(Άρθρο της εφημερίδος «Η Μεταμεσονυκτία», στήλη «Επικαιρότητα»)
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την απάντηση του συντάκτη της στήλης, στους δράστες της άνανδρης επίθεσης που δέχθηκε πριν από μερικά βράδια βγαίνοντας από το κτίριο της εφημερίδας.
Ήταν ένα βράδυ, πριν από είκοσι ημέρες περίπου. Βρισκόμουν στο μπαρ που συχνάζω, με μια παρέα φίλων. Η ώρα ήταν περασμένη. Συζητούσαμε για θέματα διάφορα. Δε θυμάμαι πως το έφερε η κουβέντα και αναφέρθηκα στο γεγονός ότι από πολύ μικρή ηλικία αποστρεφόμουν το ευρύτατα χρησιμοποιούμενο στην Ελληνική κουζίνα (και ειδικά την αρτοποιία) σουσάμι. Μάλιστα εντόπισα στο γεγονός ότι ενώ θεωρούσα τα κουλούρια ένα – κατά τ’ άλλα – νοστιμότατο, θρεπτικό, οικονομικό, εύκολο να το βρεις παντού κολατσιό, εν τούτοις δεν τα κατανάλωνα γιατί όλα ήταν γεμάτα με σουσάμι. Ανέφερα μάλιστα το γεγονός ότι κάποτε είχα κάνει μία συζήτηση με ένα κουλουροπώλη, γιατί να μην έχει και κουλούρια χωρίς σουσάμι για ορισμένους που μπορεί να μην τους αρέσει και είχα έντονα διαφωνήσει με την ανένδοτη στάση του:
«Ααααα! Μα έτσι τα θέλει ο κόσμος».
Στη συνέχεια και απ’ ότι θυμάμαι, η συζήτηση στράφηκε σε άλλα θέματα. Έτσι κι αλλιώς, όπως είπαμε, η ώρα ήταν περασμένη και οι συλλογισμοί και οι στοχασμοί ήταν πλέον, μάλλον «ουϊσκώδεις» παρά πνευματώδεις.
Τη συγκεκριμένη μου αναφορά σε αυτό το ζήτημα την είχα ξεχάσει όταν διαπίστωσα μερικές μέρες μετά ότι στάθηκε η αφορμή για τη μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισαν ορισμένοι επαγγελματικοί κλάδοι της χώρας, στην ιστορία τους.
Κάποιοι από τους συνδαιτυμόνες της παρέας εκείνης της βραδιάς, δεν ξέρω γιατί και πως, βρήκαν ενδιαφέρον το να αναφερθούν σε αυτό που είχα πει, την άλλη μέρα σε άλλες παρέες. Από κει και πέρα δε μπορώ καθόλου να συλλάβω σε τι είδους παράλογα εύφορο έδαφος η πληροφορία έπεσε και φύτρωσε και άνθισε και πολλαπλασιάστηκε. Πόσο πια μεγάλο ρόλο έπαιξε και η φήμη μου (την οποία δεν έχει νόημα να απαρνούμαι – απλά, με κάθε ευκαιρία δηλώνω ότι ποτέ δεν την επεδίωξα). Ή τί άλλο συνέβη; Το γεγονός όμως είναι (άλλωστε το ξέρετε όλοι ήδη από τις ειδήσεις, τα άρθρα κ.λ.π.) ότι δυο – τρεις μέρες μετά τη μοιραία εκείνη βραδιά, οι κουλουροπώλες της πόλης άρχισαν να έχουν κάτι περίεργες – κατ’ αρχάς – ερωτήσεις από τους πελάτες:
«Χωρίς σουσάμι έχετε»;
Στη συνέχεια, χειρότερα, οι πωλήσεις έπεσαν κατακόρυφα:
«Μα όλα με σουσάμι είναι; Καλά, αφήστε, δε θα πάρω».
Και τέλος, η απελπισία:
«Αααα. Κοιτάξτε, αν δε φέρετε χωρίς σουσάμι, δε θα ξαναπάρω ποτέ!».
Τα διηγήθηκε βέβαια και με το πιο γλαφυρό τρόπο, όλα τα παραπάνω, στην κάμερα της τηλεόρασης ο κύριος Χαρίλαος που κάνει το επάγγελμα σαράντα χρόνια και έχει τον πάγκο του έξω από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων δίπλα στη Νομική Σχολή:
«Τι να σας πω παιδιά μου; Τέτοια κεσάτια! Να ακόμα και ο κύριος Μαυρολέων, ο μεγαλοδικηγόρος μαθές, πόχει το γραφείο δω πιο πάνω στο Κολωνάκι. Τριάντα χρόνια πελάτης. Κάθε πρωί του διάλεγα το κουλούρι, ζεστό, ξεροψημένο, λαχταριστό. Εδώ και κάτι μέρες, τίποτις! – Α! όχι, Χαρίλαε…μου λέει, όχι με σουσάμι».
Μετά από μια εβδομάδα, οι κουλουροπώλες και οι κουλουροποιοί αποφάσισαν να αντιδράσουν και – παρά την παράδοση αιώνων – έφτιαξαν μερικές παρτίδες κουλούρια χωρίς σουσάμι. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν θετική. Όμως τότε επενέβησαν οι μεγαλέμποροι του σουσαμιού οι οποίοι είχαν κλείσει συμβόλαια με τους κουλουροποιούς για ελάχιστη εβδομαδιαία κατανάλωση (με αντίστοιχη ευνοϊκή τιμή), επιβράβευση με επιπλέον εκπτώσεις για υπέρβαση των συμφωνηθέντων ποσοτήτων αλλά και αυστηρές ρήτρες σε περίπτωση πιθανής αθέτησης όρων της συμφωνίας. Μετά λοιπόν από μεγάλες πιέσεις για σχετικές κυρώσεις οι κουλουροποιοί αναδιπλώθηκαν και έφτιαξαν τις νέες παρτίδες κουλούρια με σουσάμι και οι κουλουροπώλες τα καμάρωναν απούλητα στους πάγκους και τα καροτσάκια.
Οι διαστάσεις που είχε πάρει το πρόβλημα, επέβαλαν σα μόνη λύση την από κοινού συνέλευση των συνδικάτων των σισαμεμπόρων, των κουλουροποιών και των κουλουροπωλών. Αυτό έγινε την προηγούμενη Κυριακή το πρωί σε κλειστό γήπεδο μπάσκετ. Και κατέληξε (όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις) σε πλήρες φιάσκο, με όλους να διαφωνούν και να διαπληκτίζονται με όλους. Ωστόσο, μια ομάδα φανατικών (και από τα τρία συνδικάτα) αποφάσισε να ακολουθήσει αυτόνομη δράση και να χτυπήσει (προς παραδειγματισμόν) το κακό στη ρίζα του, δηλαδή εμένα. Έτσι το ίδιο βράδυ, την ώρα που έβγαινα από το μέγαρο της «Μεταμεσονυκτίας» μου επιτέθηκαν με την – προ δεκαετιών δημοφιλή – τακτική του γιαουρτώματος, νομίζοντας οι ανόητοι ότι…….ΤΙ; Ότι θα με τρομάξουν; Ότι θα με σοκάρουν; Ποιος ξέρει τι;
Κύριοι, η απάντηση που σας δίνω είναι η επικεφαλίδα του παρόντος άρθρου.
Συνεχίζεται….
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί την απάντηση του συντάκτη της στήλης, στους δράστες της άνανδρης επίθεσης που δέχθηκε πριν από μερικά βράδια βγαίνοντας από το κτίριο της εφημερίδας.
Ήταν ένα βράδυ, πριν από είκοσι ημέρες περίπου. Βρισκόμουν στο μπαρ που συχνάζω, με μια παρέα φίλων. Η ώρα ήταν περασμένη. Συζητούσαμε για θέματα διάφορα. Δε θυμάμαι πως το έφερε η κουβέντα και αναφέρθηκα στο γεγονός ότι από πολύ μικρή ηλικία αποστρεφόμουν το ευρύτατα χρησιμοποιούμενο στην Ελληνική κουζίνα (και ειδικά την αρτοποιία) σουσάμι. Μάλιστα εντόπισα στο γεγονός ότι ενώ θεωρούσα τα κουλούρια ένα – κατά τ’ άλλα – νοστιμότατο, θρεπτικό, οικονομικό, εύκολο να το βρεις παντού κολατσιό, εν τούτοις δεν τα κατανάλωνα γιατί όλα ήταν γεμάτα με σουσάμι. Ανέφερα μάλιστα το γεγονός ότι κάποτε είχα κάνει μία συζήτηση με ένα κουλουροπώλη, γιατί να μην έχει και κουλούρια χωρίς σουσάμι για ορισμένους που μπορεί να μην τους αρέσει και είχα έντονα διαφωνήσει με την ανένδοτη στάση του:
«Ααααα! Μα έτσι τα θέλει ο κόσμος».
Στη συνέχεια και απ’ ότι θυμάμαι, η συζήτηση στράφηκε σε άλλα θέματα. Έτσι κι αλλιώς, όπως είπαμε, η ώρα ήταν περασμένη και οι συλλογισμοί και οι στοχασμοί ήταν πλέον, μάλλον «ουϊσκώδεις» παρά πνευματώδεις.
Τη συγκεκριμένη μου αναφορά σε αυτό το ζήτημα την είχα ξεχάσει όταν διαπίστωσα μερικές μέρες μετά ότι στάθηκε η αφορμή για τη μεγαλύτερη κρίση που αντιμετώπισαν ορισμένοι επαγγελματικοί κλάδοι της χώρας, στην ιστορία τους.
Κάποιοι από τους συνδαιτυμόνες της παρέας εκείνης της βραδιάς, δεν ξέρω γιατί και πως, βρήκαν ενδιαφέρον το να αναφερθούν σε αυτό που είχα πει, την άλλη μέρα σε άλλες παρέες. Από κει και πέρα δε μπορώ καθόλου να συλλάβω σε τι είδους παράλογα εύφορο έδαφος η πληροφορία έπεσε και φύτρωσε και άνθισε και πολλαπλασιάστηκε. Πόσο πια μεγάλο ρόλο έπαιξε και η φήμη μου (την οποία δεν έχει νόημα να απαρνούμαι – απλά, με κάθε ευκαιρία δηλώνω ότι ποτέ δεν την επεδίωξα). Ή τί άλλο συνέβη; Το γεγονός όμως είναι (άλλωστε το ξέρετε όλοι ήδη από τις ειδήσεις, τα άρθρα κ.λ.π.) ότι δυο – τρεις μέρες μετά τη μοιραία εκείνη βραδιά, οι κουλουροπώλες της πόλης άρχισαν να έχουν κάτι περίεργες – κατ’ αρχάς – ερωτήσεις από τους πελάτες:
«Χωρίς σουσάμι έχετε»;
Στη συνέχεια, χειρότερα, οι πωλήσεις έπεσαν κατακόρυφα:
«Μα όλα με σουσάμι είναι; Καλά, αφήστε, δε θα πάρω».
Και τέλος, η απελπισία:
«Αααα. Κοιτάξτε, αν δε φέρετε χωρίς σουσάμι, δε θα ξαναπάρω ποτέ!».
Τα διηγήθηκε βέβαια και με το πιο γλαφυρό τρόπο, όλα τα παραπάνω, στην κάμερα της τηλεόρασης ο κύριος Χαρίλαος που κάνει το επάγγελμα σαράντα χρόνια και έχει τον πάγκο του έξω από το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων δίπλα στη Νομική Σχολή:
«Τι να σας πω παιδιά μου; Τέτοια κεσάτια! Να ακόμα και ο κύριος Μαυρολέων, ο μεγαλοδικηγόρος μαθές, πόχει το γραφείο δω πιο πάνω στο Κολωνάκι. Τριάντα χρόνια πελάτης. Κάθε πρωί του διάλεγα το κουλούρι, ζεστό, ξεροψημένο, λαχταριστό. Εδώ και κάτι μέρες, τίποτις! – Α! όχι, Χαρίλαε…μου λέει, όχι με σουσάμι».
Μετά από μια εβδομάδα, οι κουλουροπώλες και οι κουλουροποιοί αποφάσισαν να αντιδράσουν και – παρά την παράδοση αιώνων – έφτιαξαν μερικές παρτίδες κουλούρια χωρίς σουσάμι. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν θετική. Όμως τότε επενέβησαν οι μεγαλέμποροι του σουσαμιού οι οποίοι είχαν κλείσει συμβόλαια με τους κουλουροποιούς για ελάχιστη εβδομαδιαία κατανάλωση (με αντίστοιχη ευνοϊκή τιμή), επιβράβευση με επιπλέον εκπτώσεις για υπέρβαση των συμφωνηθέντων ποσοτήτων αλλά και αυστηρές ρήτρες σε περίπτωση πιθανής αθέτησης όρων της συμφωνίας. Μετά λοιπόν από μεγάλες πιέσεις για σχετικές κυρώσεις οι κουλουροποιοί αναδιπλώθηκαν και έφτιαξαν τις νέες παρτίδες κουλούρια με σουσάμι και οι κουλουροπώλες τα καμάρωναν απούλητα στους πάγκους και τα καροτσάκια.
Οι διαστάσεις που είχε πάρει το πρόβλημα, επέβαλαν σα μόνη λύση την από κοινού συνέλευση των συνδικάτων των σισαμεμπόρων, των κουλουροποιών και των κουλουροπωλών. Αυτό έγινε την προηγούμενη Κυριακή το πρωί σε κλειστό γήπεδο μπάσκετ. Και κατέληξε (όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις) σε πλήρες φιάσκο, με όλους να διαφωνούν και να διαπληκτίζονται με όλους. Ωστόσο, μια ομάδα φανατικών (και από τα τρία συνδικάτα) αποφάσισε να ακολουθήσει αυτόνομη δράση και να χτυπήσει (προς παραδειγματισμόν) το κακό στη ρίζα του, δηλαδή εμένα. Έτσι το ίδιο βράδυ, την ώρα που έβγαινα από το μέγαρο της «Μεταμεσονυκτίας» μου επιτέθηκαν με την – προ δεκαετιών δημοφιλή – τακτική του γιαουρτώματος, νομίζοντας οι ανόητοι ότι…….ΤΙ; Ότι θα με τρομάξουν; Ότι θα με σοκάρουν; Ποιος ξέρει τι;
Κύριοι, η απάντηση που σας δίνω είναι η επικεφαλίδα του παρόντος άρθρου.
Συνεχίζεται….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου