(Άρθρο της εφημερίδος «Η Μεταμεσονυκτία», από τη στήλη «Ανταποκρίσεις»)
Περίπου 1908 χρόνια πέρασαν, αγαπητοί αναγνώστες, από το θάνατο του Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Κυρίου, σε προχωρημένη ηλικία στην Έφεσο και μερικά ακόμη παραπάνω, από τότε που σε παραληρηματική κατάσταση, πλήρης ένθεης έμπνευσης, έγραφε μέσα σε ένα σπήλαιο, εξόριστος στη νήσο Πάτμο, τα περίφημα κείμενα της Αποκάλυψης, και μόλις φέτος δόθηκε μια νέα διάσταση σε ένα από τα πιο γνωστά, πολυσχολιασμένα και ποικιλότροπα ανά τις εποχές ερμηνευμένα εδάφια, εκείνο που αφορά τον Αριθμό του Θηρίου: 666.
Αυτό συνέβη πριν λίγες εβδομάδες, οπότε και δημοσιεύθηκε στην έγκυρη, ιστορική εφημερίδα «Καιροί» του Λονδίνου, το σχετικό άρθρο από τον θρυλικό δημοσιογράφο και (ας μας επιτραπεί αγαπητοί ανα-γνώστες ο –δικαιολογημένα- υπερήφανος κομπασμός): προσωπικό φίλο Τζέραλντ Αλλοΐσιους Χοίραμ Μακ Χογκ, αυτόν τον ευπατρίδη της δημοσιογραφίας, τον επί σαράντα και πλέον έτη ακαταπόνητο εργάτη της πέννας, τον χαλκέντερο ερευνητή της αλήθειας, τον πρωτοπόρο της ενημέρωσης, τον μαχητή της είδησης, το ίνδαλμα, το πρότυπο για αναρίθμητους συναδέλφους του κλάδου μας.
Στο άρθρο του λοιπόν ο Μακ Χογκ, στα πλαίσια της ευρύτερης, πολυετούς έρευνας του για τον αποκρυφισμό, έρευνας που έγινε με απόλυτη ψυχραιμία και νηφαλιότητα – όπως άλλωστε απαιτούσε η ιδιαιτερότητα του θέματος - , στάση που έγινε σεβαστή από τους αντιπροσώπους οργανώσεων και κινημάτων του χώρου, που παγίως δεν ήθελαν να έχουν την παραμικρή σχέση με δημοσιογράφους ή μέσα ενημέρωσης εν γένει. Εξ ου και οι ιστορικές του συνεντεύξεις με τους αντιπροσώπους της Εκκλησίας του Σατανά: Άντον Λε Βαίη και τους κληρονόμους του Αλλέιστερ Κρώλλεη.
Αυτή τη φορά ο Μακ Χογκ, ανακοινώνει ότι συναντήθηκε με τους τελευταίους αντιπροσώπους της «Σέχτας των οπαδών του Θηρίου», της αποκρυφιστικής οργάνωσης ή ύπαρξη της οποίας εικαζόταν εδώ και αιώνες, πλην όμως για πρώτη φορά επιβεβαιώνεται με στοιχεία (που δημοσιοποιούνται με λεπτομέρειες, εκτός των ονομάτων – που ωστόσο βρίσκονται στη διάθεση του αρχισυντάκτη της εφημερίδος- ). Ταυτόχρονα δηλώνεται η διάλυση της, καθώς – όπως εξηγούν τα αποχωρούντα ηγετικά της στελέχη – ο ιερός σκοπός της, που πιστά υπηρετήθηκε δια μέσου των αιώνων από χιλιάδες μέλη, έχει πλέον ανεπανόρθωτα και οριστικά αποτύχει.
Ο δημοσιογράφος, αφού ανακοινώνει την προσεχή έκδοση επίτομου έργου που θα καλύπτει πλήρως και ενδελεχώς τη συναρπαστική αυτή ιστορία, συνοδευόμενο και από πλήθος οπτικοακουστικά ντοκουμέντα σε ψηφιακό δίσκο ντηβηντή, αναλύει συντομογραφικά το θέμα.
Ιδρυτής της μυστικής σέχτας, ήταν ο …. (όνομα διαθέσιμο), συμβολαιογράφος στο Παρίσι το 13ο αιώνα, που πάτησε τον επαγγελματικό όρκο και αφιερώθηκε στο νέο, ιερό σκοπό του, λίγες εβδομάδες αφού συνέταξε τη διαθήκη ενός γηραλέου μέλους του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας, ελληνικής καταγωγής, ονόματι Φανούρη Φανφαρόνη, ο οποίος είχε – εν τω μεταξύ – πεθάνει. Η παρακαταθήκη του γέροντα ιππότη και η εξιστόρηση του βίου του, συγκίνησαν βαθιά το συμβολαιογράφο που αποφάσισε να οικειοποιηθεί τη διαθήκη και μην την κοινοποιήσει στους μακρινούς συγγενείς του στην Ελλάδα, στον τόπο καταγωγής του, στη νήσο Πάτμο.
Και η ιστορία ήταν αυτή: νεαρός ψαράς στο νησί ο Φανφαρόνης, θέλγονταν ιδιαίτερα στην συναναστροφή των μοναχών του μοναστηριού (της περίφημης Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που χτίσθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα στο νησί), που αρέσκονταν να κατηχούν ή να επιχειρούν να μορφώσουν τα παιδιά και τους νέους.
Και πιο πολύ του άρεσε να ακούει τις ιστορίες για την Αποκάλυψη, που ερέθιζαν την ευαίσθητη φύση του και έκαναν τη ζωηρή του φαντασία να καλπάζει. Πολλές φορές μάλιστα πήγαινε μέχρι το σπήλαιο της Αποκάλυψης, κούρνιαζε εκεί δίπλα στην είσοδο του σπηλαίου, μισόκλεινε τα μάτια του και ονειροπολούσε με τις ώρες. Φανταζόταν ότι στο βάθος του σπηλαίου βρισκόταν ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ο Θεολόγος, ο μαθητής του Κυρίου, που νέος ήταν ψαράς κι αυτός σαν κι εκείνον, και τώρα σε γεράματα βαθιά, σκυμμένος πάνω στο βράχο έγραφε πυρετικά στο τρεμάμενο φως των κεριών τα ιερά κείμενα, μέρος των οποίων του υπαγόρευε η Φωνή που έβγαινε με ένα φύσημα από ένα σχίσιμο στο βράχο, και άλλα υπαγόρευε εκείνος στον πιστό μαθητή του Πρόχορο που τον συντρόφευε ορισμένα βράδυα.
Kι έπειτα ο νεαρός Φανούρης αρρώστησε βαριά από την επιδημία που χτύπησε το νησί κι αφάνισε πολλούς από τους κατοίκους και ψήθηκε στον πυρετό για μέρες και νύχτες πολλές, κατά τη διάρκεια μιας από τι οποίες είδε ένα όραμα που θεώρησε θεόσταλτο και ερμήνευσε αφ’ εαυτού, εκείνος ο αμόρφωτος ψαράς, ότι οι σοφοί καλόγεροι πάνω στο μοναστήρι κι άλλοι πολλοί πριν από αυτούς δεν είχαν καταλάβει. Μα αυτός κατάλαβε και είδε τί ήταν ο αριθμός του Θηρίου. Κι από τότε, αφού συνήλθε και ανάρρωσε από την ασθένεια κι έγινε καλά, δε βρήκε ησυχία κι ο τόπος δεν τον χώραγε.
Τό ‘σκασε με την πρώτη ευκαιρία, σαλτάροντας σ’ ένα μανιάτικο κουρσάρικο μπάρκο που είχε αράξει σε μια απόμερη παραλία του νησιού. Δυο χρόνια γύριζε το Αιγαίο κουρσεύοντας ασταμάτητα. Σκλήρυναν τα χέρια του από τις δουλειές, από τους τραχείς κάβους κι από του σπαθιού το αδιάκοπο χτύπημα, σκάφτηκε το πρόσωπο του από τον αέρα και την αρμύρα, μάκρυναν τα μαλλιά και τα μουστάκια και τα γένια του, κρέμασε σιδερένιους κρίκους και στα δυο του αυτιά και χτύπησε στάμπες στους ώμους και τα μπράτσα του. Και στα δυο χρόνια πάνω «μετακόμισε» σ’ ένα μπαρμπερίνικο πειρατικό. Με αυτό «οι δουλειές ανοίξανε». Οι Μπαρμπερίνοι αλωνίζανε όλη τη Μεσόγειο. Άλλα τέσσερα χρόνια έμεινε με τους πειρατές. Το παλιό του όραμα τό ‘χε πια σχεδόν ξεχάσει.
Κι ύστερα, μια μέρα έτσι ξαφνικά, τα παράτησε κι έμεινε στη Μάλτα. Γοητεύθηκε εκεί από τους ιππότες κι έβαλε σκοπό να γίνει ένας από αυτούς. Κι όσο κι αν αυτό φαίνεται απίθανο, με χίλιες δυσκολίες και περνώντας τις πιο απίστευτες δοκιμασίες, τα κατάφερε (το σημείο αυτό της ιστορίας αναλύεται διεξοδικά στο βιβλίο, ενώ στο δίσκο ντηβηντή υπάρχει δραμα-τοποιημένο απόσπασμα με πρωταγωνιστή το διάσημο γόη ηθοποιό του Χολλυγούντ, Τζος Χωλλογουαίη).
Η ιερατική διάσταση στις πεποιθήσεις και τους σκοπούς του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας, συγκίνησε τον Φανφαρόνη, που αποφάσισε να επικεντρωθεί σε αυτήν και όχι στις παρεκτροπές ή τις συχνές ακρότητες, τις οποίες – δυστυχώς – συνήθιζαν πολλοί από τους τωρινούς συντρόφους του, που γίνονταν έτσι όμοιοι με τους προηγούμενους, μόνο που τούτοι είχαν στο λάβαρο τους το σταυρό αντί του τρομερού κρανίου με τα διασταυρούμενα οστά. Ζώντας πειθαρχημένα, ασκητικά κι ενάρετα, άρχισε να νοιώθει και πάλι σιγά-σιγά και να θυμάται την αίσθηση της ιερής ατμόσφαιρας του νησιού του και τις διδαχές των μοναχών που με τα χρόνια είχε ξεχάσει.
Και θυμήθηκε το βραδινό του όραμα , θυμήθηκε τη σημασία του αριθμού του Θηρίου: 6 και 6 και 6. Εξιακόσια εξήντα έξη – αυτός ήταν ο αριθμός του Θηρίου, που ξεκίνησε μια μέρα να το βρει και να το αντιμετωπίσει. Του πήρε χρόνια πολλά. Γύρισε όλους τους τόπους ακολουθώντας τα σημάδια του οράματος, ρώτησε μάγους, αλχημιστές, σοφούς, σαμάνους, τρελλούς… χίλιες φορές απέτυχε, δέκα χιλιάδες φορές απελπίστηκε, μα δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια ποτέ.
Είχαν ασπρίσει πια τα μακριά μαλλιά και τα γένια του, όταν μια μέρα (άλλη μια μέρα που κυνηγούσε τον ιερό σκοπό του) στην έρημο της Αλγερίας, βρέθηκε έξω από μια σκοτεινή σπηλιά. Ένοιωσε περίεργα, το δέρμα του ανατρίχιασε κι άρχισε να μυρίζει θειάφι και να ακούει ένα υπόκωφο ήχο από τα βάθη της σπηλιάς. Σε λίγο η μυρωδιά έγινε αποπνικτική, ο ήχος εκκωφαντικός και στην είσοδο του σπηλαίου φάνηκε το πιο αποτρόπαιο πλάσμα που είχε ποτέ στη γη πατήσει, της ίδιας της Κόλασης ξέβρασμα, του Εωσφόρου δημιούργημα, τεράστιο, αποτρόπαιο και απειλητικό. Ο ατρόμητος ιππότης Φανούρης Φανφαρόνης, ένοιωσε προς στιγμήν την καρδιά του να σταματάει. Όμως αμέσως συνήλθε, έκανε το σταυρό του και κραδαίνοντας το ξίφος του χίμηξε στο Θηρίο. Πάλεψαν με λύσσα ως τη δύση του ηλίου κι ύστερα κι άλλο ως την ανατολή. Πιο λυσσαλέα μάχη δεν είχε ξαναδοθεί από κτίσεως αυτού το κόσμου. Και την ώρα που ο ήλιος του Θεού άρχισε να στέλνει τις ακτίνες του στους αμμόλοφους και τα πετρώδη βουνά, την ώρα που η νέα μέρα ξημέρωνε κι όλα πλημμύριζαν με φως, ο γενναίος Φανφαρόνης με ένα αποφασιστικό και καίριο κτύπημα, βύθισε το ξίφος του στην καρδιά του Θηρίου και το αποτελείωσε.
Αφού προσευχήθηκε ευλαβικά, χωρίς να χάσει ούτε λεπτό, άρχισε να γδέρνει το τεράστιο σώμα, παίρνοντας το δέρμα κι αφήνοντας – βορά στα όρνεα και τα τσακάλια της ερήμου – την ανόσια σάρκα του τεράστιου σώματος του θηρίου.
Το δέρμα αυτό κόπηκε συμβολικά σε 666 κομμάτια, τα οποία μοιράστηκαν σε διάφορα σημεία, σε φημισμένους μάστορες της εποχής, τόσο στη Βαλέτα της Μάλτας, όσο και στην Αλάμβρα της Ισπανίας, την Αμβέρσα του Βελγίου, τη Φλωρενδία της Ιταλίας, τη Γοτίγγη της Γερμανίας και μερικά βέβαια στη μικρή, ταπεινή Πάτμο, στην Ελλάδα.
Οι μάστορες επεξεργάστηκαν τα κομμάτια του δέρματος και έφτιαξαν από αυτά 666 ζευγάρια παπούτσια διαφόρων μεγεθών και σχεδίων, ανδρικά, γυναικεία και παιδικά. Το πρώτο από αυτά τα ζευγάρια το φορούσε ο ίδιος ο Φανφαρόνης, ένα εξαιρετικό ζευγάρι μαλακά μοκασίνια, αναπαυτικά και άνετα για τα γέρικα, ταλαιπωρημένα του πόδια. Κι αυτά ήταν τα υποδήματα της νεκρικής φορεσιάς του γενναίου Ιππότη. Ο Γάλλος συμβολαιογράφος τα είδε με τα μάτια του.
Η δόλια ιδέα που κατέλαβε τον αξιολύπητο αυτό άνθρωπο και δεν τον απέτρεψε ούτε από την φρικτή πράξη της τυμβωρυχίας, ούτε από πολλές ανομολόγητες άλλες, ήταν να συγκεντρώσει τα 666 ζευγάρια παπούτσια, να ενώσει τα κομμάτια του δέρματος, να φέρει και πάλι – με τελετές μαύρης μαγείας – στη ζωή το Θηρίο και να κατακτήσει ανείπωτη δύναμη ως πιστός υπηρέτης του.
Για να πετύχει το σκοπό του προσηλύτισε πολλούς, που όταν εκείνος πέθανε (χωρίς όπως ο Φανφαρόνης, να έχει δει το όνειρο του να γίνεται πραγματικότητα), κάλεσαν με τη σειρά τους άλλους, κι αυτοί άλλους. Όμως η σκοτεινή αυτή οργάνωση δεν τα κατάφερε. Στην καλύτερη εποχή τους, κατάφεραν να συγκεντρώσουν σε μια απόρθητη κρύπτη, στη μυστική Στοά τους, κάπου στην παλιά πόλη της Πράγας, γύρω στα 333 ζευγάρια. Τα υπόλοιπα με τα χρόνια χάθηκαν, ή έλιωσαν από την πολύ χρήση και πετάχτηκαν ή κόπηκαν σε λωρίδες και μικρά κομμάτια και γίνανε μπαλώματα άλλων παπουτσιών και χαλινάρια των αλόγων και καλύμματα ματιών των μουλαριών.
Σύμφωνα δε με τις πληροφορίες των μελών της οργάνωσης, που γι αυτό πλέον διαλύεται, το τελευταίο αφόρετο ζεύγος υποδημάτων, το Εξιακοσιοστοεξηκοστοέκτο – το 666ο (γυναικείο το συγκεκριμένο) – περίπου 700 χρόνια από τότε που κατασκευάστηκε, έφθασε (ποιός ξέρει με τί απίθανο περιπετειώδη τρόπο) στην Ελλάδα, στην τωρινή της πρωτεύουσα, την Αθήνα, όπου και – χωρίς αμφιβολία – θα πωληθεί την περίοδο των εορτών, σε κάποια ανύποπτη δεσποινίδα που θα χαίρεται με την ποιότητα και την κομψότητα των καινούριων της παπουτσιών, χωρίς ούτε κατά διάνοια να υποψιάζεται την τρομερή τους ιστορία και την υπερβατική τους σημασία!
Για την ανταπόκριση και με τις καλύτερες ευχές μας για χαρούμενες γιορτές, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί αναγνώστες: Αλληλούια!
Περίπου 1908 χρόνια πέρασαν, αγαπητοί αναγνώστες, από το θάνατο του Ιωάννη, του αγαπημένου μαθητή του Κυρίου, σε προχωρημένη ηλικία στην Έφεσο και μερικά ακόμη παραπάνω, από τότε που σε παραληρηματική κατάσταση, πλήρης ένθεης έμπνευσης, έγραφε μέσα σε ένα σπήλαιο, εξόριστος στη νήσο Πάτμο, τα περίφημα κείμενα της Αποκάλυψης, και μόλις φέτος δόθηκε μια νέα διάσταση σε ένα από τα πιο γνωστά, πολυσχολιασμένα και ποικιλότροπα ανά τις εποχές ερμηνευμένα εδάφια, εκείνο που αφορά τον Αριθμό του Θηρίου: 666.
Αυτό συνέβη πριν λίγες εβδομάδες, οπότε και δημοσιεύθηκε στην έγκυρη, ιστορική εφημερίδα «Καιροί» του Λονδίνου, το σχετικό άρθρο από τον θρυλικό δημοσιογράφο και (ας μας επιτραπεί αγαπητοί ανα-γνώστες ο –δικαιολογημένα- υπερήφανος κομπασμός): προσωπικό φίλο Τζέραλντ Αλλοΐσιους Χοίραμ Μακ Χογκ, αυτόν τον ευπατρίδη της δημοσιογραφίας, τον επί σαράντα και πλέον έτη ακαταπόνητο εργάτη της πέννας, τον χαλκέντερο ερευνητή της αλήθειας, τον πρωτοπόρο της ενημέρωσης, τον μαχητή της είδησης, το ίνδαλμα, το πρότυπο για αναρίθμητους συναδέλφους του κλάδου μας.
Στο άρθρο του λοιπόν ο Μακ Χογκ, στα πλαίσια της ευρύτερης, πολυετούς έρευνας του για τον αποκρυφισμό, έρευνας που έγινε με απόλυτη ψυχραιμία και νηφαλιότητα – όπως άλλωστε απαιτούσε η ιδιαιτερότητα του θέματος - , στάση που έγινε σεβαστή από τους αντιπροσώπους οργανώσεων και κινημάτων του χώρου, που παγίως δεν ήθελαν να έχουν την παραμικρή σχέση με δημοσιογράφους ή μέσα ενημέρωσης εν γένει. Εξ ου και οι ιστορικές του συνεντεύξεις με τους αντιπροσώπους της Εκκλησίας του Σατανά: Άντον Λε Βαίη και τους κληρονόμους του Αλλέιστερ Κρώλλεη.
Αυτή τη φορά ο Μακ Χογκ, ανακοινώνει ότι συναντήθηκε με τους τελευταίους αντιπροσώπους της «Σέχτας των οπαδών του Θηρίου», της αποκρυφιστικής οργάνωσης ή ύπαρξη της οποίας εικαζόταν εδώ και αιώνες, πλην όμως για πρώτη φορά επιβεβαιώνεται με στοιχεία (που δημοσιοποιούνται με λεπτομέρειες, εκτός των ονομάτων – που ωστόσο βρίσκονται στη διάθεση του αρχισυντάκτη της εφημερίδος- ). Ταυτόχρονα δηλώνεται η διάλυση της, καθώς – όπως εξηγούν τα αποχωρούντα ηγετικά της στελέχη – ο ιερός σκοπός της, που πιστά υπηρετήθηκε δια μέσου των αιώνων από χιλιάδες μέλη, έχει πλέον ανεπανόρθωτα και οριστικά αποτύχει.
Ο δημοσιογράφος, αφού ανακοινώνει την προσεχή έκδοση επίτομου έργου που θα καλύπτει πλήρως και ενδελεχώς τη συναρπαστική αυτή ιστορία, συνοδευόμενο και από πλήθος οπτικοακουστικά ντοκουμέντα σε ψηφιακό δίσκο ντηβηντή, αναλύει συντομογραφικά το θέμα.
Ιδρυτής της μυστικής σέχτας, ήταν ο …. (όνομα διαθέσιμο), συμβολαιογράφος στο Παρίσι το 13ο αιώνα, που πάτησε τον επαγγελματικό όρκο και αφιερώθηκε στο νέο, ιερό σκοπό του, λίγες εβδομάδες αφού συνέταξε τη διαθήκη ενός γηραλέου μέλους του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας, ελληνικής καταγωγής, ονόματι Φανούρη Φανφαρόνη, ο οποίος είχε – εν τω μεταξύ – πεθάνει. Η παρακαταθήκη του γέροντα ιππότη και η εξιστόρηση του βίου του, συγκίνησαν βαθιά το συμβολαιογράφο που αποφάσισε να οικειοποιηθεί τη διαθήκη και μην την κοινοποιήσει στους μακρινούς συγγενείς του στην Ελλάδα, στον τόπο καταγωγής του, στη νήσο Πάτμο.
Και η ιστορία ήταν αυτή: νεαρός ψαράς στο νησί ο Φανφαρόνης, θέλγονταν ιδιαίτερα στην συναναστροφή των μοναχών του μοναστηριού (της περίφημης Μονής του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου που χτίσθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα στο νησί), που αρέσκονταν να κατηχούν ή να επιχειρούν να μορφώσουν τα παιδιά και τους νέους.
Και πιο πολύ του άρεσε να ακούει τις ιστορίες για την Αποκάλυψη, που ερέθιζαν την ευαίσθητη φύση του και έκαναν τη ζωηρή του φαντασία να καλπάζει. Πολλές φορές μάλιστα πήγαινε μέχρι το σπήλαιο της Αποκάλυψης, κούρνιαζε εκεί δίπλα στην είσοδο του σπηλαίου, μισόκλεινε τα μάτια του και ονειροπολούσε με τις ώρες. Φανταζόταν ότι στο βάθος του σπηλαίου βρισκόταν ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ο Θεολόγος, ο μαθητής του Κυρίου, που νέος ήταν ψαράς κι αυτός σαν κι εκείνον, και τώρα σε γεράματα βαθιά, σκυμμένος πάνω στο βράχο έγραφε πυρετικά στο τρεμάμενο φως των κεριών τα ιερά κείμενα, μέρος των οποίων του υπαγόρευε η Φωνή που έβγαινε με ένα φύσημα από ένα σχίσιμο στο βράχο, και άλλα υπαγόρευε εκείνος στον πιστό μαθητή του Πρόχορο που τον συντρόφευε ορισμένα βράδυα.
Kι έπειτα ο νεαρός Φανούρης αρρώστησε βαριά από την επιδημία που χτύπησε το νησί κι αφάνισε πολλούς από τους κατοίκους και ψήθηκε στον πυρετό για μέρες και νύχτες πολλές, κατά τη διάρκεια μιας από τι οποίες είδε ένα όραμα που θεώρησε θεόσταλτο και ερμήνευσε αφ’ εαυτού, εκείνος ο αμόρφωτος ψαράς, ότι οι σοφοί καλόγεροι πάνω στο μοναστήρι κι άλλοι πολλοί πριν από αυτούς δεν είχαν καταλάβει. Μα αυτός κατάλαβε και είδε τί ήταν ο αριθμός του Θηρίου. Κι από τότε, αφού συνήλθε και ανάρρωσε από την ασθένεια κι έγινε καλά, δε βρήκε ησυχία κι ο τόπος δεν τον χώραγε.
Τό ‘σκασε με την πρώτη ευκαιρία, σαλτάροντας σ’ ένα μανιάτικο κουρσάρικο μπάρκο που είχε αράξει σε μια απόμερη παραλία του νησιού. Δυο χρόνια γύριζε το Αιγαίο κουρσεύοντας ασταμάτητα. Σκλήρυναν τα χέρια του από τις δουλειές, από τους τραχείς κάβους κι από του σπαθιού το αδιάκοπο χτύπημα, σκάφτηκε το πρόσωπο του από τον αέρα και την αρμύρα, μάκρυναν τα μαλλιά και τα μουστάκια και τα γένια του, κρέμασε σιδερένιους κρίκους και στα δυο του αυτιά και χτύπησε στάμπες στους ώμους και τα μπράτσα του. Και στα δυο χρόνια πάνω «μετακόμισε» σ’ ένα μπαρμπερίνικο πειρατικό. Με αυτό «οι δουλειές ανοίξανε». Οι Μπαρμπερίνοι αλωνίζανε όλη τη Μεσόγειο. Άλλα τέσσερα χρόνια έμεινε με τους πειρατές. Το παλιό του όραμα τό ‘χε πια σχεδόν ξεχάσει.
Κι ύστερα, μια μέρα έτσι ξαφνικά, τα παράτησε κι έμεινε στη Μάλτα. Γοητεύθηκε εκεί από τους ιππότες κι έβαλε σκοπό να γίνει ένας από αυτούς. Κι όσο κι αν αυτό φαίνεται απίθανο, με χίλιες δυσκολίες και περνώντας τις πιο απίστευτες δοκιμασίες, τα κατάφερε (το σημείο αυτό της ιστορίας αναλύεται διεξοδικά στο βιβλίο, ενώ στο δίσκο ντηβηντή υπάρχει δραμα-τοποιημένο απόσπασμα με πρωταγωνιστή το διάσημο γόη ηθοποιό του Χολλυγούντ, Τζος Χωλλογουαίη).
Η ιερατική διάσταση στις πεποιθήσεις και τους σκοπούς του Τάγματος των Ιπποτών της Μάλτας, συγκίνησε τον Φανφαρόνη, που αποφάσισε να επικεντρωθεί σε αυτήν και όχι στις παρεκτροπές ή τις συχνές ακρότητες, τις οποίες – δυστυχώς – συνήθιζαν πολλοί από τους τωρινούς συντρόφους του, που γίνονταν έτσι όμοιοι με τους προηγούμενους, μόνο που τούτοι είχαν στο λάβαρο τους το σταυρό αντί του τρομερού κρανίου με τα διασταυρούμενα οστά. Ζώντας πειθαρχημένα, ασκητικά κι ενάρετα, άρχισε να νοιώθει και πάλι σιγά-σιγά και να θυμάται την αίσθηση της ιερής ατμόσφαιρας του νησιού του και τις διδαχές των μοναχών που με τα χρόνια είχε ξεχάσει.
Και θυμήθηκε το βραδινό του όραμα , θυμήθηκε τη σημασία του αριθμού του Θηρίου: 6 και 6 και 6. Εξιακόσια εξήντα έξη – αυτός ήταν ο αριθμός του Θηρίου, που ξεκίνησε μια μέρα να το βρει και να το αντιμετωπίσει. Του πήρε χρόνια πολλά. Γύρισε όλους τους τόπους ακολουθώντας τα σημάδια του οράματος, ρώτησε μάγους, αλχημιστές, σοφούς, σαμάνους, τρελλούς… χίλιες φορές απέτυχε, δέκα χιλιάδες φορές απελπίστηκε, μα δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια ποτέ.
Είχαν ασπρίσει πια τα μακριά μαλλιά και τα γένια του, όταν μια μέρα (άλλη μια μέρα που κυνηγούσε τον ιερό σκοπό του) στην έρημο της Αλγερίας, βρέθηκε έξω από μια σκοτεινή σπηλιά. Ένοιωσε περίεργα, το δέρμα του ανατρίχιασε κι άρχισε να μυρίζει θειάφι και να ακούει ένα υπόκωφο ήχο από τα βάθη της σπηλιάς. Σε λίγο η μυρωδιά έγινε αποπνικτική, ο ήχος εκκωφαντικός και στην είσοδο του σπηλαίου φάνηκε το πιο αποτρόπαιο πλάσμα που είχε ποτέ στη γη πατήσει, της ίδιας της Κόλασης ξέβρασμα, του Εωσφόρου δημιούργημα, τεράστιο, αποτρόπαιο και απειλητικό. Ο ατρόμητος ιππότης Φανούρης Φανφαρόνης, ένοιωσε προς στιγμήν την καρδιά του να σταματάει. Όμως αμέσως συνήλθε, έκανε το σταυρό του και κραδαίνοντας το ξίφος του χίμηξε στο Θηρίο. Πάλεψαν με λύσσα ως τη δύση του ηλίου κι ύστερα κι άλλο ως την ανατολή. Πιο λυσσαλέα μάχη δεν είχε ξαναδοθεί από κτίσεως αυτού το κόσμου. Και την ώρα που ο ήλιος του Θεού άρχισε να στέλνει τις ακτίνες του στους αμμόλοφους και τα πετρώδη βουνά, την ώρα που η νέα μέρα ξημέρωνε κι όλα πλημμύριζαν με φως, ο γενναίος Φανφαρόνης με ένα αποφασιστικό και καίριο κτύπημα, βύθισε το ξίφος του στην καρδιά του Θηρίου και το αποτελείωσε.
Αφού προσευχήθηκε ευλαβικά, χωρίς να χάσει ούτε λεπτό, άρχισε να γδέρνει το τεράστιο σώμα, παίρνοντας το δέρμα κι αφήνοντας – βορά στα όρνεα και τα τσακάλια της ερήμου – την ανόσια σάρκα του τεράστιου σώματος του θηρίου.
Το δέρμα αυτό κόπηκε συμβολικά σε 666 κομμάτια, τα οποία μοιράστηκαν σε διάφορα σημεία, σε φημισμένους μάστορες της εποχής, τόσο στη Βαλέτα της Μάλτας, όσο και στην Αλάμβρα της Ισπανίας, την Αμβέρσα του Βελγίου, τη Φλωρενδία της Ιταλίας, τη Γοτίγγη της Γερμανίας και μερικά βέβαια στη μικρή, ταπεινή Πάτμο, στην Ελλάδα.
Οι μάστορες επεξεργάστηκαν τα κομμάτια του δέρματος και έφτιαξαν από αυτά 666 ζευγάρια παπούτσια διαφόρων μεγεθών και σχεδίων, ανδρικά, γυναικεία και παιδικά. Το πρώτο από αυτά τα ζευγάρια το φορούσε ο ίδιος ο Φανφαρόνης, ένα εξαιρετικό ζευγάρι μαλακά μοκασίνια, αναπαυτικά και άνετα για τα γέρικα, ταλαιπωρημένα του πόδια. Κι αυτά ήταν τα υποδήματα της νεκρικής φορεσιάς του γενναίου Ιππότη. Ο Γάλλος συμβολαιογράφος τα είδε με τα μάτια του.
Η δόλια ιδέα που κατέλαβε τον αξιολύπητο αυτό άνθρωπο και δεν τον απέτρεψε ούτε από την φρικτή πράξη της τυμβωρυχίας, ούτε από πολλές ανομολόγητες άλλες, ήταν να συγκεντρώσει τα 666 ζευγάρια παπούτσια, να ενώσει τα κομμάτια του δέρματος, να φέρει και πάλι – με τελετές μαύρης μαγείας – στη ζωή το Θηρίο και να κατακτήσει ανείπωτη δύναμη ως πιστός υπηρέτης του.
Για να πετύχει το σκοπό του προσηλύτισε πολλούς, που όταν εκείνος πέθανε (χωρίς όπως ο Φανφαρόνης, να έχει δει το όνειρο του να γίνεται πραγματικότητα), κάλεσαν με τη σειρά τους άλλους, κι αυτοί άλλους. Όμως η σκοτεινή αυτή οργάνωση δεν τα κατάφερε. Στην καλύτερη εποχή τους, κατάφεραν να συγκεντρώσουν σε μια απόρθητη κρύπτη, στη μυστική Στοά τους, κάπου στην παλιά πόλη της Πράγας, γύρω στα 333 ζευγάρια. Τα υπόλοιπα με τα χρόνια χάθηκαν, ή έλιωσαν από την πολύ χρήση και πετάχτηκαν ή κόπηκαν σε λωρίδες και μικρά κομμάτια και γίνανε μπαλώματα άλλων παπουτσιών και χαλινάρια των αλόγων και καλύμματα ματιών των μουλαριών.
Σύμφωνα δε με τις πληροφορίες των μελών της οργάνωσης, που γι αυτό πλέον διαλύεται, το τελευταίο αφόρετο ζεύγος υποδημάτων, το Εξιακοσιοστοεξηκοστοέκτο – το 666ο (γυναικείο το συγκεκριμένο) – περίπου 700 χρόνια από τότε που κατασκευάστηκε, έφθασε (ποιός ξέρει με τί απίθανο περιπετειώδη τρόπο) στην Ελλάδα, στην τωρινή της πρωτεύουσα, την Αθήνα, όπου και – χωρίς αμφιβολία – θα πωληθεί την περίοδο των εορτών, σε κάποια ανύποπτη δεσποινίδα που θα χαίρεται με την ποιότητα και την κομψότητα των καινούριων της παπουτσιών, χωρίς ούτε κατά διάνοια να υποψιάζεται την τρομερή τους ιστορία και την υπερβατική τους σημασία!
Για την ανταπόκριση και με τις καλύτερες ευχές μας για χαρούμενες γιορτές, κυρίες και κύριοι, αγαπητοί αναγνώστες: Αλληλούια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου