Ήταν όλο οξοί ήχοι, στο μυθοπάζαρο
Αφηρηνιάστηκε και δίπλωσε προς τα πάνω
Ήξερε βέβαια, τώρα πια τάχα πως τίποτα
Σύλλεγε σκιάχτρα μονάχος
Βάση πήγαν που έστρωνε κέρματα
Βρέχει σκοπίμως
Μια σφραγίδα πουθενά
Τον διακάτεχαν φέτες από στιλπνό πορτοκάλι
Δεν ήταν πρόθυμοι οι τοίχοι του
Θα φύγω ξοπίσω
Φοβισμένα τα ασύδοτα σε απόχρωση οδύνης
Κάθισε μέσα του
Ένα φαιδρό μεθεόρτιο πέρα από σφήνες αρίστου
Τρόμος και γύψος
Η μητέρα χωρίστηκε μα η αυλή βήχει και κρίνει
Σε λιγνές καμήλες ακούμπησε
Είχε κι αυτός την ιδιαίτερη του κουβέρτα
Ο γόης που ρώταγε με προπέρσινο πέταλο
Μα και μήπως ιδιότητες χάνανε λάμψη στο πλήθος;
Πάλι και πάλι μουρμούριζε με βρεγμένο παπούτσι
Μια φίλη κορύφωνε στατικά απαρτία
Και συμπλήρωνε θάμνοντα, αναδύοντα κείνος
«- Βρε! Πού να;» τον προχώρησε
Κι αυτός γιάλωνε πρόκες
Να σου δύσω κορδόνια και πήδησε
Τώρα ξέρω κι εντόνως
Κάθε γιέτι μουρμούριζε σαραντάχρονη κάμπια
Κραταιός βατραχάνθρωπος με απαστράπτον σουσάμι
«- Τί μας λες αλεξίσφαιρα;»
Μήπως τρομάζει η παγίδα;
Θα συλληφθώ ούτε βούκινο, με θαλλασί πιρουέττες
Κρόκος στάζει κι ωρύεται
Συμβιβάζεται η τέρψη
Ο μειλήχιος γορίλλας μου
Ευφροσύνη και κλίμα
Σταυρωτός επιδιώκεται σπαρταρώντας πατίνια
Η αγάπη εκτίμησε οδοντόκρεμα βύνης
Μια ιδέα ασήμωσε σφριγηλή υπεροψία
Μ’ ένα πάθος σφυρήλατο καντίνας ανάσα
Δεν σπουδαίο ασσύμετρα
Γάτας μαχαίρι
Κουνιστή, κρυφοκίτρινη με τριάντα συνέπειες
Ανεξάντλητε πύθωνα ταπεινά καθελκύεις,
μ’ ένα στήθος παρήγορο μολυβένια σταφύλια
Ιδιοχείρως ξεσήκωσε ένα σμήνος ομπρέλλες
Πουθενά κάποια ίωση σα μια γλάστρα σαρδέλλες
Ωχριούν εξαπτέρυγα σε μια γέφυρα όντας
Κι από πάνω δυο πέρδικες σε ρυθμό εναντίον
Τρικυμία και όνειδος σε μια κούφια ταράτσα
Σιδεριάς εξαΰλωση στης γαλήνης το πέλος
Μέσα τώρα στο πέλαγος κηπουρέ, στρατηλάτη
Αναγόμωσις ύστερα με φορτίο πλημμύρας
Κουνούπια κι εσσώρουχα σε αρένα που δύει
Λίγο θά ‘θελα έντιμα να σου ντύνω την πίστη
Πανταχόθεν κλιμάκωση με σωρούς σημασίας
Με ερεθίζουνε κύματα αλλεπάληλης σκόνης
Αρχηγέ μου αλοίθωρε, ροχαλίζεις σαν πρίσμα
Στιβαρός τυφλοπόντικας ατενίζει τηγάνια
Σού ‘πα άλλωστε γίγαντα να διορίζεις μαδέρια
Ααααα! Στρογγυλή προκατάληψη, τρυφερή κουστωδία
Σαν το λύχνο ψιθύριζε ο μανδαρίνος σανδάλια
Σαν τσιπούρα ορθώθηκε η ανασφαλής μαζορέττα
Κρότος κι ένδειας επίδειξη θεοσεβούμενου πότη
Και λυγμός ένας τετράγωνος αμφιβάλλει μονίμως
Δε διαρκεί η συνείδηση στην αυλαία που ουρλιάζει
Κάνω κάτι ορόσημα και μετά γδέρνω μπίρες
«- Σού ΄χει τύχει αφαλτόστρωση;»
Νομίζω πνίγηκε απ’ έξω
Με θανάσιμη κλείδωση κι ένα τέλος ξοάνου
Ως τις τρεις σβήνουν μεσάνυχτα
Σε αυτό το τετράδιο πισίνας.
Αφηρηνιάστηκε και δίπλωσε προς τα πάνω
Ήξερε βέβαια, τώρα πια τάχα πως τίποτα
Σύλλεγε σκιάχτρα μονάχος
Βάση πήγαν που έστρωνε κέρματα
Βρέχει σκοπίμως
Μια σφραγίδα πουθενά
Τον διακάτεχαν φέτες από στιλπνό πορτοκάλι
Δεν ήταν πρόθυμοι οι τοίχοι του
Θα φύγω ξοπίσω
Φοβισμένα τα ασύδοτα σε απόχρωση οδύνης
Κάθισε μέσα του
Ένα φαιδρό μεθεόρτιο πέρα από σφήνες αρίστου
Τρόμος και γύψος
Η μητέρα χωρίστηκε μα η αυλή βήχει και κρίνει
Σε λιγνές καμήλες ακούμπησε
Είχε κι αυτός την ιδιαίτερη του κουβέρτα
Ο γόης που ρώταγε με προπέρσινο πέταλο
Μα και μήπως ιδιότητες χάνανε λάμψη στο πλήθος;
Πάλι και πάλι μουρμούριζε με βρεγμένο παπούτσι
Μια φίλη κορύφωνε στατικά απαρτία
Και συμπλήρωνε θάμνοντα, αναδύοντα κείνος
«- Βρε! Πού να;» τον προχώρησε
Κι αυτός γιάλωνε πρόκες
Να σου δύσω κορδόνια και πήδησε
Τώρα ξέρω κι εντόνως
Κάθε γιέτι μουρμούριζε σαραντάχρονη κάμπια
Κραταιός βατραχάνθρωπος με απαστράπτον σουσάμι
«- Τί μας λες αλεξίσφαιρα;»
Μήπως τρομάζει η παγίδα;
Θα συλληφθώ ούτε βούκινο, με θαλλασί πιρουέττες
Κρόκος στάζει κι ωρύεται
Συμβιβάζεται η τέρψη
Ο μειλήχιος γορίλλας μου
Ευφροσύνη και κλίμα
Σταυρωτός επιδιώκεται σπαρταρώντας πατίνια
Η αγάπη εκτίμησε οδοντόκρεμα βύνης
Μια ιδέα ασήμωσε σφριγηλή υπεροψία
Μ’ ένα πάθος σφυρήλατο καντίνας ανάσα
Δεν σπουδαίο ασσύμετρα
Γάτας μαχαίρι
Κουνιστή, κρυφοκίτρινη με τριάντα συνέπειες
Ανεξάντλητε πύθωνα ταπεινά καθελκύεις,
μ’ ένα στήθος παρήγορο μολυβένια σταφύλια
Ιδιοχείρως ξεσήκωσε ένα σμήνος ομπρέλλες
Πουθενά κάποια ίωση σα μια γλάστρα σαρδέλλες
Ωχριούν εξαπτέρυγα σε μια γέφυρα όντας
Κι από πάνω δυο πέρδικες σε ρυθμό εναντίον
Τρικυμία και όνειδος σε μια κούφια ταράτσα
Σιδεριάς εξαΰλωση στης γαλήνης το πέλος
Μέσα τώρα στο πέλαγος κηπουρέ, στρατηλάτη
Αναγόμωσις ύστερα με φορτίο πλημμύρας
Κουνούπια κι εσσώρουχα σε αρένα που δύει
Λίγο θά ‘θελα έντιμα να σου ντύνω την πίστη
Πανταχόθεν κλιμάκωση με σωρούς σημασίας
Με ερεθίζουνε κύματα αλλεπάληλης σκόνης
Αρχηγέ μου αλοίθωρε, ροχαλίζεις σαν πρίσμα
Στιβαρός τυφλοπόντικας ατενίζει τηγάνια
Σού ‘πα άλλωστε γίγαντα να διορίζεις μαδέρια
Ααααα! Στρογγυλή προκατάληψη, τρυφερή κουστωδία
Σαν το λύχνο ψιθύριζε ο μανδαρίνος σανδάλια
Σαν τσιπούρα ορθώθηκε η ανασφαλής μαζορέττα
Κρότος κι ένδειας επίδειξη θεοσεβούμενου πότη
Και λυγμός ένας τετράγωνος αμφιβάλλει μονίμως
Δε διαρκεί η συνείδηση στην αυλαία που ουρλιάζει
Κάνω κάτι ορόσημα και μετά γδέρνω μπίρες
«- Σού ΄χει τύχει αφαλτόστρωση;»
Νομίζω πνίγηκε απ’ έξω
Με θανάσιμη κλείδωση κι ένα τέλος ξοάνου
Ως τις τρεις σβήνουν μεσάνυχτα
Σε αυτό το τετράδιο πισίνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου