρώτησα.
Και να που ξέσπασε σε κλάμματα γοερά, μου άρπαξε το χέρι και άρχισε να το φιλάει.
- Αχ! Αφέντη μου. Αχ! Αχ! Μουρμούρισε.
- Μα τι συμβαίνει καλή μου; Τη ρώτησα σφίγγοντας της το χέρι.
- Αχ! Αφέντη μου. Αχ! Κακό που μας βρήκε!
- Γυναίκα, θα μιλήσεις καθαρά; της είπα με αυστηρό τόνο.
Και κείνη αποκρίθηκε κομπιάζοντας από τα αναφιλητά.
- Αχ! ευγενικέ μου αφέντη. Συμφορά μεγάλη βρήκε το σπιτικό τούτο. Χτες τη νύχτα η κόρη του κυρίου κλέφτηκε κρυφά με το Μάριο, κείνον τον ψηλό, το μελαχροινό γονδολιέρη που περνάει τα κανάλια τραγουδώντας κι όλες οι γυναίκες σκύβουνε να τον δουν κι είναι όλες, παντρεμένες κι ανύπαντρες ερωτευμένες μαζί του, τόσο όμορφος αληθινά που είναι, σαν άγαλμα αρχαίο, πλάνεψε και το δικό μας το κορίτσι, πού΄χανε μαζί έρωτα κρυφό, ένα χρόνο τώρα. Ήρθε το βράδυ και την πήρε μαζί του την περιστέρα μας, ποιος ξέρει που την πήγε, καταραμένος να’ναι, με την ομορφιά του τη γέλασε και σκόρπισε την απελπισία στο σπίτι τούτο. Αχ! Ο κύριος μου ο δύστυχος είναι πάνω τώρα ξαπλωμένος, έχουν έρθει οι γιατροί, δε μιλάει, δεν κουνιέται – μου φαίνεται πως θα πεθάνει. Έλα αφέντη μου πάνω, έλα να του μιλήσεις, να τον καλοπιάσεις, εσένα που σε σέβεται και…..
Εκείνη μίλαγε αλλά είχα πάψει πια ν’ ακούω. Γύρισα κι έφυγα. Παραπατώντας προχωρούσα σα χαμένος. Μόλις βρέθηκα στο πρώτο κανάλι, κατέβηκα τα σκαλοπάτια που φτάνανε ως κάτω στο νερό και τα χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες και οι επιβάτες για να μπαίνουν στις γόνδολες, σωριάστηκα στο τελευταίο σκαλί και κοίταγα αποσβολωμένος τα θολά νερά του καναλιού.
Πώς ήταν δυνατόν; Δε μπορούσα να το πιστέψω αυτό που μου συνέβαινε! Όλα γκρεμίστηκαν. Καταστροφή. Μα γιατί, γιατί; Αφού όλα είχαν πάει καλά, λάθος δεν είχα κάνει κανένα. Πήγαινα να χάσω το μυαλό μου. Και τότε κάτι αναδεύτηκε στο βάθος των θολών νερών. Μια μαύρη σκιά πλησίασε για λίγο προς την επιφάνεια κι έπειτα χάθηκε ξανά. Ήτανε μάλλον ένα από τα σκουρόχρωμα εκείνα ψάρια που ζούνε βαθιά μες στο κανάλι. Κι έτσι όπως η μαύρη μορφή του φάνηκε μες στη θολούρα, έτσι όπως ξεχώρισε για μια στιγμή και διαγράφηκε καθαρά έτσι και μες στο μπερδεμένο μου μυαλό σχηματίστηκε με μιας η εξήγηση για ότι συνέβει.
Δεν είχα δώσε σημασία, τό’χα τελείως ξεχάσει. Να όμως που το θυμήθηκα ξαφνικά.
Μ’είχε προειδοποιήσει ο γέρο σοφός, μου το’χε πει πως δεν ήξερε, δε μπορούσε να εγγυηθεί για την επιτυχία εάν το χέρι που μαγείρευε την πάπια δεν ήτανε Κινέζικο. Και την πάπια τη μαγείρεψα εγώ που είμαι Βενετσάνος και όχι Κινέζος και σα να’κανα κάποιου είδους ιεροσυλία, κάτι άπρεπο, οι Κινέζοι θεοί δεν ήταν μαζί μου, με μένα τον ξένο. Και όταν το μυαλό και η λογική ικανοποιήθηκαν με την εξήγηση που απαιτούσαν, τότε μαύρισε η ψυχή και ήρθε η δυστυχία. Η δυστυχία πού’κανε την καρδιά μου σπίτι της από εκείνη τη στιγμή και δεν έχει φύγει λεπτό μέχρι τα τώρα που γράφω τούτες τις γραμμές, παρ’όλο που έχει περάσει ένας χρόνος.
Να, μόνο τις τελευταίες μέρες που αποφάσισα να ξεκινήσω να γράφω τις αναμνήσεις από τα ταξίδια μου, είμαι λίγο καλύτερα λες και το γράψιμο απαλύνει τον πόνο. Ελπίζω ο καλός θεός να με βοηθήσει να απαλλαχτώ από το αβάσταχτο βάρος πού’χει πλακώσει τη ζωή μου γιατί δε μπορώ να το αντέξω για πολύ ακόμα. Η ευσπλαχνία Του είναι η μόνη μου σωτηρία.
Όμως για Σένα, για Σένα Ευγενικέ Αναγνώστη, στο τέλος τούτου του γραφτού παραθέτω τη συνταγή όπως ακριβώς την πήρα από τον Κινέζο γερό σοφό και σου εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου να καταφέρεις ότι εγώ δεν κατάφερα και να τα φέρει έτσι η τύχη και οι καιροί που θα αλλάξουν, που θα σταθεί δυνατό να φάει η εκλεκτή της καρδιάς σου πάπια τραγανιστή, μαγειρεμένη από χέρι Κινέζικο και να κερδίσεις Εκείνη, μαζί και τη Χαρά.
Το χωριό που πηγαίναμε να επισκεφθούμε είχε το εξής χαρακτηριστικό: ήταν χτισμένο δίπλα ακριβώς στο σημείο που αποτελούσε το Μέσον του Μεγάλου Τείχους. Αυτό μου είχε πει ο γεωμέτρης του Αυτοκράτορα, λίγες μέρες πριν, που βρισκόμασταν στο Παλάτι. Μου είχε μάλιστα παρουσιάσει τη μελέτη του όπου υπήρχε το συνολικό μήκος του Τείχους παρουσιασμένο με έναν αριθμό τόσο μεγάλης ακρίβειας που μου θύμισε τα νούμερα που προκύπτουν όταν οι χρυσοχόοι στην πατρίδα υπολογίζουν το βάρος του χρυσού με ειδικές ζυγαριές.
Η μελέτη περιείχε και έναν χάρτη στον οποίον φαινόταν ολόκληρη η χώρα και το Τείχος. Σε τέσσερα σημεία πάνω στο σχήμα που απεικόνιζε το Τείχος, υπήρχαν κύκλοι με κόκκινο μελάνι και τα τέσσερα αυτά σημεία έμοιαζαν να ισαπέχουν μεταξύ τους. Ο γεωμέτρης μου εξήγησε ότι στην πραγματικότητα εκεί ακριβώς όπου ξεκινούσε το κάθε τέταρτο μήκους του τείχους, υπήρχε χτισμένος ανάμεσα στα δομικά υλικά ένα κομμάτι κόκκινος γρανίτης.
Τα τέσσερα αυτά σημάδια πάνω στο πελώριο κτίσμα βοηθούσαν τους στρατιωτικούς, τους επιστήμονες αλλά και τους απλούς ταξιδιώτες να υπολογίζουν τις αποστάσεις μέσα στις αχανείς εκτάσεις της Αυτοκρατορίας. Όταν τον ρώτησα έκπληκτος πώς είχαν καταφέρει να κάνουν τόσο ακριβείς μετρήσεις χαμογέλασε πλατιά, τα σχιστά του μάτια στένεψαν πιο πολύ ακόμη και υποκλίθηκε ταπεινά ενώ εγώ τον κοιτούσα άφωνος από την έκπληξη και τον θαυμασμό, κατάσταση στην οποία βρισκόμουν τόσο συχνά από τότε που φθάσαμε στην Κίνα, ώστε σχεδόν την είχα συνηθίσει.
Αυτά σκεπτόμουν καθώς προχωρούσαμε πλάι στο Τείχος και πλησιάζαμε στο μικρό χωριό. Όμως άλλος ήταν ο λόγος που με είχε κάνει να αποφασίσω να επισκεφθώ το μέρος εκείνο και όχι η ιδιαιτερότητα της τοποθεσίας.
Πολλές φορές κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στην Αυλή άκουσα να γίνεται λόγος για ένα γέρο σοφό που ούτε λίγο ούτε πολύ τον θεωρούσαν προστάτη των ερωτευμένων. Αν η καρδιά σου, λέγανε, καιγόταν για κάποιον και κείνος δε σού ’δινε σημασία, αν είχες μια αγάπη που είχε αρχίσει σιγά σιγά να σβήνει, αν το ταίρι σου στο πήρε άλλος, άμα εμπόδια, προβλήματα, και δυσκολίες σου φράζανε το δρόμο του έρωτα, πήγαινες σε κείνον κι αυτός με τις σοφές συμβουλές του σού ‘βρισκε πάντα λύση και χάρη σ’ αυτόν «η Αγάπη Βασιλεύει Πάντα στο Βασίλειο» λέγανε οι μικρές δεσποινιδούλες της Αυλής και ξεσπάγανε σε χαχανητά σκεπάζοντας με το χέρι το στόμα τους, καθώς τα μάγουλα τους κοκκίνιζαν.
Μα για το θέμα αυτό μιλούσαν και άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, ώριμοι και σοβαροί, πολλοί δε από αυτούς κατείχαν τέτοια αξιώματα που νομοτελειακά τα λεγόμενα τους είχαν μεγάλο κύρος. Το ιδιότυπο της ιστορίας αυτής καθώς και η συχνότητα με την οποία έφτανε στα αυτιά μου, μου κίνησαν τόσο την περιέργεια ώστε αποφάσισα να επισκεφθώ το γέρο σοφό. Το μέρος όπου αυτός βρισκόταν ήταν το μικρό χωριό στο οποίο τώρα σχεδόν είχαμε φθάσει η συνοδεία μου κι εγώ και το βλέπαμε καθαρά στα δεξιά μας, ανάμεσα σε κήπους. Υπήρχε μπροστά ένα μικρό δρομάκι που ενωνόταν με την κεντρική οδό πλάι στο Τείχος, και περνώντας μέσα από τους κήπους οδηγούσε στο χωριουδάκι. Τη στιγμή που αφήσαμε το μεγάλο δρόμο και μπήκαμε στον μικρό, γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα προς το Τείχος. Εκεί, ακριβώς στο σημείο που ξεκινούσε το παρακλάδι του δρόμου, ανάμεσα στους ογκόλιθους του Τείχους ήταν χτισμένο ένα κομμάτι κόκκινου γρανίτη. Για μια στιγμή νόμισα πως έβλεπα μπροστά μου το σοφό γεωμέτρη να χαμογελά με μετριοφροσύνη…..Προχωρήσαμε.
Κατά μήκος του δρόμου που οδηγούσε στην είσοδο του χωριού, και στη μία και στην άλλη πλευρά, υπήρχαν άνθρωποι κάθε ηλικίας, κοινωνικής τάξης, επαγγέλματος, ιδιότητας, και – κρίνοντας από την ενδυμασία κυρίως – προερχόμενοι από διάφορες περιοχές της χώρας. Και εδώ δε μπόρεσα να μη σκεφθώ και να χαμογελάσω παράλληλα, με το παράδοξο του πράγματος: ότι δύο απομακρυσμένες περιοχές στην Κίνα μπορεί να απείχαν μεταξύ τους όσο οι πιο απομακρυσμένες χώρες στο «δικό μου» κόσμο ή και πιο πολύ ακόμα.
Το παράξενο λοιπόν (λόγω της επιμειξίας) αυτό πλήθος, σχημάτιζε δύο μεγάλες ουρές και οι άνθρωποι περίμενα υπομονετικά. Καθώς συνεχίσαμε να προχωράμε έφιπποι ανάμεσα τους, ορισμένοι διαμαρτυρήθηκαν κι έβαλαν τις φωνές, μόλις όμως πρόσεξαν τα αυτοκρατορικά διακριτικά στη στολή του επικεφαλής της στρατιωτικής συνοδείας, σώπασαν αμέσως και υποχώρησαν υποκλινόμενοι.
Ο λόγος που βρισκόταν εκεί όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος ήταν φανερός. Ήθελαν όλοι να συναντήσουν το γέρο σοφό και να ζητήσουν τη συμβουλή του. Η αγάπη, ο έρωτας ήταν που τους είχε φέρει από τους μακρινούς τους τόπους και τους είχε συγκεντρώσει εδώ και που έκανε να στέκονται δίπλα δίπλα κείνος ο βοσκός ο ντυμένος με προβιές ζώων, που κρατούσε ένα μεγάλο ξύλινο μπαστούνι και είχε μακριά, μπερδεμένα γένεια και μαλλιά, αυτός ο θεόρατος άνθρωπος που ποιος ξέρει από ποιο απομονωμένο και μακρινό βουνό είχε κατέβει, με τη μικρή, λεπτεπίλεπτη χορεύτρια που βρισκόταν πίσω του, που φορούσε ακόμα τα παπούτσια του χορού και ένα μεταξωτό, πολύχρωμο ρούχο που τύλιγε σφιχτά το λυγερό κορμί της κι έκανε τις καμπύλες της να διαγράφονται καθαρά, κι ενώ όλοι οι άντρες που ήταν γύρω την κοίταζαν αχόρταγα, εκείνη γέλαγε ανέμελα και το γέλιο της συνόδευαν οι ήχοι από τα καμπανάκια που κρέμονταν στα βραχιόλια που φόραγε στα χέρια και τα πόδια της. Η πάλι τι σχέση είχε ο λιγνός έμπορος με τη μακριά κοτσίδα και το ριχτό του ρούχο που έτριβε συνεχώς τα χέρια του τό’να με τ’άλλο και κοίταζε γύρω του πονηρά, με το μισθοφόρο πολεμιστή που ήταν ακριβώς απέναντι, στην άλλη σειρά και ήταν αρματωμένος λες και ξεκίναγε για τη μάχη, με τα σπαθιά, τα μαχαίρια, τα τόξα και τα βέλη στερεωμένα σε δερμάτινες ζώνες που τον τύλιγαν, με το σκληρό βλέμμα και τα σημάδια στα μπράτσα, στα πόδια, στο πρόσωπο, ενθύμια σκληρών αναμετρήσεων. Η μήπως υπό άλλες συνθήκες θα ’βλεπε κανείς να κάθονται κουρασμένοι δίπλα δίπλα τούτη δω η σεμνή νοικοκυρά με τα πεντακάθαρα ρούχα και τα στιλπνά, μαύρα της μαλλιά σφιχτά τυλιγμένα στο κεφάλι, που καθάριζε προσεκτικά ένα λωτό και τον έτρωγε κομματάκι κομματάκι και ο οπιομανής με τα ρουφηγμένα μάγουλα, τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, το θολό βλέμμα, τσακισμένος από τις κραιπάλες κι εξαντλημένος από την κατάχρηση του αγαπημένου βοτανιού, να στέκεται παρ’ όλα αυτά με σθένος εκεί και να περιμένει. Ήταν λοιπόν ο Έρωτας με τη δύναμη του που όμοια της δεν υπάρχει, που τους είχε μαζέψει όλους εκεί σαν προφήτης που κηρύττει μια νέα θρησκεία γεμάτη ελπίδα και αγάπη και γαλήνη και όλοι πάνε να τον ακούσουν.
Προχωρήσαμε. Μετά από λίγο φτάσαμε εκεί που τελείωναν οι γραμμές των ανθρώπων, έξω δηλαδή από την αυλή του σπιτιού του γέρο σοφού. Το σπιτάκι ήταν σαν όλα τ’άλλα του χωριού, μικρό και χαριτωμένο, χτισμένο με σκούρο ξύλο. Στην πρόσοψη υπήρχε μια μικρή αυλή με παρτέρια γεμάτα λουλούδια και από την πίσω πλευρά του σπιτιού μπορούσες να διακρίνεις έναν κήπο με πορτοκαλιές που υπήρχε. Ξεπεζέψαμε και ο επικεφαλής αξιωματικός προχώρησε προς το σπίτι για να κανονίσει τη συνάντηση. Μια μικρή κοπέλα βγήκε από το σπίτι για να τον προϋπαντήσει και μόλις είδε τη στολή άρχισε αμέσως τις υποκλίσεις και πισωπατώντας επέστρεψε – υποκλινόμενη – μέσα. Μετά από λίγο ξαναβγήκε, με ένα νεαρό άντρα δίπλα της αυτή τη φορά, και πλησίασαν – με συνεχείς υποκλίσεις – τον αξιωματικό. Οι δύο άντρες μίλησαν και η κοπέλα στεκόταν δίπλα με χαμηλωμένο το βλέμμα.
Σε μια στιγμή ο αξιωματικός έδειξε προς το μέρος μου και γύρισαν κι οι δυο τους και με κοίταξαν με ενδιαφέρον. Μετά η μικρή τους συνομιλία τελείωσε και ξανά οι δυο τους άρχισαν τις υποκλίσεις και μπήκαν μέσα στο σπίτι. Η υπόκλιση, σκέφτηκα, είναι για τους Κινέζους τόσο συνηθισμένη κίνηση όσο για μας οι ελαφρές κινήσεις του κεφαλιού που σημαίνουν κατάφαση ή άρνηση, μόνο που η υπόκλιση συνεπάγεται μια απότομη και μεγάλης έκτασης κίνηση του σώματος και…. τέλος πάντων…. πόσο διαφορετικοί λαοί είμαστε!
Ένας μεσήλικας με ενδυμασία ευγενούς – προφανώς αυτός που μόλις είχε συναντηθεί με το γέρο σοφό βγήκε από το σπίτι. Ο νεαρός άντρας φάνηκε στην πόρτα κι ένευσε ότι ήταν η σειρά μας. Προχώρησα με τον προσωπικό μου διερμηνέα να με ακολουθεί. Αμέσως μετά την αίθουσα υποδοχής ένας διάδρομος οδηγούσε σε μία μισάνοιχτη πόρτα. Στο κατώφλι, δίπλα στην πόρτα, ήταν καθισμένη στο πάτωμα η νεαρή κοπέλλα και έπαιζε μουσική με ένα άγνωστο σε μένα έγχορδο όργανο. Η μελωδία ήταν αργή και νωχελική αλλά και πολύ γλυκειά. Η δεξιοτεχνία της κοπέλλας ήταν φανερή και το σοβαρό της ύφος, καθώς έπαιζε τη μουσική της, την έκανε ιδιαίτερα συμπαθητική. Της χαμογέλασα και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο, περάσαμε δίπλα της και μπήκαμε στο δωμάτιο.
Δεν υπήρχε μέσα εκεί, κανενός είδους έπιπλο. Στη μέση του δωματίου και πάνω σ’ ένα απλό ψάθινο χαλάκι ήταν καθισμένος ο γέροντας. Η φορεσιά τους ήταν λευκή, το ίδιο και τα μακριά μαλλιά και τα γένεια του, που κύλαγαν στους ώμους και το στήθος του. Η όψη τους δε ήταν τέτοια που σε έκανε να φαντάζεσαι μια υφή μεταξένια. Φαινόταν για άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, από τις αμέτρητες ρυτίδες που αυλάκωναν το πρόσωπό του και από τα λιπόσαρκα χέρια του, όπου τα οστά διαγράφονταν καθαρά κάτω από το λεπτό δέρμα. Όμως το γεγονός ότι ήταν τόσο πολύ γέρος δεν τον έκανε σε καμμία περίπτωση αποκρουστικό, ή αξιολύπητο ή απόκοσμο, ή δε σου δημιουργούσε την εντύπωση κάποιου που από καιρό έπρεπε να έχει φύγει από τον κόσμο τούτον. Κι από όλα πιο εντυπωσιακό σ’ αυτόν ήταν τα μάτια του που είχαν χρώμα ένα απαλό γαλάζιο και το βλέμμα που ακτινοβολούσαν ήταν τόσο βαθύ και τόση σοφία νόμιζες ότι κρυβόταν πίσω από τα μάτια αυτά, σοφία ήρεμη και γλυκειά, καλοπροαίρετη, φιλική, φιλική – αυτή είναι η κατάλληλη λέξη, όχι μια εξωανθρώπινη, ακαταννόητη, ανώτερη ευφυία που θα σε έκανε να νοιώσεις μηδαμινός κι ανάξιος.
Αυτά όλα σ’ εκείνο το δωμάτιο με τη γλυκειά μελωδία που ακουγόταν πίσω απ’ την πόρτα, με τα κελαϊδίσματα των πουλιών που έρχονταν από την άλλη πόρτα που έβλεπε στον κήπο, τον κελαρυστό ήχο του νερού από τον μικρό τεχνητό καταρράκτη που βρισκόταν κάπου εκεί έξω και τη μυρωδιά από τα άνθη της πορτοκαλιάς , κυρίως όμως με την παντοδύναμη παρουσία του γέρο σοφού που καθόταν στο ψάθινο χαλάκι του στη μέση του δωματίου, ακίνητος, γαλήνιος, ένοιωσα για μια στιγμή πως αν υπήρχε ο Παράδεισος στον οποίο πιστεύαμε εμείς οι Χριστιανοί, κάπως έτσι πρέπει να ήταν.
Μού ‘δειξε με το χέρι να κάτσω μπροστά του, πράγμα που αμέσως έκανα. Ο διερμηνέας στάθηκε πιο πίσω μου όρθιος και με τη βοήθεια του έγινε ο ακόλουθος διάλογος.
- Σ’ ακούω ξένε…. μου είπε.
- Σεβαστέ Δάσκαλε…. αποκρίθηκα εγώ… δεν κρύβω ότι ο λόγος που ήρθα μέχρι εδώ ήταν η περιέργεια και μόνον που μου δημιουργήθηκε μετά από τα τόσα που είχα ακούσει για σένα. Όμως τώρα πια, πλησιάζοντας σε, νοιώθω μεγάλη επιθυμία να σου εμπιστευθώ ένα προσωπικό μου πρόβλημα σαν κι αυτά στα οποία δίνεις λύση και όχι να αναζητήσω τη μέθοδο και την πηγή της σοφίας για την οποία πια καμμία αμφιβολία δεν έχω ενώ πριν είχα και για αυτό αισθάνομαι ντροπή και σου ζητάω ταπεινά συγνώμμη.
- Ο Θεός, νεαρέ ξένε, είναι άπειρος μες στη σοφία Του και τα έργα Του όλα, στα οποία Αυτός βρίσκεται, θαυμάσια. Το άνθος της πορτοκαλιάς είναι πιο σημαντικό από μένα και η μνήμη του παγωνιού που ζει διακόσια χρόνια λέει πως ένα βρέφος που κολυμπά μέσα στα ζεστά νερά της λίμνης, κι εγώ, δεν είμαστε παρά το ίδιο πράγμα. Ο ήχος που κάνουν οι χορδές του πον-γινκ που η τρισέγγονή μου παίζει έξω από το δωμάτιο τούτο μου λένε ότι η μητέρα σου ανέθρεψε ευγενικό βλαστό. Μ’ όλη την καλή μου διάθεση ακούω το πρόβλημα σου.
Κι όπως με κοίταγε κατάματτα, εγώ του είπα:
- Στην πατρίδα μου Δάσκαλε, που ονομάζεται Βενετία, ζει μια κόρη, γόνος ευγενικής γενειάς και παιδί ενός άρχοντα σεβαστού, αξιότιμου και καλού. Τους τελευταίους μήνες, πριν ξεκινήσω το μακρινό μου ταξίδι στη θαυμαστή σας χώρα, η ομορφιά και η χάρη της κόρης αυτής μου σκλάβωσαν την καρδιά. Είναι όμως μικρή σε ηλικία και έτσι, από σεβασμό σ’ αυτήν και τον άρχοντα πατέρα της, δε μπόρεσα να της φανερώσω τα αισθήματα μου.Τη μέρα πριν την αναχώρηση μου επισκέφθηκα τον πατέρα της και του μίλησα για τις προθέσεις μου και του ζήτησα να περιμένει την επιστροφή μου πριν δώσει την κόρη του σε γάμο. Εκείνος μου είπε πως μετά χαράς θα με έκανε γαμπρό του και πως αν επέστρεφα από το ταξίδι μου στον καθορισμένο χρόνο και η κόρη του θα συμφωνούσε, τότε θα μού’ δινε το χέρι της και μέχρι να γυρίσω εγώ θα απέρριπτε κάθε άλλη πρόταση απ’ οποιονδήποτε αυτή κι αν προερχόταν. Όλον αυτόν τον καιρό που λείπω Δάσκαλε ζω κάθε στιγμή με την εικόνα της και με τη γλυκειά προσδοκία να τη δω ξανά αλλά και με ανησυχία μεγάλη μήπως εκείνη δε με θέλει. Τι μπορώ να κάνω για να με αγαπήσει και να με δεχτεί για άντρα γιατί είναι κάτι που θέλω όσο τίποτα άλλο και ξέρω πως με τη γυναίκα αυτή δίπλα μου θά ’μαι ευτυχισμένος για τη ζωή μου όλη. Τη συμβουλή σου περιμένω με κάθε σεβασμό!
Σώπασε για λίγο και μετά είπε: - Τραγανιστή πάπια.
- Ορίστε;;;
- Τραγανιστή πάπια.
Κοίταξα λοξά το διερμηνέα μου μα εκείνος σήκωσε τους ώμους δείχνοντας μου ότι μετέφραζε σωστά παρ’ όλο που η απάντηση του φαινόταν κι αυτουνού αλλόκοτη.
- Συγνώμη Δάσκαλε, μα δεν καταλαβαίνω.
- Η πείρα και η γνώση που κρύβονται στις σπηλιές των χιονισμένων βουνών κάτω από τεράστια μαγικά λουλούδια, οι παλιές γραφές που είναι σκαλισμένες στα τοιχώματα του μεγάλου πηγαδιού που τώρα πια κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται, τα όσα έχει πει η άσπρη εκείνη κουκουβάγια που μίλαγε με ανθρώπινη λαλιά και όσα μού ‘λεγε ο παππούς μου, πού ΄χε το ίδιο χάρισμα με μένα, τις άγριες νύχτες του χειμώνα δίπλα στη φωτιά, όλα συμφωνούν πως η λύση στο πρόβλημα σου είναι η τραγανιστή πάπια. Ένα φαγητό Κινέζικο που μαγείρευαν οι αρχαίοι πρόγονοι μας τόσο παλιά που εκεί που τώρα βρίσκονται τα ανάκτορα, ήτανε κάμποι με χλόη ψηλή όσο το μπόι ενός ανθρώπου και βοσκούσαν εκεί πέρα τα κοπάδια των μαμμούθ. Θα σου δώσω γραμμένη τη συνταγή με τα υλικά και ακριβείς οδηγίες. Θα ακολουθήσεις το γραφτό πιστά και θα ετοιμάσεις το φαγητό. Θα την καλέσεις να φάει μαζί σου και δε θα τις φανερώσεις τον έρωτα σου ούτε στιγμή, μόνο θα φροντίσεις να αδειάσει το πιάτο της. Θα τη συνοδεύσεις στο σπίτι της σα να μη συμβαίνει τίποτα. Την άλλη μέρα το πρωί που θα ξυπνήσει, θά ’ναι δικιά σου. Θα πω να σου ετοιμάσουν ένα αντίγραφο της συνταγής να πάρεις μαζί σου. Πήγαινε τώρα ξένε και να ‘ναι ο δρόμος σου ευτυχισμένος.
Πήδηξα πάνω τρέμοντας από ενθουσιασμό.
- Δάσκαλε, είπα, δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω. Γέμισες την καρδιά μου με χαρά. Θα σε θυμάμαι για πάντα. Στο βιβλίο που γράφω για το ταξίδι μου, θα σε μνημονεύω σε κεφάλαιο ιδιαίτερο ώστε οι γενιές που θάρθουν, στον τόπο μου, να μάθουν για τη μεγαλωσύνη σου και θα μιλήσω στους σοφούς της πατρίδας μου για σένα και αν θέλεις κάτι από μένα θα κάνω τα πάντα να στο δώσω και….
Με διέκοψε με ένα νεύμα που σήμαινε πως όλα αυτά δεν είχαν νόημα για αυτόν.
- Μόνο πρόσεξε, είπε. Σου λέω ξανά να εκτελέσεις πιστά τη συνταγή και σου δηλώνω πως χέρι όχι Κινέζικο μπορεί και να μην πετύχει. Αυτά.
Μες στον ενθουσιασμό μου δεν έδωσα σημασία ιδιαίτερη. Σηκώθηκα, υποκλίθηκα και παίρνοντας μαζί μου το διερμηνέα, βγήκαμε απ’ το δωμάτιο. Ο νεαρός του σπιτιού μου έδωσε το αντίγραφο της συνταγής, που το φύλαξα βαθιά στον κόρφο μου. Συναντήσαμε τους υπόλοιπους της συνοδείας και φύγαμε από το χωριό.
Από τη στιγμή εκείνη και μετά οι ώρες και οι μέρες περνούσαν εκπληκτικά γρήγορα. Οτιδήποτε κι αν γινόταν, οπουδήποτε κι αν βρισκόμουν, μου ήταν όλα τόσο αδιάφορα ώστε ουσιαστικά μόνο το σώμα μου ήταν παρόν. Διότι το μυαλό μου, ήταν μονίμως αλλού. Δύο σκέψεις τριγυρνούσαν συνέχεια στο μυαλό μου, η μια εναλλασσόταν με την άλλη χωρίς να παρεμβάλλεται άλλο τίποτα και έτσι δικαιολογείται η κατάσταση μου – θέλω να πω όταν βρίσκεται κανείς σε μια τέτοια κατάσταση, χάνει την αίσθηση του χρόνου και του χώρου. Οι δύο έμμονες ιδέες, οι δυο μοναδικές μου σκέψεις αφορούσαν δύο θηλυκά. Την όμορφη Βενετσάνα μου και την πάπια. Άλλο δεν ήθελα παρά να γυρίσω στη Βενετία, να μαγειρέψω την τραγανιστή πάπια, να ταΐσω την αγαπημένη μου και να κερδίσω για πάντα την καρδιά της. Έτσι λοιπόν περνούσα τον καιρό μου και οι μόνες στιγμές που ξαναποκτούσα επαφή με την πραγματικότητα, ήταν όταν χωνόμουνα στην κουζίνα του Παλατιού και με τη βοήθεια των μαγείρων, με τη συνταγή στο χέρι, έφτιαχνα τραγανιστή πάπια πάλι και πάλι ώσπου στο τέλος έμαθα πια να εκτελώ τη συνταγή με κλειστά μάτια και είχα –υπολογίζω- όταν έφθασα στο σημείο αυτό, μαγειρέψει τουλάχιστον τέσσερα – πέντε κοπάδια πάπιες τραγανιστές. Το άλλο που έκανα ήταν να φροντίσω να προμηθευτώ γενναίες ποσότητες από τα υλικά εκείνα που απαιτούσε η συνταγή και δεν ήταν απαραίτητα φρέσκα, συνεπώς μπορούσαν να αντέξουν το μακρινό ταξίδι της επιστροφής. Αυτή η ενέργεια βέβαια, ήταν ολωσδιόλου άνευ ουσίας γιατί – δεν ξέρω αν το’πα και πιο πριν – τα υλικά της συνταγής ήταν απλούστατα και θα μπορούσα εύκολα να τα βρω και στην πατρίδα. Όμως εμένα με γέμιζε αυτοπεποίθηση να ξέρω ότι τα έχω όλα έτοιμα εκτός από λίγα φρέσκα λαχανικά τα οποία θυμόμουν καλά ότι φύτρωναν σε αφθονία στον κήπο του σπιτιού μου, και το σημαντικότερο……… την πάπια!
Μ’ αυτά και μ’αυτά λοιπόν, ο καιρός περνούσε. Φρόντισα κι εγώ να επισπεύσω διάφορες διαδικασίες, να ακυρώσω εκδρομές, επισκέψεις, συναντήσεις και κυρίως να συντομεύσω την οργάνωση του ταξιδιού της επιστροφής. Και έτσι έφτασε η μέρα της αναχώρησης μας. Με λαμπρές τελετές και με ενθουσιασμό μεγάλο, τόσο οι επίσημοι όσο και ο λαός, μας αποχαιρέτησαν και το καραβάνι μας ξεκίνησε. Στο ταξίδι μου συνέβαινε ότι και τον τελευταίο καιρό στην Κίνα. Δεν ένοιωθα τις μέρες που περνούσαν, το κρύο, τη ζέστη, την κούραση, μόνο εκείνη σκεφτόμουν και είχα την εικόνα της στο μυαλό μου, άσε που την έβλεπα κιόλας μπροστά μου. Σ΄ένα σύννεφο στον πρωϊνό ουρανό, στην επιφάνεια ενός βράχου, στο πρόσωπο μιας νεαρής αγρότισσας που μας κούναγε το χέρι από το πλάι του δρόμου καθώς περνούσαμε καλπάζοντας.
Μια φορά μάλιστα, - μόλις που είχε ανατείλει ο ήλιος, θυμάμαι, ενώ εμείς είχαμε ξεκινήσει μια ώρα τουλάχιστον πριν – την είδα πιο ωραία από ποτέ, μέσα σε μια μικρή λιμνούλα, στη ρεματιά κάτω από το δρόμο, με τα μάτια της να μου γελάνε και τα μαλλιά της να κυματίζουν απαλά όμοια με την επιφάνεια του νερού. Τράβηξα, θυμάμαι, δυνατά τα χαλινάρια του αλόγου και το σταμάτησα. Στηρίχτηκα με τα δυο χέρια στο μπροστινό μέρος της σέλλας και κοίταζα απορροφημένος από κει πάνω, τη γυναίκα – λίμνη κάτω χαμηλά και ξαφνικά η θεϊκή μορφή, πάει, έσπασε σε μικρά κομματάκια κι αμέσως μετά χάθηκε τελείως καθώς κάτι ανατάραζε τα νερά κι ένας κόμπος σφίχτηκε στο στομάχι και την καρδιά μου – κακοσημαδιά σκέφτηκα. Μα μετά που ηρέμησαν οι αφροί και τα νερά, τι λέτε πως είδα; Πάνω στη λίμνη να πλέει καμαρωτή, αφήνοντας πίσω της δύο βαθιά αυλάκια, μια καφεγαλαζοπράσινη πάπια, γυαλιστερή, πανέμορφη, με άσπρο δαχτυλίδι στο λαιμό κι όμορφα σα χάντρες κόκκινα, μάτια. Το γεγονός το θεώρησα καλό οιωνό σε τέτοιο σημείο που είχα κέφι ανεξάντλητο για όλη την επόμενη εβδομάδα και όλη μα όλη εκείνη την ημέρα τραγουδούσα πάνω στο άλογο μου, με δυνατή φωνή – και να σημειώσω ότι δεν είμαι καθόλου καλλίφωνος (και είναι αυτό ένα από τα πράγματα που δεν έγινα όπως θα επιθυμούσε η μητέρα μου να γίνω) – μέχρι που οι υπασπιστές και οι αχθοφόροι άρχισαν να με κοιτάνε καχύποπτα. Μετά από δικές μου εντολές ο ρυθμός του ταξιδιού ήταν εξαντλητικά γοργός και καταφέραμε τελικά να φτάσουμε στην πατρίδα στο ένα τρίτο του χρόνου που είχαμε κάνει όταν πηγαίναμε. Πολλά μίλια πριν τη Βενετία ο κόσμος είχε αρχίσει να βγαίνει στο δρόμο να μας προϋπαντήσει, να μας ραίνει με λουλούδια, να προσφέρει φρούτα, δροσερό νερό, φιλοξενία – το νέο του ερχομού μας είχε διαδοθεί παντού – εμείς όμως προχωρούσαμε γρήγορα χωρίς στάσεις, εκτός από τις απόλυτα αναγκαίες . Το τελευταίο βράδυ κοιμηθήκαμε σε ένα πανδοχείο. Ο ιδιοκτήτης μας περιποιήθηκε τόσο πολύ που φεύγοντας, εκτός από γενναία αμοιβή – ενώ δεν ήθελε χρήματα καθόλου – του έδωσα επίσης ένα ζευγάρι κεντητές μεταξωτές παντόφλες γι αυτόν και μια υπέροχη βεντάλια για τη γυναίκα του και του εξήγησα ότι είναι αντικείμενα από τη μακρινή χώρα που είχα πάει.
Ξύπνησα πολύ-πολύ πριν φέξει. Υπολόγιζα ότι θα φτάναμε στη Βενετία, μεσημεράκι. Κέντριζα το άλογο μου κι έτρεχα πιο γρήγορα και πιο γρήγορα ενώ οι υπόλοιποι με προσπάθεια μεγάλη με ακολουθούσαν. Προς το μεσημέρι, λίγη ώρα πριν μπούμε στην πόλη, είχα συγκρατήσει τον καλπασμό του αλόγου και προχωρούσα πιο αργά απολαμβάνοντας την υπέροχη προοπτική που τον τελευταίο καιρό γέμιζε την ψυχή μου και τώρα δεν απείχε παρά μόνο λίγες ώρες η στιγμή για να πραγματοποιηθεί. Έτσι αφηρημένος που ήμουν καθώς ονειροπολούσα, ξαφνιάστηκα πολύ από ένα θόρυβο που άκουσα απ’ τον ουρανό ακριβώς από πάνω μου. Το τίναγμα μου τρόμαξε το άλογο που άρχισε να τινάζεται κι αυτό, να χλιμιντρίζει και να σηκώνεται στα πίσω πόδια, όμως αμέσως σχεδόν το ησύχασα και το έκανα να υπακούσει γιατί ήταν ζώο καλό κι εκπαιδευμένο. Κοίταξα να δω τι ήταν αυτό που με είχε ξαφνιάσει. Προς τα δεξιά μου, στο πλάι του δρόμου, ένα κοπάδι πουλιά έπεφτε μέσα στις λόχμες και τους ψηλούς θάμνους. Άκουσα τον ήχο απ’ τις φτερούγες τους που μετά σταμάτησε καθώς κατέβηκαν στο έδαφος και ίσα με την άκρη του ματιού μου που είδα κάποια απ’ αυτά. Δεν είδα, πιο πολύ από τον ήχο των φτερών συμπέρανα ότι ήταν μεγάλα πουλιά. Μα υποψία γεννήθηκε μέσα μου, ξεκρέμασα τη βαλλίστρα μου και πήρα στο χέρι δυο βέλη. Ξεπέζεψα και σκυφτός κι όσο πιο ήσυχος μπορούσα μπήκα μέσα στους θάμνους. Λίγο μετά οι θάμνοι άνοιγαν κι υπήρχε εκεί ένα ξέφωτο όπου κυλούσε ένα ποτάμι. Τα πουλιά ήταν εκεί. Ήταν πάπιες! Η καρδιά μου χοροπήδησε μες στο στήθος. Στέκονταν εκεί και τσιμπολογούσαν στο χώμα, μερικές χτύπαγαν τα φτερά τους να τα ξεμουδιάσουν κι άλλες είχαν αρχίσει να αργοπλατσουρίζουν στο νερό. Όμως δεν είχαν προλάβει ακόμα να χαλάσουν τελείως το σχηματισμό που είχαν όταν πετούσαν. Δυο γραμμές δηλαδή που φτιάχνανε παίρνοντας θέση η μία πίσω από την άλλη και οι γραμμές αυτές ενώνονταν στη μια τους άκρη φτιάχνοντας έτσι μία γωνία. Στην κορυφή υπήρχε μια πάπια πιο μεγάλη και πιο εντυπωσιακή από τις άλλες και φανερά πιο όμορφη από τις υπόλοιπες. Προφανώς ήταν αρχηγός, αυτή που όταν πετούσαν πήγαινε μπροστά κι έδειχνε το δρόμο. Τώρα αφού επιθεώρησε για λίγο τις υπόλοιπες, με μια όλο σιγουριά κίνηση γλίστρησε μέσα στο νερό κι άρχισε να πλέει όλο καμάρι, απολαμβάνοντας τη δροσιά. Πιο σπουδαία πάπια δεν είχα ξαναδεί ποτέ κι αμέσως αποφάσισα πως η μοίρα την έστειλε για να με βοηθήσει να πετύχω τον ευγενικό σκοπό μου. Στήριξα το βέλος στη βαλλίστρα και τη σημάδεψα. Ποτέ μου δεν υπήρξα κυνηγός και τη λυπήθηκα έτσι όπως στόχευα κι αυτή «κολυμπούσε» ανέμελη. «Είναι για καλό και για ευτυχία» της είπα, αλλά μιλώντας στον εαυτό μου, κι έριξα. Το βέλος τη χτύπησε καίρια. Μπήκα στο νερό μέχρι τα γόνατα, τη μάζεψα, επέστρεψα στο άλογο μου και τη στήριξα στη σέλλα.
Ξεκινήσαμε ξανά και μετά από λίγο φτάσαμε στη Βενετία. Υπό άλλες συνθήκες, η υποδοχή που μου έγινε θα ήταν από τα πιο σημαντικά πράγματα που συνέβησαν στη ζωή μου. Όμως με την αγωνία για την έκβαση του σχεδίου μου, που θα εφαρμοζόταν σε λίγο, με την προσμονή και τον πόθο να πάλλονται μέσα μου σαν κάτι ζωντανό, αντιμετώπισα την υποδοχή αυτή σαν απόμακρο και δευτερεύον γεγονός. Δε θέλω να υποτιμήσω την περίσταση, απλώς θέλω να πω ότι αν ήμουν απερίσπαστος, το καμάρι και η περήφανη συγκίνηση που ένοιωσα θα ήταν συναισθήματα σαρωτικά καθώς αντίκρυσα την πόλη όλη σημαιοστολισμένη, στρατιωτικά αγήματα να αποδίδουν τιμές, χιλιάδες λαού να ζητωκραυγάζει και να μας ραίνει με λουλούδια, φωνές που υψώνονταν και καλωσόριζαν τη «Δόξα της Βενετίας» και τους επίσημους: τον επίσκοπο, το ναύαρχο, τον ίδιο το Δόγη και ω! τη Μεγαλειότητά Του, το Διάδοχο να περιμένουν για να με συγχαρούν.
Με διπλωματία και επιδεξιότητα τέτοια που θαύμασα τον εαυτό μου κατάφερα να φερθώ με κάθε ευγένεια και σεβασμό, αλλά συνάμα και να μεταθέσω όλες τις προς τιμήν μου εκδηλώσεις, τις προσκλήσεις, τις δεξιώσεις και όλα αυτά για την αυριανή μέρα προφασιζόμενος εξάντληση από το μακρινό – α! πόσο μακρινό – ταξίδι.
Έσπευσα στο σπίτι μου κι αφού δέχθηκα τις φιλοφρονήσεις και την ειλικρινή, όλο αγάπη, υποδοχή του υπηρετικού μου προσωπικού, πήρα παράμερα την πιστή μου μαγείρισσα, μια παχουλή, καλόβουλη κυρία και πήγαμε στην κουζίνα όπου της εξήγησα διεξοδικά τι ήθελα από αυτήν. Της έδωσα οδηγίες για τις βασικές προετοιμασίες. Την ώρα που έφευγα την είδα να έχει ξεκινήσει το ξεπουπούλιασμα της πάπιας.
Είχα ήδη στείλει αγγελιοφόρο και έτσι με περίμεναν στο σπίτι της μέλλουσας συντρόφου μου!! Με υποδέχτηκε ο πατέρας της με συγχαρητήρια και εξαίροντας την τόλμη, το σθένος και τα δεκάδες άλλα προτερήματα μου και μεταξύ ατελείωτων φιλοφρονήσεων μου δήλωσε ότι είχε μείνει πιστός στη συμφωνία που είχαμε κάνει πριν φύγω και πως μόνο η συγκατάθεση της κοπέλλας απέμενε για να ξεκινήσουμε αμέσως τις πρέπουσες ενέργειες. Δήλωσα ξανά τον απεριόριστο σεβασμό μου και ζήτησα την άδειά του να καλέσω τη μικρή στο σπίτι μου για δείπνο. Δέχτηκε αμέσως κι έστειλε μια υπηρέτρια να την ειδοποιήσει και να της ανακοινώσει την πρόσκλησή μου.
Εκείνη μπήκε στο δωμάτιο, μια μικρή θεά!! Δέκα φορές πιο όμορφη απ’ ότι την είχα αφήσει, με τα μαλλιά της ξέπλεκα και τα μάτια – που όμοια δεν είχα ξαναδεί – να λάμπουν, κινιόταν με τη χάρη της λαφίνας, έδειξε μεγάλη χαρά που με είδε, μού ΄δωσε το λευκό χεράκι της να φιλήσω, τόσο απαλό, τόσο φίνο, τόσο ευωδιαστό, τόσο δροσερό που ήταν σαν το ακούμπησα με τα χείλη μου – η καρδιά μου χόρευε τόσο μες στο στήθος μου που νόμισα ότι θα πεταχτεί έξω και σταύρωσα τα μπράτσα μου σφιχτά να την εμποδίσω, παρ΄όλο που δεν ήταν τούτη η πλέον αρμόζουσα στάση.
Όταν της είπε ο πατέρας της την πρόταση μου, κοκκίνησε και δήλωσε ότι την τιμά πολύ και ευχαρίστως θα δεχόταν. Πήγα να λιποθυμήσω. Φεύγοντας κατέβαινα πέντε – πέντε τα σκαλιά και πήδαγα σαν παιδάκι του σχολείου από την χαρά μου.
Φτάνοντας σπίτι άρχισα να φροντίζω για όλες τις λεπτομέρειες. Το τραπεζομάντηλο, τα κηροπήγια, το σερβίτσιο – από Κινέζικη πορσελάνη, το είχα φέρει μαζί μου ειδικά γι αυτό το σκοπό -, το καλύτερο κρασί απ’ το κελλάρι μου, ένα μικρό σύνολο που θα έπαιζε μουσική κάτω στον κήπο και πολλά ακόμη. Δεν άφησα στην τύχη το παραμικρό.
Μετά χώθηκα στην κουζίνα και με βοηθό τη μαγείρισσα έβαλα όλη μου την τέχνη κι ετοίμασα την πάπια. Μια μικρή δοκιμή με έπεισε ότι ξεπέρασα τον εαυτό μου και χωρίς ίχνος έπαρσης πιστεύω ότι η τραγανιστή μου πάπια θα αποσπούσε ευνοϊκότατα σχόλια ακόμα και από τους πιο απαιτητικούς Κινέζους μαγείρους.
Αφού ντύθηκα και στολίστηκα κάθισα και την περίμενα μ’ένα ποτήρι κρασί. Δεν είχα πια καθόλου αγωνία, μόνο μια ήρεμη αυτοπεποίθηση. Ένοιωθα την παρουσία του Κινέζου σοφού πολύ κοντά μου, ήξερα ότι είχα κατά γράμμα ακολουθήσει τις οδηγίες του κι ήξερα επίσης πως ότι εκείνος έλεγε, έβγαινε πάντα αλήθεια.
Ήρθε ακριβώς την ώρα που είχαμε συμφωνήσει.
Φορούσε βραδυνό, επίσημο ένδυμα. Είχε τα μαλλιά της χτενισμένα προς τα πίσω, πιασμένα σε κοτσίδα με μια διαμαντένια καρφίτσα. Κι άλλα πολύτιμα κοσμήματα στόλιζαν τα δάχτυλα, το λαιμό και τα αυτιά της. Επίσης είχε ελαφρά βαμμένα τα χείλη και τα μάτια. Ήταν όμορφη, όμορφη όπως πάντα με ένα διαφορετικό όμως είδος ομορφιάς από εκείνο το κοριτσίστικο που εγώ είχα συνηθίσει. Με αυτήν την εμφάνιση σού’δινε πιο πολύ την εντύπωση όχι μιας ωραίας κοπέλλας αλλά μάλλον μιας ωραίας γυναίκας! Ενθουσιάστηκα. Την κάθισα απέναντι μου στο τραπέζι. Διακριτικά της είπα ότι ήταν πολύ όμορφη απόψε. Κοκκίνησε και χαμήλωσε τα μάτια. Μ΄ευχαρίστησε για τη φιλοφρόνηση μου αλλά και για την πρόσκληση μου που την έκανε πολύ χαρούμενη και την τιμούσε πολύ. Ήταν πάντως, στην αρχή, πολύ ντροπαλή και συγκρατημένη. Η ατμόσφαιρα όμως, το φως των κεριών δηλαδή, οι μελωδίες των μουσικών απ’ τον κήπο, ο τρόπος που της μιλούσα και όσα της έλεγα αλλά κυρίως δύο ποτήρια κρασί, την έκαναν να νοιώσει άνετα και να αρχίσει να αντιδρά πιο αυθόρμητα. Η δική μου συμπεριφορά ήταν πιστεύω άψογη. Κατάφερα να ελέγξω τόσο πολύ τον εαυτό μου που ούτε στα μάτια μου δε φάνηκε η αχόρταγη επιθυμία μου για εκείνη. Μόνο μιλούσα και μιλούσα συνεχώς. Και όχι για άλλο πράγμα παρά μόνον για όσα είχαν σχέση με το ταξίδι μου. Είχα διαλέξει τα πιο παράξενα, τα πιο ενδιαφέροντα και τα πιο διασκεδαστικά απ΄όσα μου συνέβησαν και της εξιστορούσα. Και κείνη πότε άνοιγε διάπλατα τα μάτια από ενθουσιασμό, πότε προσηλωνόταν με προσοχή μεγάλη, και πότε γελούσε αυθόρμητα. Έδειχνε να περνάει πολύ καλά. Κάποια στιγμή σερβιρίστηκε η πάπια. Για μια στιγμή γέμισα άγχος τρομερό γιατί σκέφτηκα κάτι που μέχρι τότε δε μού΄χε περάσει απ’ το μυαλό, ότι δηλαδή το φαγητό μπορεί να μην της άρεσε. Τη στιγμή που έβαλε την πρώτη μπουκιά στο στόμα της μού’ χε κοπεί η ανάσα και μόνον όταν άφησε ένα επιφώνημα επιδοκιμασίας αισθάνθηκα καλά και πάλι. Συνεχίσαμε να τρώμε, να πίνουμε και να μιλάμε. Άδειασε όλο της το πιάτο και μάλιστα έφαγε και για συμπλήρωμα μια μικρή φτερούγα.
Όλα είχαν πάει καλά. Πιο ικανοποιημένος δε θα μπορούσα να είμαι. Η ώρα περνούσε και δεν έδειχνε καμμία διάθεση να φύγει. Της υπενθύμισα όμως ότι παρ΄ όλο που η συντροφιά της μου έδινε μεγάλη χαρά, ήταν πρέπον να επιστρέψει σπίτι της. Για να πάμε έως εκεί, χρησιμοποιήσαμε τη δική μου άμαξα. Όταν φθάσαμε κατέβηκα πρώτος και βοήθησα και εκείνη να κατέβει (ένοιωσα ρίγη καθώς την άγγιξα). Ευχαριστήσαμε ο ένας τον άλλον για την ωραία βραδυά, είπαμε καληνύχτα κι εκείνη ανέβηκε τις σκάλες του σπιτιού, μετά κοντοστάθηκε λίγο, γύρισε, μου χαμογέλασε (ένα χαμόγελο όλο γλυκειές υποσχέσεις) και μπήκε μετά γρήγορα γρήγορα μες στο σπίτι. Εγώ επέστρεψα στο δικό μου. Τα είχα καταφέρει! Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκα τόσο καλά όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου.
Ξύπνησα νωρίς. Καλωσόρισα τον ήλιο, το ξύπνημα των γειτόνων μου και το δροσερό πρωινό αεράκι. Όταν η ώρα μου φάνηκε κατάλληλη, ξεκίνησα για το σπίτι της αγαπημένης μου. Βρήκα την εξώπορτα κλειστή. Χτύπησα…. Κανείς. Χτύπησα πάλι, πιο δυνατά. Άκουσα κίνηση από μέσα. Ξεκλείδωσαν την πόρτα και την άνοιξαν. Φάνηκε μια ηλικιωμένη υπηρέτρια με μάτια κατακόκκινα και βουρκωμένα που τα σκούπιζε με ένα μουσκεμένο μαντήλι, ολοφάνερα σημάδια ότι είχε πλαντάξει στο κλάμμα! Κάτι δυσοίωνο άρχισε να πλανιέται στην ατμόσφαιρα.
- Μπορώ να δω τη νεαρή κυρία σου; Ρώτησα.
Και να που ξέσπασε σε κλάμματα γοερά, μου άρπαξε το χέρι και άρχισε να το φιλάει.
- Αχ! Αφέντη μου. Αχ! Αχ! Μουρμούρισε.
- Μα τι συμβαίνει καλή μου; Τη ρώτησα σφίγγοντας της το χέρι.
- Αχ! Αφέντη μου. Αχ! Κακό που μας βρήκε!
- Γυναίκα, θα μιλήσεις καθαρά; της είπα με αυστηρό τόνο.
Και κείνη αποκρίθηκε κομπιάζοντας από τα αναφιλητά.
- Αχ! ευγενικέ μου αφέντη. Συμφορά μεγάλη βρήκε το σπιτικό τούτο. Χτες τη νύχτα η κόρη του κυρίου κλέφτηκε κρυφά με το Μάριο, κείνον τον ψηλό, το μελαχροινό γονδολιέρη που περνάει τα κανάλια τραγουδώντας κι όλες οι γυναίκες σκύβουνε να τον δουν κι είναι όλες, παντρεμένες κι ανύπαντρες ερωτευμένες μαζί του, τόσο όμορφος αληθινά που είναι, σαν άγαλμα αρχαίο, πλάνεψε και το δικό μας το κορίτσι, πού΄χανε μαζί έρωτα κρυφό, ένα χρόνο τώρα. Ήρθε το βράδυ και την πήρε μαζί του την περιστέρα μας, ποιος ξέρει που την πήγε, καταραμένος να’ναι, με την ομορφιά του τη γέλασε και σκόρπισε την απελπισία στο σπίτι τούτο. Αχ! Ο κύριος μου ο δύστυχος είναι πάνω τώρα ξαπλωμένος, έχουν έρθει οι γιατροί, δε μιλάει, δεν κουνιέται – μου φαίνεται πως θα πεθάνει. Έλα αφέντη μου πάνω, έλα να του μιλήσεις, να τον καλοπιάσεις, εσένα που σε σέβεται και…..
Εκείνη μίλαγε αλλά είχα πάψει πια ν’ ακούω. Γύρισα κι έφυγα. Παραπατώντας προχωρούσα σα χαμένος. Μόλις βρέθηκα στο πρώτο κανάλι, κατέβηκα τα σκαλοπάτια που φτάνανε ως κάτω στο νερό και τα χρησιμοποιούσαν οι βαρκάρηδες και οι επιβάτες για να μπαίνουν στις γόνδολες, σωριάστηκα στο τελευταίο σκαλί και κοίταγα αποσβολωμένος τα θολά νερά του καναλιού.
Πώς ήταν δυνατόν; Δε μπορούσα να το πιστέψω αυτό που μου συνέβαινε! Όλα γκρεμίστηκαν. Καταστροφή. Μα γιατί, γιατί; Αφού όλα είχαν πάει καλά, λάθος δεν είχα κάνει κανένα. Πήγαινα να χάσω το μυαλό μου. Και τότε κάτι αναδεύτηκε στο βάθος των θολών νερών. Μια μαύρη σκιά πλησίασε για λίγο προς την επιφάνεια κι έπειτα χάθηκε ξανά. Ήτανε μάλλον ένα από τα σκουρόχρωμα εκείνα ψάρια που ζούνε βαθιά μες στο κανάλι. Κι έτσι όπως η μαύρη μορφή του φάνηκε μες στη θολούρα, έτσι όπως ξεχώρισε για μια στιγμή και διαγράφηκε καθαρά έτσι και μες στο μπερδεμένο μου μυαλό σχηματίστηκε με μιας η εξήγηση για ότι συνέβει.
Δεν είχα δώσε σημασία, τό’χα τελείως ξεχάσει. Να όμως που το θυμήθηκα ξαφνικά.
Μ’είχε προειδοποιήσει ο γέρο σοφός, μου το’χε πει πως δεν ήξερε, δε μπορούσε να εγγυηθεί για την επιτυχία εάν το χέρι που μαγείρευε την πάπια δεν ήτανε Κινέζικο. Και την πάπια τη μαγείρεψα εγώ που είμαι Βενετσάνος και όχι Κινέζος και σα να’κανα κάποιου είδους ιεροσυλία, κάτι άπρεπο, οι Κινέζοι θεοί δεν ήταν μαζί μου, με μένα τον ξένο. Και όταν το μυαλό και η λογική ικανοποιήθηκαν με την εξήγηση που απαιτούσαν, τότε μαύρισε η ψυχή και ήρθε η δυστυχία. Η δυστυχία πού’κανε την καρδιά μου σπίτι της από εκείνη τη στιγμή και δεν έχει φύγει λεπτό μέχρι τα τώρα που γράφω τούτες τις γραμμές, παρ’όλο που έχει περάσει ένας χρόνος.
Να, μόνο τις τελευταίες μέρες που αποφάσισα να ξεκινήσω να γράφω τις αναμνήσεις από τα ταξίδια μου, είμαι λίγο καλύτερα λες και το γράψιμο απαλύνει τον πόνο. Ελπίζω ο καλός θεός να με βοηθήσει να απαλλαχτώ από το αβάσταχτο βάρος πού’χει πλακώσει τη ζωή μου γιατί δε μπορώ να το αντέξω για πολύ ακόμα. Η ευσπλαχνία Του είναι η μόνη μου σωτηρία.
Όμως για Σένα, για Σένα Ευγενικέ Αναγνώστη, στο τέλος τούτου του γραφτού παραθέτω τη συνταγή όπως ακριβώς την πήρα από τον Κινέζο γερό σοφό και σου εύχομαι από τα βάθη της ψυχής μου να καταφέρεις ότι εγώ δεν κατάφερα και να τα φέρει έτσι η τύχη και οι καιροί που θα αλλάξουν, που θα σταθεί δυνατό να φάει η εκλεκτή της καρδιάς σου πάπια τραγανιστή, μαγειρεμένη από χέρι Κινέζικο και να κερδίσεις Εκείνη, μαζί και τη Χαρά.
1 σχόλιο:
Μετά από μία δύσκολη -λόγω δουλειάς- μέρα, βρήκα αυτή την έκπληξη να με περιμένει!
Ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου