Βρεττανική μπαλλάντα του 17ου αιώνα, απόδοση στα ελληνικά: Χ.Δ.Τ.
(Δεκάδες εκτελέσεις, πιο γνωστή, αυτή των “Pentangle”)
Κάπου στην άκρη της βόρειας θάλασσας, ζούσε μια κυρά,
δυο κόρες έφερε στον κόσμο, γέλια – χαρά.
(Λαίη δε Μπεντ του δε Μπόννυ Μπρουμ)
Έγινε η μικρή μεγαλώνοντας, σαν τον ήλιο φωτεινή,
Κρύα έγινε η μεγάλη και σκοτεινή.
Μια μέρα χτύπησε την πόρτα ένας ιππότης ευγενικός
είχε από μακριά ταξιδέψει για να γίνει γαμπρός.
Με δώρα: γάντια και δαχτυλίδια, γέμισε τη μεγάλη,
Μα ερωτεύθηκε παράφορα την άλλη.
«Ω, έλα αδερφούλα μαζί να περπατήσουμε,
τα πλοία που σαλπάρουν ν’ αποχαιρετήσουμε»,
κι ως περπατούσανε στην άκρη του γκρεμού, την ανεμοδαρμένη,
στη θάλασσα έσπρωξε η σκληρή, την αδερφούλα την αγαπημένη.
Πότε βυθίζονταν και πότε κολυμπούσε
«το χέρι σου άπλωσε αδερφή» έκλαιε, παρακαλούσε,
«βόηθα αδερφή, αδερφούλα μου να ζήσω
κι ότι είναι δικά μου, όλα θα στα χαρίσω».
«Τον άντρα που σ’ αγάπησε θέλω να μου χαρίσεις,
όμως γι αυτό πρέπει εσύ πια άλλο να μη ζήσεις».
Και να! το σώμα στον αφρό, έπλεε σαν άσπρου κύκνου,
αφρό του αρμυρού νερού και του μαύρου ύπνου.
Εκεί, στην ανεμοδαρμένη ακτή, το είδαν και το πέρασαν για ψάρι,
περιπλανώμενοι δυο τραγουδιστές, το ξεβρασμένο της κουφάρι.
Και με του θώρακα της τα οστά έπιασαν κι έφτιαξαν μια λύρα
με ήχο που εγέμιζε την πιο σκληρή καρδιά, γλυκιά πλημμύρα.
Απ’ τα ξανθά μαλλιά της, τρεις χρυσές κλωστές,
πήραν και βάλανε στη λύρα για χορδές.
Και πήγανε να παίξουνε στου γάμου τη γιορτή,
στον κόσμο, τον γαμπρό και νύφη τη μεγάλη αδερφή.
Μα πριν αγγίξουνε τη λύρα για αρχή,
ξεκίνησε εκείνη να παίζει μοναχή,
μια μελωδία η χορδή η πρώτη λυπητερή:
«έπνιξε η νύφη τη μικρή της αδερφή».
Και άμα έπαιξε θλιμμένα η δεύτερη χορδή,
να τρέμει άρχισε από φόβο η σκληρή αδερφή.
Μα όταν έπιασε, η τρίτη η χορδή, σιγά να ψιθυρίζει,
ξεκίνησε η σκληρή αδερφή, πικρά μετανοιωμένη να δακρύζει.
(Δεκάδες εκτελέσεις, πιο γνωστή, αυτή των “Pentangle”)
Κάπου στην άκρη της βόρειας θάλασσας, ζούσε μια κυρά,
δυο κόρες έφερε στον κόσμο, γέλια – χαρά.
(Λαίη δε Μπεντ του δε Μπόννυ Μπρουμ)
Έγινε η μικρή μεγαλώνοντας, σαν τον ήλιο φωτεινή,
Κρύα έγινε η μεγάλη και σκοτεινή.
Μια μέρα χτύπησε την πόρτα ένας ιππότης ευγενικός
είχε από μακριά ταξιδέψει για να γίνει γαμπρός.
Με δώρα: γάντια και δαχτυλίδια, γέμισε τη μεγάλη,
Μα ερωτεύθηκε παράφορα την άλλη.
«Ω, έλα αδερφούλα μαζί να περπατήσουμε,
τα πλοία που σαλπάρουν ν’ αποχαιρετήσουμε»,
κι ως περπατούσανε στην άκρη του γκρεμού, την ανεμοδαρμένη,
στη θάλασσα έσπρωξε η σκληρή, την αδερφούλα την αγαπημένη.
Πότε βυθίζονταν και πότε κολυμπούσε
«το χέρι σου άπλωσε αδερφή» έκλαιε, παρακαλούσε,
«βόηθα αδερφή, αδερφούλα μου να ζήσω
κι ότι είναι δικά μου, όλα θα στα χαρίσω».
«Τον άντρα που σ’ αγάπησε θέλω να μου χαρίσεις,
όμως γι αυτό πρέπει εσύ πια άλλο να μη ζήσεις».
Και να! το σώμα στον αφρό, έπλεε σαν άσπρου κύκνου,
αφρό του αρμυρού νερού και του μαύρου ύπνου.
Εκεί, στην ανεμοδαρμένη ακτή, το είδαν και το πέρασαν για ψάρι,
περιπλανώμενοι δυο τραγουδιστές, το ξεβρασμένο της κουφάρι.
Και με του θώρακα της τα οστά έπιασαν κι έφτιαξαν μια λύρα
με ήχο που εγέμιζε την πιο σκληρή καρδιά, γλυκιά πλημμύρα.
Απ’ τα ξανθά μαλλιά της, τρεις χρυσές κλωστές,
πήραν και βάλανε στη λύρα για χορδές.
Και πήγανε να παίξουνε στου γάμου τη γιορτή,
στον κόσμο, τον γαμπρό και νύφη τη μεγάλη αδερφή.
Μα πριν αγγίξουνε τη λύρα για αρχή,
ξεκίνησε εκείνη να παίζει μοναχή,
μια μελωδία η χορδή η πρώτη λυπητερή:
«έπνιξε η νύφη τη μικρή της αδερφή».
Και άμα έπαιξε θλιμμένα η δεύτερη χορδή,
να τρέμει άρχισε από φόβο η σκληρή αδερφή.
Μα όταν έπιασε, η τρίτη η χορδή, σιγά να ψιθυρίζει,
ξεκίνησε η σκληρή αδερφή, πικρά μετανοιωμένη να δακρύζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου