Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Το λαστιχάκι στο ξύλινο αλογάκι


14&15/3/’015, Αραχώβης 41, Εξάρχεια-Αθήνα

Τα παιδικά μου παιχνίδια όταν σταμάτησα
πια να παίζω μαζί τους στην εφηβεία
δεν πετάχτηκαν ούτε χαρίστηκαν
σε ξαδέρφια μικρότερα ή γειτονόπουλα
ή – ξέρω γω – σε Συλλόγους Απόρων
παρά φυλάχτηκαν κι αυτό το χρωστάω στη μάνα μου
«και τα παιδιά σου να παίζουν μ’ αυτά»
τη θυμάμαι που έλεγε
κι ούτε χαθήκανε στις πολλές τις μετακομίσεις μας
από σπίτι σε σπίτι, πάντα στη γειτονιά, στα Εξάρχεια
σε απόσταση μέτρων λίγων δεκάδων από την πλατεία
(ίδια τύχη περίπου είχαν και τα παιδικά τα βιβλία μου
μα σε αυτά υπάρχουν απώλειες
που καθώς τις θυμάμαι πονάνε ακόμα)
σε πατάρια πάνω και μέσα σε ντιβανομπάουλα
σε χαρτόκουτα και σε σακούλες
κι όσο μεγάλωνα και να σπουδάζω πια άρχισα
γέμιζε το δωμάτιο με λογής χαρτιά, περιοδικά και βιβλία
(βλέπεις στο μικρό μας διαμέρισμα
εγώ είχα δικό μου δωμάτιο
η καημένη η μάνα μου ξάπλωνε
σ΄ένα μικρό, πτυσσόμενο, στο σαλόνι κρεββάτι
«για νά ‘χει το παιδί ησυχία και να διαβάζει»)
κι όλο στο δωμάτιο, στο σπίτι ο χώρος λιγόστευε
μα ζήτημα δε μπήκε ποτέ
τα παιχνίδια να φύγουνε, τόπος να γίνει
ώσπου σε μεγάλη ηλικία τελικά
αλίμονο πολύ αργά, μα αργά
όλα τα πράματα στη ζωή μου τα κάνω
ήρθε η ώρα να φύγω
να μετακομίσω σε δικό μου διαμέρισμα
ή για την ακρίβεια σ’ ένα παλιό
απ’ αυτά πολλά που υπάρχουνε
στα Εξάρχεια σπίτι
όπου φίλοι μου μένανε πάντα εκεί
και ο ένας το παραχωρούσε στον άλλον
μαζί λοιπόν με τα λιγοστά μου υπάρχοντα
κυρίως - ως είπαμε – χαρτιά και βιβλία
και τα παιχνίδια μου κοντά μεταφέρθηκαν
κι αφού πολλοί απ’ τους φίλους μου
παιδάκια είχανε τότε δικά τους
να μην κρύψω τα παιχνίδια εσκέφθηκα
κι έτσι τα βόλεψα χαμηλά
εκεί σ΄ένα συρτάρι ντουλάπας
όπου πράγματι νέα ζωή – τύχη πάλι
τα παιχνίδια μου βρήκανε
στων  μικρών παιδιών τα χεράκια
η μικρή κόρη της καλύτερης φίλης μου
πρωταγωνίστρια στην αναβίωση ήταν
και να στο σαλόνι, στο πάτωμα
ολόγυρα απλώνονταν τα θηρία της ζούγκλας
στρατιώτες κάθε εποχής, άρματα, κάστρα
αυτοκίνητα, κατασκευές, ξύλινα ζώα
εργαλεία, λέγκο και πλεϊμομπίλ
όπλα, σπαθιά και πιστόλια
και παίζαμε με τις ώρες, παίζαμε εκεί
χαρούμενοι όλοι που ήμασταν τόσο
η μικρή, τα παιχνίδια, εγώ
κι άλλα παιδάκια που ήρθαν παίζαν κι αυτά
ύστερα με βοηθούσανε να τα μαζέψω
μα άλλες φορές έτσι φεύγανε
το σαλόνι βομβαρδισμένο τοπίο
μοναχός μου τα μάζευα μα δε με πείραζε
και πόσο γελούσα αργότερα
όταν κάποιος από τους περιστασιακούς επισκέπτες
τυχαία ξετρύπωνε ένα βώλο, μια λεοπάρδαλη
ένα ρινόκερο, έναν ινδιάνο
μια μπετονιέρα, ένα σπαθί, έναν ιππότη
με απορία κοίταε και ρώταγε
«μπα σε καλό σου βρε, τί ειν΄αυτό;»
και τα χρόνια περνούσαν
τα παιδάκια αυτά, κι αυτά μεγαλώσανε
κι εγώ ήρθε η ώρα πάλι να μετακομίσω
οριστικά πλέον αυτή τη φορά
σε διαμέρισμα δικό μου που είχα αποκτήσει
άφησα πίσω μου διάφορα πράγματα
με εννοείται πήρα μαζί τα παιχνίδια
δυο μεγάλες κούτες αγόρασα
από διαφανές πλαστικό
να δεις μπόραγες μέσα
και όλα εκεί τα μετέφερα
στο πάνω της ντουλάπας του τοίχου το ράφι
και πάλι φίλοι νεότεροι
με παιδάκια μικρά ήρθαν στο σπίτι
κι έτσι παραπονεμένα δεν έμειναν
ούτε τούτη τη φορά τα παιχνίδια
καθώς τα τακτοποιούσα στις κούτες, θυμάμαι, αφαίρεσα
κι άφησα έξω ένα μικρό
αλογάκι ξύλινο με αναβάτη
ρόδες είχε, ήταν απ’ αυτά τα συρόμενα
από ένα σχοινάκι που τα κύλαγες όσο
ένας μηχανισμός το κεφάλι κουνούσε
βαμμένο ήταν με απίθανα χρώματα
κόκκινο, πράσινο, μωβ, ασημένιο
μα στα παιδικά μου μάτια μάλλον θα φάνταζε
πολύ φυσικό και υπέροχο πλάσμα
ο δε αναβάτης ένας καουμπόυ ήτανε
με μπλε, ελεκτρίκ, ολόσωμη φόρμα
ροδόχρωμα μάγουλα, πλατύ χαμόγελο
πορτοκαλί ένα καπέλλο σα νέο φεγγάρι
και πώς μού ΄ρθε εγώ που ποτέ
«διακοσμητικά αντικείμενα» δεν έχω στο σπίτι
στης βιβλιοθήκης πάνω ένα ράφι το άφησα
ως κάτι που ήταν να το βλέπεις ωραίο
παρατηρώντας το λίγες μέρες μετά, είδα, εντόπισα
στης μουσούδας μια τρύπα, ένα υπόλειμμα
από λαστιχάκι που ήταν δεμένο
ξεφτισμένο, παμπάλαιο, λερωμένο και κίτρινο
από στων ανδρών τα εσσώρουχα που μπαίνει το είδος
(και στων γυναικών ίσως, δεν ξέρω, μπορεί)
στη μέση για να τα κρατά, να τα σφίγγει
ανορθογραφία σκέφθηκα είναι και άσχημο
να το λύσω πήγα ή να το κόψω
μα κάτι με κράτησε και συλλογίστηκα
πριν από πενήντα χρόνια σχεδόν
κάποιο χέρι αντρός ή μάλλον γυναίκας
αυτού που μου το χάρισε ή ίσως της μάνας μου
ή το πιο πιθανό κάποιας εργάτριας
στην Ιαπωνία φερ΄ ειπείν ή στη Γερμανία
στο εργοστάσιο τέλος πάντων τα παιχνίδια που έφτιαχνε
έδεσε τούτο δω το μικρό κορδονάκι
με ποιό δικαίωμα άρα εγώ
τόσα χρόνια μετά να το αφαιρέσω;
κει που ήτανε τ΄άφησα
και ακόμα εκεί βρίσκεται
το επιβεβαιώνω σαν στρέφοντας
αριστερά, ψηλά το κεφάλι
το βλέμμα μου πάει εκεί
απ' την οθόνη του λάπτοπ
που πληκτρογραφώ αυτές τις γραμμές
στο ράφι που στέκεται
το παιδικό μου παιχνίδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: