Ένα από τα -φανταστικά- μου
καταφύγια
είναι μια καλαμένια
καλύβα
στην άμμο μιας
καλοκαιρινής θαλάσσης χτισμένη
καλάμια γύρω οι τοίχοι
καλάμια και η οροφή
από τα ανοίγματα μπαίνει
φλύδες ο ήλιος
δεσμίδες το φως
και ο αέρας ελεύθερος
πάτωμα δεν έχει
στην άμμο είναι μπηγμένα
τα καλάμια
μια κουρελού στο άνοιγμα
για πόρτα
δυο σκαμνιά, ένας πάγκος
κι ένα τραπέζι χαμηλό
απάνω κεριά για το βράδι
ένα τασάκι κι ένα
τσίγκινο κύπελλο
και στην άκρη ένα ντιβάνι
όπου ξαπλώνω την ώρα αυτή
του απομεσήμερου
(τις ώρες του άγχους, της
στεναχώριας, της θλίψης,
της αγωνίας, της
απελπισίας, της κούρασης)
κι αφήνομαι γλυκά,
ναρκωτικά να νανουρίζομαι
ανακουφιστικά τόσο,
λυτρωτικά σχεδόν
από τον ήχο του αέρα
και των κυμάτων τον αχό
που σκάνε στην ακρογιαλιά
κι ύστερα αναδιπλώνονται
αφρίζοντας να! πάλι για να
σκάσουν
και παραπίσω στη στεριά
από στα δέντρα τα
τζιτζίκια
το βούισμα των πεύκων
και στον καλαμιώνα το
σφύριγμα
των χλωρών
ανοιχτοπράσινων
ριζωμένων στη γη
μητεράδων και πατέρων και
αδερφών
κι όλης της οικογένειας
αυτών που συνιστούν
το ταπεινό κατάλυμα μου
και πόσο ευγνώμων που
είμαι
για όλα αυτά τα ταπεινά
μα και ανυπέρβλητα.
Λόφος Λυκαβηττού και νοσοκομείο
Γ.Ν.Α Αλεξάνδρα, χώρος αναμονής Μ.Ε.Θ., Αθήνα, 7 Ιουλίου '014
1 σχόλιο:
Ρε φίλε, αυτό σου ηρθε από τον Κουροσίβο, Κουροσάββα, τεσπα, να υποθέσω ?
Τα λέμε από κοντά
Γ.Σ (ο γερος του Β.Σ.)
Δημοσίευση σχολίου