(Απόδοση στα Ελληνικά από την Αγγλική μετάφραση)
Αυτοεγκατάλειψη
Καθόμουν εκεί πίνοντας κι ούτε κατάλαβα ότι σκοτείνιασε,
τα πέταλα των λουλουδιών που έπεφταν,
είχαν γεμίσει τα ρούχα μου παντού.
Μεθυσμένος σηκώθηκα και περπάτησα το μονοπάτι του φεγγαριού,
τα πουλιά είχαν φύγει και άνθρωποι υπήρχαν μόνο λίγοι.
Πίνοντας μόνος στο φως του φεγγαριού – Τρία ποιήματα - ΙΙΙ
Τον τρίτο μήνα, η πόλη του Χσιεν Γιανγκ
είναι σκεπασμένη με ένα παχύ χαλί από πεσμένα λουλούδια.
Ποιός, την άνοιξη, μπορεί μονάχος να θρηνεί;
Ποιός, νηφάλιος, μπορεί να βλέπει τοπία σαν κι αυτό;
Φτώχια και πλούτη, σύντομη ή μακριά ζωή
από το Δημιουργό των Πραγμάτων είναι μοιρασμένα και ρυθμισμένα.
Όμως μια κούπα κρασί ισορροπεί ζωή και θάνατο
και χίλια άλλα πράγματα, πεισματικά δύσκολα να τα αποδείξεις.
Όταν είμαι μεθυσμένος χάνω τον Παράδεισο, χάνω τη Γη.
Ακίνητος, σα να ανοίγω στα δύο πάνω στο μοναχικό κρεβάτι μου.
Στο τέλος ξεχνάω ακόμα κι ότι υπάρχω.
Και τη στιγμή αυτή, είναι στ’ αλήθεια η χαρά μου μεγάλη.
Πολεμώντας νότια απ’ το Κάστρο
Πολέμησαν την προηγούμενη χρονιά.
Στην πάνω όχθη του ποταμού Σανγκ – Καν.
Πολεμούν αυτήν τη χρονιά στα υψίπεδα των βουνών Ληκ.
Πλένουν τα σπαθιά και τις πανοπλίες τους
στα κρύα κύματα της θάλασσας Τιάο – Τσιν.
Τα άλογα τους ελευθερώνουν στα βουνά Τιαν
κι εκείνα ψάχνουν το λιγοστό γρασίδι κάτω απ’ το χιόνι.
Καιρό, πολύ καιρό πολεμούσαν, δέκα χιλιάδες μίλια από τα σπίτια τους μακριά.
Οι πανοπλίες τους λιώσανε, οι στρατιώτες γεράσανε.
Ω! οι πολεμόχαροι Τάταροι!
Η μόνη τους διασκέδαση: η σφαγή, το μακελειό!
Το μόνο θέαμα των ματιών τους, από τα αρχαία χρόνια:
πεδιάδες με άσπρα κόκαλα και κίτρινη άμμο.
Μάταιο ήταν, ο Αυτοκράτορας του Τσι’ ιν που έχτισε το Μεγάλο Τείχος,
ελπίζοντας τις μανιασμένες ορδές τους να εμποδίσει.
Σ’ όλο το μήκος που διατρέχει τη χώρα το Τείχος,
μέχρι τα μέρη της δυναστείας των Χαν, καίνε οι φρυκτωρίες.
Οι φωτιές συνεχίζουν να καίνε!
Ο πόλεμος δε θα σταματήσει ποτέ!
Οι στρατιώτες πολεμούν και σκοτώνονται σε θανάσιμα αγκαλιάσματα στα πεδία των μαχών,
την ώρα που τ’ άλογα τους πληγωμένα, ουρλιάζουν σπαρακτικά, τεντώνοντας τους λαιμούς τους στον έρημο ουρανό.
Τα σταχτιά κοράκια και τα πεινασμένα όρνεα
σκίζουν τα κορμιά και παίρνουν μαζί τους
τα μακριά σπλάχνα των σκοτωμένων.
Και τα κρεμάνε στα κλαδιά άψυχων, πεθαμένων δέντρων.
Ω! οι στρατιώτες που για τόσο καιρό πολεμάνε -
το αίμα τους ξέρανε ακόμα και τους θάμνους της ερήμου.
Μα πέρα από αυτό, τί άλλο κατάφεραν οι στρατηγοί;
Ξίφη και βέλη, επικίνδυνα, καταραμένα εργαλεία,
για αφέντες συνετούς που σ’ αυτά καταφεύγουν
μόνο όταν δε μπορούν να κάνουν αλλιώς.
Ακούγοντας ένα φλάουτο στο περίπτερο του Κίτρινου Γερανού
Ήρθα περιπλανώμενος εδώ
μα το σπίτι μου σκεπτόμουν,
το μακρινό Τσ’ανγκ-αν θυμόμουν.
Και τότε, κάπου βαθιά μέσα από το περίπτερο του Κίτρινου Γερανού,
άκουσα, υπέροχα να παίζει, ένα φλάουτο φτιαγμένο από μπαμπού,
τη μελωδία «Δαμασκηνιάς λουλούδια που πέφτουν».
Ήταν αργά την Άνοιξη, σε μια πόλη δίπλα στο ποτάμι.
Εμπιστευτικό
Ήταν το κρασί σε μια κούπα χρυσή
και μια κοπέλα δεκαπέντε χρονών απ’ το Βου
τα φρύδια της μαύρα βαμμένα
τα παντοφλάκια της άλικα, χρυσά κεντημένα.
Κι αν στην κουβέντα δεν ήταν τόσο καλή
όμως τραγουδούσε τόσο ωραία!
Φάγαμε και ήπιαμε μαζί
και φώλιασε στο τέλος στην αγκαλιά μου.
Πίσω από τις κουρτίνες
τις στολισμένες με κόκκινους λωτούς
πώς μπορούσα να αρνηθώ
τον πειρασμό των θέλγητρων της;
Για τον Λι Πο από το φίλο του, ποιητή Του Φου
Όταν το χέρι του κινείται, καθώς γράφει,
πάνω απ’ το χαρτί
φοβούνται το φεγγάρι κι η βροχή.
Όταν το ποίημα τελειώσει
δακρύζουν τα στοιχειά και οι θεοί.
Αυτοεγκατάλειψη
Καθόμουν εκεί πίνοντας κι ούτε κατάλαβα ότι σκοτείνιασε,
τα πέταλα των λουλουδιών που έπεφταν,
είχαν γεμίσει τα ρούχα μου παντού.
Μεθυσμένος σηκώθηκα και περπάτησα το μονοπάτι του φεγγαριού,
τα πουλιά είχαν φύγει και άνθρωποι υπήρχαν μόνο λίγοι.
Πίνοντας μόνος στο φως του φεγγαριού – Τρία ποιήματα - ΙΙΙ
Τον τρίτο μήνα, η πόλη του Χσιεν Γιανγκ
είναι σκεπασμένη με ένα παχύ χαλί από πεσμένα λουλούδια.
Ποιός, την άνοιξη, μπορεί μονάχος να θρηνεί;
Ποιός, νηφάλιος, μπορεί να βλέπει τοπία σαν κι αυτό;
Φτώχια και πλούτη, σύντομη ή μακριά ζωή
από το Δημιουργό των Πραγμάτων είναι μοιρασμένα και ρυθμισμένα.
Όμως μια κούπα κρασί ισορροπεί ζωή και θάνατο
και χίλια άλλα πράγματα, πεισματικά δύσκολα να τα αποδείξεις.
Όταν είμαι μεθυσμένος χάνω τον Παράδεισο, χάνω τη Γη.
Ακίνητος, σα να ανοίγω στα δύο πάνω στο μοναχικό κρεβάτι μου.
Στο τέλος ξεχνάω ακόμα κι ότι υπάρχω.
Και τη στιγμή αυτή, είναι στ’ αλήθεια η χαρά μου μεγάλη.
Πολεμώντας νότια απ’ το Κάστρο
Πολέμησαν την προηγούμενη χρονιά.
Στην πάνω όχθη του ποταμού Σανγκ – Καν.
Πολεμούν αυτήν τη χρονιά στα υψίπεδα των βουνών Ληκ.
Πλένουν τα σπαθιά και τις πανοπλίες τους
στα κρύα κύματα της θάλασσας Τιάο – Τσιν.
Τα άλογα τους ελευθερώνουν στα βουνά Τιαν
κι εκείνα ψάχνουν το λιγοστό γρασίδι κάτω απ’ το χιόνι.
Καιρό, πολύ καιρό πολεμούσαν, δέκα χιλιάδες μίλια από τα σπίτια τους μακριά.
Οι πανοπλίες τους λιώσανε, οι στρατιώτες γεράσανε.
Ω! οι πολεμόχαροι Τάταροι!
Η μόνη τους διασκέδαση: η σφαγή, το μακελειό!
Το μόνο θέαμα των ματιών τους, από τα αρχαία χρόνια:
πεδιάδες με άσπρα κόκαλα και κίτρινη άμμο.
Μάταιο ήταν, ο Αυτοκράτορας του Τσι’ ιν που έχτισε το Μεγάλο Τείχος,
ελπίζοντας τις μανιασμένες ορδές τους να εμποδίσει.
Σ’ όλο το μήκος που διατρέχει τη χώρα το Τείχος,
μέχρι τα μέρη της δυναστείας των Χαν, καίνε οι φρυκτωρίες.
Οι φωτιές συνεχίζουν να καίνε!
Ο πόλεμος δε θα σταματήσει ποτέ!
Οι στρατιώτες πολεμούν και σκοτώνονται σε θανάσιμα αγκαλιάσματα στα πεδία των μαχών,
την ώρα που τ’ άλογα τους πληγωμένα, ουρλιάζουν σπαρακτικά, τεντώνοντας τους λαιμούς τους στον έρημο ουρανό.
Τα σταχτιά κοράκια και τα πεινασμένα όρνεα
σκίζουν τα κορμιά και παίρνουν μαζί τους
τα μακριά σπλάχνα των σκοτωμένων.
Και τα κρεμάνε στα κλαδιά άψυχων, πεθαμένων δέντρων.
Ω! οι στρατιώτες που για τόσο καιρό πολεμάνε -
το αίμα τους ξέρανε ακόμα και τους θάμνους της ερήμου.
Μα πέρα από αυτό, τί άλλο κατάφεραν οι στρατηγοί;
Ξίφη και βέλη, επικίνδυνα, καταραμένα εργαλεία,
για αφέντες συνετούς που σ’ αυτά καταφεύγουν
μόνο όταν δε μπορούν να κάνουν αλλιώς.
Ακούγοντας ένα φλάουτο στο περίπτερο του Κίτρινου Γερανού
Ήρθα περιπλανώμενος εδώ
μα το σπίτι μου σκεπτόμουν,
το μακρινό Τσ’ανγκ-αν θυμόμουν.
Και τότε, κάπου βαθιά μέσα από το περίπτερο του Κίτρινου Γερανού,
άκουσα, υπέροχα να παίζει, ένα φλάουτο φτιαγμένο από μπαμπού,
τη μελωδία «Δαμασκηνιάς λουλούδια που πέφτουν».
Ήταν αργά την Άνοιξη, σε μια πόλη δίπλα στο ποτάμι.
Εμπιστευτικό
Ήταν το κρασί σε μια κούπα χρυσή
και μια κοπέλα δεκαπέντε χρονών απ’ το Βου
τα φρύδια της μαύρα βαμμένα
τα παντοφλάκια της άλικα, χρυσά κεντημένα.
Κι αν στην κουβέντα δεν ήταν τόσο καλή
όμως τραγουδούσε τόσο ωραία!
Φάγαμε και ήπιαμε μαζί
και φώλιασε στο τέλος στην αγκαλιά μου.
Πίσω από τις κουρτίνες
τις στολισμένες με κόκκινους λωτούς
πώς μπορούσα να αρνηθώ
τον πειρασμό των θέλγητρων της;
Για τον Λι Πο από το φίλο του, ποιητή Του Φου
Όταν το χέρι του κινείται, καθώς γράφει,
πάνω απ’ το χαρτί
φοβούνται το φεγγάρι κι η βροχή.
Όταν το ποίημα τελειώσει
δακρύζουν τα στοιχειά και οι θεοί.
1 σχόλιο:
Έψαχνα ποιήματα του Λι Πο παντού!
εχυαριστώ πολύ.
Δημοσίευση σχολίου