Ο Ζυλ κάθε απομεσήμερο, έπαιρνε τον καφέ τους και κάπνιζε το πούρο του, στο ψητοπωλείο του Αρτούρ …. ιάν (αρμενικής – προφανώς – καταγωγής, μία μεγάλη φωτογραφία του όρους Αραράτ χιονισμένου, δέσποζε στον τοίχο), στη γωνία των οδών Καλλιδρομίου και Ιπποκράτους, στα Εξάρχεια. Θα μου πείτε, περίεργο να πηγαίνει κανείς για καφέ σε ένα ψητοπωλείο. Νά ’ταν το μόνο παράξενο στον Ζυλ αυτό…. . Εκεί έκανε κι όλα τα ραντεβού του. Καθόταν πάντα στο γωνιακό τραπέζι, στην ακριανή καρέκλα, εκεί που ενώνονταν οι δύο τζαμαρίες. Στο πιο φανερό σημείο του μαγαζιού δηλαδή. Γι αυτό ίσως και το πιο απαρατήρητο. Βλέπεις όλοι κοιτούσαν πιο μέσα, πιο πέρα, πιο μακριά. Εκεί λοιπόν δεχόταν ο Ζυλ, διάφορους περίεργους τύπους, τα «ραντεβού» του - όπως τα ονόμαζε και συνομιλούσε μαζί τους. Κι όταν δεν έκανε αυτό μιλούσε στον Αρτούρ. Ανακατεύοντας τον καφέ στο φλυτζάνι του και δαγκώνοντας το πούρο του. Κι ο τεράστιος Αρτούρ, ένα ανθρώπινο βουνό 1, 95 ύψος και πάνω από 160 κιλά, τον άκουε εκστατικός με τα μαύρα μάτια του καρφωμένα στο Ζυλ. Πάντα κοστουμαρισμένος, χειμώνα - καλοκαίρι, με έναν αιώνιο μπερέ καρφωμένο στο κεφάλι, πάντα με γραββάτα εκτός από τις φορές που στη θέση της φόραε λαιμοδέτη καθολικού παππά (τρέχα γύρευε γιατί), με τα μεγάλα του γυαλιά και το παχύ, πυκνό μουστάκι του, άσπρο από τα χρόνια και κιτρινισμένο από τα πούρα.
……………………………
Ο Ζυλ λοιπόν, ή ο «Ζυλς» - όπως λάθος πρόφεραν τ’ όνομα του και έτσι τον φώναζαν κάποιοι μαγαζάτορες της γειτονιάς, ή - ακόμα χειρότερα - ο «Ζύλης» (ωστόσο αυτός δεν είχε πρόβλημα και σε όλα απάνταγε και τους αντιχαιρετούσε), πέρα από την ιεροτελεστία του καφέ που απαρέγκλιτα τηρούσε τα απομεσήμερα και - τερπνόν, μετά ωφελίμου - συνδύαζε με τις δουλειές του…. κατά περιόδους διακατεχόταν και από όρεξη για «άλλα» ροφήματα, πιο…. «πνευματώδη».
Τότε, μετακινείτο τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω, διαγωνίως, στο μπιλιαρδάδικο του Φριτς. Ο Φριτς (Φρειδερίκος κανονικά) ήταν κάτοχος γερμανικού ονοματεπωνύμου και μακρινός απόγονος αξιωματικού του βασιλέως Όθωνα που παντρεύτηκε Ελληνίδα και έμεινε στην Ελλάδα. Και τα δισεγγονοτρισέγγονα του δεν άλλαξαν τ’ όνομα τους, ούτε καν στην περίοδο του Πολέμου. Εκεί λοιπόν, στου Φριτς, καλά κρυμμένη απ’ τα τραπέζια, στο βάθος του μαγαζιού και σε σημείο που οι τζαμαρίες καλύπτονταν από βαριές κουρτίνες, λειτουργούσε μια μικρή, αλλά πλήρως εξοπλισμένη, με όλα τα ποτά μπάρα. Εκεί και σε δυο - τρία άλλα μέρη της γειτονιάς, όπως το εργαστήριο φύλλων και ζύμης του Ανέστη και το ραφτάδικο του Στάβρου, μαζεύονταν και τα κοπανούσαν οι γνωστοί, σκληροί πότες του κέντρου της Αθήνας, όταν «είχαν τις κλειστές τους». Όταν «είχαν τις ανοιχτές τους», συγκεντρώνονταν ευφρόσυνοι στα γνωστά καθαρόαιμα ποτάδικα, το Au Revoir, το Galaxy, το Λώρα και τα άλλα. Μα όταν ήθελαν να τα πιουν ήσυχοι και μονάχοι, πηγαίνανε στου Στάβρου και του Ανέστη και του Φριτς. Εκεί πήγαινε κι o Ζυλ…..
Συνεχίζεται……………..
……………………………
Ο Ζυλ λοιπόν, ή ο «Ζυλς» - όπως λάθος πρόφεραν τ’ όνομα του και έτσι τον φώναζαν κάποιοι μαγαζάτορες της γειτονιάς, ή - ακόμα χειρότερα - ο «Ζύλης» (ωστόσο αυτός δεν είχε πρόβλημα και σε όλα απάνταγε και τους αντιχαιρετούσε), πέρα από την ιεροτελεστία του καφέ που απαρέγκλιτα τηρούσε τα απομεσήμερα και - τερπνόν, μετά ωφελίμου - συνδύαζε με τις δουλειές του…. κατά περιόδους διακατεχόταν και από όρεξη για «άλλα» ροφήματα, πιο…. «πνευματώδη».
Τότε, μετακινείτο τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω, διαγωνίως, στο μπιλιαρδάδικο του Φριτς. Ο Φριτς (Φρειδερίκος κανονικά) ήταν κάτοχος γερμανικού ονοματεπωνύμου και μακρινός απόγονος αξιωματικού του βασιλέως Όθωνα που παντρεύτηκε Ελληνίδα και έμεινε στην Ελλάδα. Και τα δισεγγονοτρισέγγονα του δεν άλλαξαν τ’ όνομα τους, ούτε καν στην περίοδο του Πολέμου. Εκεί λοιπόν, στου Φριτς, καλά κρυμμένη απ’ τα τραπέζια, στο βάθος του μαγαζιού και σε σημείο που οι τζαμαρίες καλύπτονταν από βαριές κουρτίνες, λειτουργούσε μια μικρή, αλλά πλήρως εξοπλισμένη, με όλα τα ποτά μπάρα. Εκεί και σε δυο - τρία άλλα μέρη της γειτονιάς, όπως το εργαστήριο φύλλων και ζύμης του Ανέστη και το ραφτάδικο του Στάβρου, μαζεύονταν και τα κοπανούσαν οι γνωστοί, σκληροί πότες του κέντρου της Αθήνας, όταν «είχαν τις κλειστές τους». Όταν «είχαν τις ανοιχτές τους», συγκεντρώνονταν ευφρόσυνοι στα γνωστά καθαρόαιμα ποτάδικα, το Au Revoir, το Galaxy, το Λώρα και τα άλλα. Μα όταν ήθελαν να τα πιουν ήσυχοι και μονάχοι, πηγαίνανε στου Στάβρου και του Ανέστη και του Φριτς. Εκεί πήγαινε κι o Ζυλ…..
Συνεχίζεται……………..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου