Ενάντια στις αποτρεπτικές παραινέσεις όλων ανεξαρτήτως των φίλων και γνωστών στους οποίους είχα μιλήσει για το πάθος που τον τελευταίο καιρό με είχε κατακυριεύσει, και την απόφαση μου να το αποκαλύψω, να εξομολογηθώ δηλαδή στην Ρ. τον απελπισμένο έρωτα μου για εκείνη..... εγώ το έκανα.
Η νεαρή Ρ., 10 χρόνια μικρότερη μου, είχε προσληφθεί πριν από λίγους μήνες στην Εταιρία, σε μία επικουρική θέση που κάλυπταν συνήθως έκτακτοι, εποχιακοί υπάλληλοι. Τους δύο πρώτους μήνες η σχέση μας ήταν αυστηρά επαγγελματική, με στενή ωστόσο συνεργασία λόγω της αρμοδιότητας μου για εποπτεία της συγκεκριμένης θέσης. Έπειτα, στις αρχές του τρίτου μήνα έτυχε, χωρίς ούτε κατά διάνοια να έχει προσχεδιασθεί, να συναντηθούμε τρεις φορές εκτός της Εταιρίας, να συζητήσουμε λίγο για θέματα που δεν σχετίζονταν με την επαγγελματική μας καθημερινότητα, και να περάσουμε κάποιες στιγμές μαζί χωρίς να περιστοιχιζόμαστε από το πλήθος των συναδέλφων, υπαλλήλων του γραφείου.
Δε χρειάστηκε κάτι παραπάνω. Αίφνης με κατέκλυσε έρωτας κεραυνοβόλος, εντονότατος και θηριώδης. Που μάλιστα άρχισε να μεγαλώνει από την επόμενη κιόλας ημέρα και να μου κατασπαράζει τα σωθικά όσο ο χρόνος κυλούσε, φθάνοντας να γίνει – όταν έμαθα ότι η Ρ. διατηρούσε μόνιμο δεσμό – παντελώς αχαλίνωτος σε βαθμό που πλέον μου προκαλούσε απτό σωματικό πόνο. Βεβαίως, το γεγονός της αναγκαστικής, καθημερινής συνύπαρξης στο χώρο εργασίας και μάλιστα, πρακτικά, σε διπλανές θέσεις, επιδείνωνε δραματικά την κατάσταση.
Έτσι, ένα απαρηγόρητο όσο και – σχεδόν σίγουρα – μεθυσμένο βράδυ Σαββάτου, προσκάλεσα τη Ρ. με τρόπο που δεν επιδεχόταν αρνητική απάντηση, τόσο επιτακτικός ή (αλίμονο) τόσο ικετευτικός ήταν, σε μια συνάντηση που ορίσθηκε για την επόμενη ημέρα, Κυριακή, το απόγευμα.
Συναντηθήκαμε στο συμφωνημένο σημείο και μετά από προτροπή μου κατευθυνθήκαμε προς ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης, όπου σύχναζα για παραπάνω από δέκα χρόνια. Αυτήν την απογευματινή ώρα, το κατάστημα ήταν άδειο – οι πρώτοι και μόνοι πελάτες ήμασταν εμείς. Καθίσαμε στην αγαπημένη μου γωνία. Παρότι βρισκόμασταν στη μέση του χειμώνα, η βραδιά δεν ήταν κρύα και επιπλέον το μπαρ βρισκόταν (προστατευμένο) στο βάθος μίας στοάς. Ίσως γι αυτό αλλά και επειδή το προσωπικό του καταστήματος ακόμη καθάριζε και τακτοποιούσε, τα παράθυρα όλα ήταν ανοικτά.
Ο πάντα φιλικός και ευγενέστατος σερβιτόρος πάντως, έσπευσε να μας ρωτήσει αν τα ανοικτά τζάμια μας ενοχλούν, του απαντήσαμε πως όχι, πήρε την παραγγελία της Ρ. και απομακρύνθηκε – καθώς εγώ έπαιρνα πάντα το ίδιο ποτό και με σέρβιραν χωρίς ερωτήσεις. Τα ποτά ήρθαν και αρχίσαμε να συζητούμε περί διαφόρων.... κατάφερα να αντέξω περίπου ένα αγωνιώδες ημίωρο και τότε χωρίς περιστροφές και μετά από την απόλυτα στοιχειώδη εισαγωγή (Και τώρα να σου πω για τί ζήτησα να συναντηθούμε....)..... της το είπα.
Τα μάτια της άνοιξαν έκπληκτα. Τα σκέπασε ένα λεπτό στρώμα δακρύων που τελικά δεν κύλησαν. Το δέρμα γύρω από τα μάτια τρεμόπαιξε και η φλέβα στο δεξιό μέρος του λαιμού της (Αχ! αυτή η φλέβα) συσπάστηκε και το πρόσωπό της άρχισε να κοκκινίζει πολύ.
Βλέποντας αυτές τις έντονες και οπωσδήποτε αναπάντεχες αντιδράσεις, πρόλαβα στα λίγα δευτερόλεπτα που διήρκεσαν να κάνω διάφορες σκέψεις για το τί πιθανώς σήμαιναν (η τί θα ήθελα να σημαίνουν). Δε μπόρεσα να εμποδίσω τον εαυτό μου να σκεφθεί την απίθανα ευνοϊκή έκβαση: μια ολόθερμη συγκατάβαση και ανταπόδοση και συμφωνία και την αρχή μιας μακράς συζήτησης για τις ενοχές που αισθανόταν, για τον τρόπο που θα έπρεπε να βρει για να διαλύσει τον παρόντα δεσμό της με έναν νεαρό που χωρίς να την ενθουσιάζει, της φερόταν τόοοσο πολύ καλά..... σχεδόν έβλεπα τον εαυτό μου να δείχνει τόοοση κατανόηση... τη στιγμή που ούρλιαζα (εντός μου) θριαμβευτικά.
Μετά βέβαια σκέφθηκα αστραπιαία μια σειρά από αρνητικές αντιδράσεις χωρίς να προλάβω να φαντασθώ το περιεχόμενο τους, μία προς μία. Και ως τελευταίο ενδεχόμενο, σκέφθηκα το χειρότερο δυνατό: την ακριβώς επόμενη στιγμή, η Ρ. να ξεσπούσε σε ένα βροντερό, περιπαικτικό, απαξιωτικό και ασυγκράτητο γέλιο.
Τίποτα από αυτά.
Την επόμενη στιγμή η Ρ. .... απλώς σωριάστηκε από το σκαμνί στο πάτωμα με ένα δυνατό γδούπο(!), τινάχτηκε εκεί ολόκορμη δυνατά δυο τρεις φορές κι έμεινε πια ακίνητη και με το μικροκαμωμένο σώμα της διπλωμένο με ένα παράδοξο τρόπο.
Οι άνθρωποι του καταστήματος (που η αλήθεια είναι ότι αντέδρασαν πιο γρήγορα από εμένα που είχα αποσβολωθεί), αλλά αμέσως μετά κι εγώ, σκύψαμε πάνω της και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τί συμβαίνει. Ήταν ο μπάρμαν που είπε χαμηλόφωνα: «Παιδιά, η κοπέλα δεν αναπνέει, νομίζω είναι νεκρή». Κάλεσαν την αστυνομία και την άμεση βοήθεια. Στο κοντινό εφημερεύον νοσοκομείο, περίπου μια ώρα μετά, απλώς πιστοποιήθηκε ο θάνατος της. Ενημέρωσα τους αστυνομικούς για τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού της που μου είχε δώσει κάποια στιγμή. Δεν ήμουν εκεί όταν ήρθαν οι οικείοι της, οι αστυνομικοί με είχαν πάρει μαζί τους.
Ξεκίνησε ένας μαραθώνιος ανακρίσεων. Δεν έβγαινε άκρη. Η αιτία του θανάτου ήταν μια υπερτοξική ουσία με ολέθρια νευροπαραλυτική δράση. Η ουσία μπήκε στο σώμα με μια μικρή ξύλινη αιχμή που βρέθηκε καρφωμένη πίσω από το αυτί της. Οι αστυνομικοί με άφησαν με περιοριστικούς όρους μετά από δώδεκα ώρες περίπου. Στο σπίτι βούλιαξα σε ένα βαθύτατο λήθαργο μέχρι αργά το βράδυ. Τελικά το τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα για πάνω από πέντε λεπτά, κατάφερε να με ξυπνήσει. Ήταν από την αστυνομία. Μου ζήτησαν να πάω πάλι στο τμήμα. Εκεί, μου ανακοίνωσαν ότι δε με βαραίνει πλέον καμία υποψία. Είχαν εν τω μεταξύ γίνει δύο ακόμα φόνοι(!) και ο ένοχος είχε συλληφθεί: ένας ινδιάνος του Αμαζονίου που είχε μόλις τέσσερις ημέρες πριν φθάσει στην πόλη (το απίθανο πώς είχε αυτό συμβεί, είναι ασφαλώς θέμα μια άλλης ιστορίας,) στους δρόμους του κέντρου της οποίας περιδιάβαινε και εκτόξευε με το φυσοκάλαμο του βέλη βουτηγμένα στο θανάσιμα μοιραίο δηλητήριο του Αμαζονίου Κουράρε, ενάντια σε νεαρές κοπέλες όμοιες λίγο πολύ στην όψη και τη σωματοδομή με την Ρ. Έφυγα από το τμήμα, γύρισα στο σπίτι κι έπινα μόνος μέχρι να ξημερώσει οπότε και με πήρε αποκαμωμένο ο ύπνος και ίσα που πρόλαβα να φθάσω και να παραστώ διακριτικά στην τελετή της ταφής και να συλλυπηθώ τυπικά την οικογένεια.
Το παραπάνω ιστορημένο περιστατικό, όπως το κατέγραψα, θα κατατεθεί σε έγκριτο συμβολαιογράφο της πόλεως μαζί με την ιδιόχειρη διαθήκη μου και έτσι θα αναγνωσθεί μόνο μετά το θάνατό μου, ώστε να μην υπάρξει πιθανότητα να διαταραχθούν οι σχέσεις μου με τα μέλη της οικογένειας μου, τη σύζυγο μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Γιατί αυτό είναι το τελευταίο που θα ήθελα σε αυτήν την προχωρημένη ηλικία που έχω φθάσει.
Βλέπετε... δύο μήνες μετά το θάνατο της Ρ. εσύναψα δεσμό με τη δίδυμη (και πανομοιότυπη) αδελφή της και παντρευτήκαμε ενάμιση χρόνο μετά και κάναμε μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια και ζήσαμε αρμονικά κι ευτυχισμένα για πάρα πολλά χρόνια μαζί.
5/4 και 7/4 Αθήνα, Μαρούσι και Εξάρχεια, 18/4 και 19/4 Γερμανία, διαδρομή τρένου από Δρέσδη προς Αμβούργο και Muessen
Η νεαρή Ρ., 10 χρόνια μικρότερη μου, είχε προσληφθεί πριν από λίγους μήνες στην Εταιρία, σε μία επικουρική θέση που κάλυπταν συνήθως έκτακτοι, εποχιακοί υπάλληλοι. Τους δύο πρώτους μήνες η σχέση μας ήταν αυστηρά επαγγελματική, με στενή ωστόσο συνεργασία λόγω της αρμοδιότητας μου για εποπτεία της συγκεκριμένης θέσης. Έπειτα, στις αρχές του τρίτου μήνα έτυχε, χωρίς ούτε κατά διάνοια να έχει προσχεδιασθεί, να συναντηθούμε τρεις φορές εκτός της Εταιρίας, να συζητήσουμε λίγο για θέματα που δεν σχετίζονταν με την επαγγελματική μας καθημερινότητα, και να περάσουμε κάποιες στιγμές μαζί χωρίς να περιστοιχιζόμαστε από το πλήθος των συναδέλφων, υπαλλήλων του γραφείου.
Δε χρειάστηκε κάτι παραπάνω. Αίφνης με κατέκλυσε έρωτας κεραυνοβόλος, εντονότατος και θηριώδης. Που μάλιστα άρχισε να μεγαλώνει από την επόμενη κιόλας ημέρα και να μου κατασπαράζει τα σωθικά όσο ο χρόνος κυλούσε, φθάνοντας να γίνει – όταν έμαθα ότι η Ρ. διατηρούσε μόνιμο δεσμό – παντελώς αχαλίνωτος σε βαθμό που πλέον μου προκαλούσε απτό σωματικό πόνο. Βεβαίως, το γεγονός της αναγκαστικής, καθημερινής συνύπαρξης στο χώρο εργασίας και μάλιστα, πρακτικά, σε διπλανές θέσεις, επιδείνωνε δραματικά την κατάσταση.
Έτσι, ένα απαρηγόρητο όσο και – σχεδόν σίγουρα – μεθυσμένο βράδυ Σαββάτου, προσκάλεσα τη Ρ. με τρόπο που δεν επιδεχόταν αρνητική απάντηση, τόσο επιτακτικός ή (αλίμονο) τόσο ικετευτικός ήταν, σε μια συνάντηση που ορίσθηκε για την επόμενη ημέρα, Κυριακή, το απόγευμα.
Συναντηθήκαμε στο συμφωνημένο σημείο και μετά από προτροπή μου κατευθυνθήκαμε προς ένα μπαρ στο κέντρο της πόλης, όπου σύχναζα για παραπάνω από δέκα χρόνια. Αυτήν την απογευματινή ώρα, το κατάστημα ήταν άδειο – οι πρώτοι και μόνοι πελάτες ήμασταν εμείς. Καθίσαμε στην αγαπημένη μου γωνία. Παρότι βρισκόμασταν στη μέση του χειμώνα, η βραδιά δεν ήταν κρύα και επιπλέον το μπαρ βρισκόταν (προστατευμένο) στο βάθος μίας στοάς. Ίσως γι αυτό αλλά και επειδή το προσωπικό του καταστήματος ακόμη καθάριζε και τακτοποιούσε, τα παράθυρα όλα ήταν ανοικτά.
Ο πάντα φιλικός και ευγενέστατος σερβιτόρος πάντως, έσπευσε να μας ρωτήσει αν τα ανοικτά τζάμια μας ενοχλούν, του απαντήσαμε πως όχι, πήρε την παραγγελία της Ρ. και απομακρύνθηκε – καθώς εγώ έπαιρνα πάντα το ίδιο ποτό και με σέρβιραν χωρίς ερωτήσεις. Τα ποτά ήρθαν και αρχίσαμε να συζητούμε περί διαφόρων.... κατάφερα να αντέξω περίπου ένα αγωνιώδες ημίωρο και τότε χωρίς περιστροφές και μετά από την απόλυτα στοιχειώδη εισαγωγή (Και τώρα να σου πω για τί ζήτησα να συναντηθούμε....)..... της το είπα.
Τα μάτια της άνοιξαν έκπληκτα. Τα σκέπασε ένα λεπτό στρώμα δακρύων που τελικά δεν κύλησαν. Το δέρμα γύρω από τα μάτια τρεμόπαιξε και η φλέβα στο δεξιό μέρος του λαιμού της (Αχ! αυτή η φλέβα) συσπάστηκε και το πρόσωπό της άρχισε να κοκκινίζει πολύ.
Βλέποντας αυτές τις έντονες και οπωσδήποτε αναπάντεχες αντιδράσεις, πρόλαβα στα λίγα δευτερόλεπτα που διήρκεσαν να κάνω διάφορες σκέψεις για το τί πιθανώς σήμαιναν (η τί θα ήθελα να σημαίνουν). Δε μπόρεσα να εμποδίσω τον εαυτό μου να σκεφθεί την απίθανα ευνοϊκή έκβαση: μια ολόθερμη συγκατάβαση και ανταπόδοση και συμφωνία και την αρχή μιας μακράς συζήτησης για τις ενοχές που αισθανόταν, για τον τρόπο που θα έπρεπε να βρει για να διαλύσει τον παρόντα δεσμό της με έναν νεαρό που χωρίς να την ενθουσιάζει, της φερόταν τόοοσο πολύ καλά..... σχεδόν έβλεπα τον εαυτό μου να δείχνει τόοοση κατανόηση... τη στιγμή που ούρλιαζα (εντός μου) θριαμβευτικά.
Μετά βέβαια σκέφθηκα αστραπιαία μια σειρά από αρνητικές αντιδράσεις χωρίς να προλάβω να φαντασθώ το περιεχόμενο τους, μία προς μία. Και ως τελευταίο ενδεχόμενο, σκέφθηκα το χειρότερο δυνατό: την ακριβώς επόμενη στιγμή, η Ρ. να ξεσπούσε σε ένα βροντερό, περιπαικτικό, απαξιωτικό και ασυγκράτητο γέλιο.
Τίποτα από αυτά.
Την επόμενη στιγμή η Ρ. .... απλώς σωριάστηκε από το σκαμνί στο πάτωμα με ένα δυνατό γδούπο(!), τινάχτηκε εκεί ολόκορμη δυνατά δυο τρεις φορές κι έμεινε πια ακίνητη και με το μικροκαμωμένο σώμα της διπλωμένο με ένα παράδοξο τρόπο.
Οι άνθρωποι του καταστήματος (που η αλήθεια είναι ότι αντέδρασαν πιο γρήγορα από εμένα που είχα αποσβολωθεί), αλλά αμέσως μετά κι εγώ, σκύψαμε πάνω της και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τί συμβαίνει. Ήταν ο μπάρμαν που είπε χαμηλόφωνα: «Παιδιά, η κοπέλα δεν αναπνέει, νομίζω είναι νεκρή». Κάλεσαν την αστυνομία και την άμεση βοήθεια. Στο κοντινό εφημερεύον νοσοκομείο, περίπου μια ώρα μετά, απλώς πιστοποιήθηκε ο θάνατος της. Ενημέρωσα τους αστυνομικούς για τον αριθμό τηλεφώνου του σπιτιού της που μου είχε δώσει κάποια στιγμή. Δεν ήμουν εκεί όταν ήρθαν οι οικείοι της, οι αστυνομικοί με είχαν πάρει μαζί τους.
Ξεκίνησε ένας μαραθώνιος ανακρίσεων. Δεν έβγαινε άκρη. Η αιτία του θανάτου ήταν μια υπερτοξική ουσία με ολέθρια νευροπαραλυτική δράση. Η ουσία μπήκε στο σώμα με μια μικρή ξύλινη αιχμή που βρέθηκε καρφωμένη πίσω από το αυτί της. Οι αστυνομικοί με άφησαν με περιοριστικούς όρους μετά από δώδεκα ώρες περίπου. Στο σπίτι βούλιαξα σε ένα βαθύτατο λήθαργο μέχρι αργά το βράδυ. Τελικά το τηλέφωνο που χτυπούσε επίμονα για πάνω από πέντε λεπτά, κατάφερε να με ξυπνήσει. Ήταν από την αστυνομία. Μου ζήτησαν να πάω πάλι στο τμήμα. Εκεί, μου ανακοίνωσαν ότι δε με βαραίνει πλέον καμία υποψία. Είχαν εν τω μεταξύ γίνει δύο ακόμα φόνοι(!) και ο ένοχος είχε συλληφθεί: ένας ινδιάνος του Αμαζονίου που είχε μόλις τέσσερις ημέρες πριν φθάσει στην πόλη (το απίθανο πώς είχε αυτό συμβεί, είναι ασφαλώς θέμα μια άλλης ιστορίας,) στους δρόμους του κέντρου της οποίας περιδιάβαινε και εκτόξευε με το φυσοκάλαμο του βέλη βουτηγμένα στο θανάσιμα μοιραίο δηλητήριο του Αμαζονίου Κουράρε, ενάντια σε νεαρές κοπέλες όμοιες λίγο πολύ στην όψη και τη σωματοδομή με την Ρ. Έφυγα από το τμήμα, γύρισα στο σπίτι κι έπινα μόνος μέχρι να ξημερώσει οπότε και με πήρε αποκαμωμένο ο ύπνος και ίσα που πρόλαβα να φθάσω και να παραστώ διακριτικά στην τελετή της ταφής και να συλλυπηθώ τυπικά την οικογένεια.
Το παραπάνω ιστορημένο περιστατικό, όπως το κατέγραψα, θα κατατεθεί σε έγκριτο συμβολαιογράφο της πόλεως μαζί με την ιδιόχειρη διαθήκη μου και έτσι θα αναγνωσθεί μόνο μετά το θάνατό μου, ώστε να μην υπάρξει πιθανότητα να διαταραχθούν οι σχέσεις μου με τα μέλη της οικογένειας μου, τη σύζυγο μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Γιατί αυτό είναι το τελευταίο που θα ήθελα σε αυτήν την προχωρημένη ηλικία που έχω φθάσει.
Βλέπετε... δύο μήνες μετά το θάνατο της Ρ. εσύναψα δεσμό με τη δίδυμη (και πανομοιότυπη) αδελφή της και παντρευτήκαμε ενάμιση χρόνο μετά και κάναμε μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια και ζήσαμε αρμονικά κι ευτυχισμένα για πάρα πολλά χρόνια μαζί.
5/4 και 7/4 Αθήνα, Μαρούσι και Εξάρχεια, 18/4 και 19/4 Γερμανία, διαδρομή τρένου από Δρέσδη προς Αμβούργο και Muessen
1 σχόλιο:
1. χαιρομαι που εκανες αυτό που όλοι σου ελεγαν να μην!!!!
2. προτεινω να αλλαξεις φοντο, το διαβασμα λευκου γραμματος σε μαυρο φοντο μου τσακισε τα ματια για μια ωρα....
3. σε αγαπώ! ξερεις εσυ.
OLD DUCK
Δημοσίευση σχολίου