Πώς δε σε είχα
προσέξει τόσα
χρόνια
που παραθέριζα σε
τούτο το μικρό
παραλιακό χωριό
εσύ γεννήθηκες,
μεγάλωσες εδώ
μου τά 'χες πει
ένα βράδυ
που πιάσαμε
κουβέντα
και τώρα πέρναγες
τα καλοκαίρια με το σύζυγο
στο ανακαινισμένο το σπίτι πατρικό
δίπλα από την
ταβέρνα
κι εγώ που
παινευόμουνα
το μάτι μου πως
κόβει αλλά μπα
ίσως να ήταν τ'
άσπρα τα μαλλιά
ή μπορεί το βαρύ
κι άγαρμπο κάπως βάδισμα
ή μήπως του
προσώπου, του στέρνου, των χεριών
οι κάμποσες
ρυτίδες και πανάδες
αλλ' απόψε;...
αποκάλυψη!
έτσι όπως
πέρναγες το δρόμο
φωτισμένη απ' την
κολώνα
μ' ένα λεπτότατο,
εφαρμοστό, κίτρινο φόρεμα
μα... ήτανε
σχεδόν σα νυχτικό
και πώς έκανε
αντίθεση όπως φαίνονταν
απ' τα ψιλά
ραντάκια ολόμαυρο το δέρμα
πολλά τα μπάνια,
συνταξιούχος βλέπεις
κοίταα έντονα,
μ'ασφάλεια ελπίζω
από το μακρινό,
δίπλα στη θάλασσα τραπέζι
την κάθε
λεπτομέρεια και πάλι απορούσα
πώς δε σε πρόσεξα
όπως σ' άξιζε πιο πρώτα;
ιδιαίτερα αναρωτιόμουνα χαζεύοντας
τους στιβαρούς,
ογκώδεις, σφριγηλούς γλουτούς
και από μέσα που
ολοκάθαρα διακρίνονταν σφιχτή
τη μαύρη σου
κυλότα.
*Σημ. "Εγκώμιον ωρίμων γυναικών" (In praise of older women),
βιβλίο του Ούγγρου συγγραφέα Στήβεν Βισίνσεϊ, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου