2, 7 και 14/3/'015, 'Αγιος Θωμάς - Μαρούσι και
Αραχώβης 41 - Εξάρχεια, Αθήνα
Θά 'θελα νά 'μαι ζωγράφος
σκιτσογράφος θα ήθελα νά
'μαι
εικονογράφος τέλος πάντων
κάποιου τύπου
να μπορώ εικόνες να
φτιάχνω
με την ικανότητα μου αυτή
το λοιπόν
θά 'φτιαχνα δύο εικόνες
τη μία δίπλα στην άλλη
ίδιες περίπου μα όχι
τελείως
παρόμοιες πάει να πει
αλλά με διαφορές
και θα απεικόνιζαν αυτές
την ίδια σκηνή απ' τη ζωή
ενός ανθρώπου
αλλά σε φάσεις της
διαφορετικές
ή σε διαφορετικές εκδοχές
της
ή σε άλλη τροπή της
και οι εικόνες θα
έδειχναν
ένα δωμάτιο, υπνοδωμάτιο
απλό, ταπεινό
σ' ένα μικρό σχετικά και
παλιό
διαμέρισμα του κέντρου
της πόλης
κάποιο γούστο πες ότι
είχ' η διακόσμηση
ένα ιδιαίτερο χρώμα στον
τοίχο
μια κουρτίνα, τα έπιπλα
όχι τίποτα εξεζητημένο ή
σπάνιο
πιο πολύ θα τα
χαρακτήριζε κανείς
"φθηνές,
αξιοπρεπείς, απομιμήσεις"
ένα ξύλινο κομοδίνο με
στοίβες βιβλία
ένα αμπαζούρ με πανί
χρωματιστό
κινέζικο, χάρτινο
φωτιστικό στο ταβάνι
πάπλωμα πλουμιστό,
παρδαλά μαξιλάρια
στη γωνιά ένα μπαούλο
και θά 'ταν νύκτα, νύκτα
βαθειά
χα! και πώς το ξέρουμε
αυτό;
λοιπόν άκου να μάθεις
απ' το τζάμι θα φαίνεται
της μπαλκονόπορτας
που είναι έξω βαθύ και
πηκτό το σκοτάδι
να αναχαιτίσουν που
προσπαθούν
τα φώτα του Δήμου, της
πόλης
και πάνω απ' τα κτίρια κι
ανάμεσα
στου ουρανού τα ορατά όσα
τμήματα
φεγγάρι και άστρα
φεγγάρι και άστρα
μα και από μια
λεπτομέρεια
ιδέα σπουδαία και
πρωτότυπη
του ευφυούς καλλιτέχνη
στο κομοδίνο απάνω, το
μαύρο
ηλεκτρονικό ξυπνητήρι με
κόκκινη ένδειξη
ώρας τρεις κι έξη λεπτά,
ξημερώματα, είδες;
κι ακόμα στο κρεββάτι να
βρίσκεται
ξαπλωμένος ένας άντρας
μεσήλικας
κι ως εδώ οι ομοιότητες
Στη μια εικόνα το δωμάτιο
είναι τακτικό, καθαρό
πρόσφατα επιμελώς
σκουπισμένο
στο μπαούλο πάνω απλωμένο
ένα ριχτάρι υφαντό κι
ένας δίσκος
με κεριά κι αντικείμενα
διάφορα
μια διακόσμησης σύνθεση
οπού σχηματίζουν
μια ωραία γωνία
αναμφίβολα
που μονάχα ξενίζει
η μεταλλική πινακίδα στην
πρόσοψη
με την παράξενη επιγραφή
μια λέξη μονάχα:
"Δαίμονες", γράφει
περίεργο σίγουρα και
μακάβρια αταίριαστο
στης ντουλάπας
στηριγμένα στο πόμολο
προσεκτικά από τις
κρεμάστρες τα ρούχα
παντελόνι, σακκάκι,
πουκάμισο
κι από κάτω στο πάτωμα
ένα ζευγάρι γυαλισμένα
υποδήματα
προφανώς η φορεσιά
εργασίας
η αυριανή έτοιμη από τώρα
ο κάτοχος προσεκτικά που
ετοίμασε
για μη σπαταλά τον
πολύτιμο
πρωϊνό του το χρόνο
ο δε άντρας στο κρεββάτι
ανάσκελα
σε δυο μαξιλάρια
ακουμπισμένο κεφάλι
ως το λαιμό σηκωμένα
σκεπάσματα
μα το ένα χέρι απ' έξω
μακάριο το πρόσωπο, βαθύς
μάλλον ο ύπνος
χωρίς ή με - ποιός ξέρει
- όνειρα
πάντως τέτοιος που
φαίνεται
δίκαιη σαν μια ανταμοιβή
μιας γεμάτης και πλούσιας
μέρας
μία απαραίτητη ανάπαυλα
γι άλλη μια τέτοια που θ'
ακολουθήσει
Στην άλλη εικόνα όμως τα
πράγματα
είναι αρκετά διαφορετικά
ολωσδιόλου
ρημαδιό το δωμάτιο,
αχούρι, ανάστατο
να καθαρισθεί πρέπει νά
'χει εβδομάδες
η σκόνη έχει επικαθήσει
παντού
τά 'χει όλα σκεπάσει πέρα
ως πέρα
σβώλοι τα χνούδια τρέχουν
στο πάτωμα
που είναι όλο γεμάτο
λεκέδες
στο κάτω κάγκελο του
κρεββατιού
στοιβαγμένα σωρό ρούχα
δεκάδες
φύρδην στοιβαγμένα εκεί
τσαλακωμένα, κουβάρι
των προηγούμενων πολλών
ημερών αποφόρια
στο κομοδίνο τα βιβλία
(που στην άλλη εικόνα
βαλμένα
σε τακτικές είναι σειρές
και σε στοίβες)
ανοιγμένα τώρα εκεί
χάσκουνε
το ένα πάνω στο άλλο
σελιδοδείκτες στο πάτωμα
τσαλακωμένες σελίδες
λες και με αγωνία ο
ιδιοκτήτης τους
έψαχνε στίχους ή μία
παράγραφο
παρηγοριά, σωτηρία να
βρει μες στις λέξεις
και στο ρολόι με τα
κόκκινα γράμματα
απενεργοποιημένη η
αφύπνιση
(που στην άλλη εικόνα
υπήρχε
για έγερση πρωϊνή ώρα εξ
και τριάντα)
μπουκάλια νερού πλαστικά
και υάλινα
και χάρτινα κουτιά
"φυσικού" χυμού φρούτων
στο κρεββάτι δίπλα σε
μεγάλες ποσότητες
σημάδια ακόρεστης δίψας
τις νύχτες
το ριχτάρι και
τ΄αντικείμενα διάφορα
είναι πια απ' το μπαούλο
κάτω πεσμένα
καθώς στέκει το σκέπασμα
υψωμένο, ορθάνοιχτο
φανερώνοντας άδειο το
εσωτερικό του
και καταλαβαίνεις φρικτό
περιεχόμενο
μέσα είχε που τώρα χύθηκε
έξω
στους τοίχους
σκαρφαλώνουνε απαίσια έντομα
δηλητηριώδεις αράχνες,
φαλάγγια, σκορπίδια, σκαθάρια
γλοιώδεις κάμπιες
αμέτρητες
η μια πίσω απ' την άλλη
σε γραμμές - τί αηδία!
σαρανταποδαρούσες
δυσοίωνες, αποκρουστικές
κάθε τόσο υψώνουνε ουρά
και κεφάλι
ερπετά και αμφίβια τον
τόπο γεμίζουνε
φίδια, σαλαμάνδρες και
σαύρες
εκτοπλασματικά βατράχια
ολοπράσινα
και τεραστίων διαστάσεων
αρχέγονοι φρύνοι
τις ουρές και τα πόδια
τυλίγουνε
στου κρεββατιού τα πόδια
και προωθούνται
στου ταβανιού το φως
κρεμασμένος
κατάμαυρος κόρακας
προς τα κάτω κοιτά
μοχθηρά
μ' ένα σαν κάρβουνο μάτι
στο κουρτινόξυλο κουρνιάζει
κακόβουλα
υπομονετικά περιμένοντας
- θα μπορούσε να το κάνει
για πάντα -
ένας κολοσσιαίος και
φαλακρός γύπας κακάσχημος
στο κεφαλάρι του
κρεββατιού γραπωμένο
(πάλι στο κάγκελο) το πιο
φρικαλέο
στον κόσμο γκαργκόιλ
ξεκολλημένο θαρρείς απ'
τα ψηλά αετώματα
των πελώριων τοίχων του
Ναού της Κυράς μας
στην ξακουστή όπου βρίσκεται
πόλη της Εσπερίας
για αιώνες συναναστρεφόταν
μόνο ομοίους του
εκεί δίπλα απ' τις
γιγάντιες καμπάνες
εξόν από τότε που ένα
πλάσμα ανθρώπινο
για σύντομο διάστημα μαζί
τους εκεί διαβιούσε
μ' απ' την κακία του
κόσμου κι αυτό πάει, χάθηκε
λες και ήταν κάποιο ον
ζηλευτό - μπα, κάθε άλλο!
και μια φιγούρα, ένα ον πιο μεγάλο απ' όλα
στο κρεββάτι δίπλα σε
ξύλινο
σκαμνί ένα κάθεται, είναι
ένας γέρος
ρυπαρός, κουρελής,
γενειοφόρος αλήτης
ένα μακρύ φορά,
κοκκαλωμένο από τη βρώμα παλτό
ένα πλαστικό βαστά μπουκάλι
δυο λίτρων
μισογεμάτο με το πιο
φτηνό που υπάρχει κονιάκ
σπίρτο σκέτο, σχεδόν
δηλητήριο
απ΄όπου κάθε τόσο δόσεις
γενναίες ρουφά
στα από νικοτίνη
ολοκίτρινα, βρώμικα του τα δάχτυλα
σιγοκαίει ένα
κακοστριμμένο τσιγάρο
με καπνό λογιών που
απόμεινε
σε μαζεμένες από κάτω
διάφορες γόπες
όλο βήχει πνιχτά και
συνέχεια γρυλλίζει
λες και μες στο λαρύγγι
του βρίσκουνται
μεταλλικά δεκάδες καπάκια
της μπύρας
προς το κρεββάτι κοιτά
και αυτός
όπου είναι τα σκεπάσματα
ανάστατα
διπλωμένα, μπερδεμένα
απίστευτα
και ο άνδρας μεσήλικας,
φαίνεται
να περνά βασανιστική
αγωνία
χλωμός και αξύριστος,
διπλωμένος στα δύο
μία έντονη στο πρόσωπο
σύσπαση
μια γκροτέσκα γκριμάτσα
τρόμου και ζόφου
μα απ' όλα τούτα το πιο
αποτρόπαιο θέαμα
στης εικόνας την άκρη ίσα
που φαίνεται
καθώς χάνεται μες στις
σκιές
και την του φωτός απουσία
καιροφυλαχτούν σβησμένες
σχεδόν
ένα τσούρμο γριές με
μορφές ακαθόριστες
ξεδοντιάρες, φαφούτες,
όλο ρυτίδες σαν μούμιες
σκεπασμένες από τα νύχια
ως την κορφή
με παντούφλες, με
κάλτσες, με ρόμπες, τσεμπέρια
ολοφάνερα κάποτε, όλα
ολόμαυρα
που στα χρόνια τόσα,
ποιός ξέρει; τα πάμπολλα
έχουνε πια ξεθωριάσει
κι έχουνε γίνει ένα
ξεπλυμένο σταχτί
πιο απειλητικό κι απ' το
μαύρο ακόμα
μπορεί ως τα τώρα την
εικόνα κοιτώντας
το στομάχι σου νά 'χε
σφιχτεί
μα πια η καρδιά σου
σχεδόν σταματάει
σου παγώνει το αίμα, η
ανάσα σου κόβεται
καθώς παρατηρείς στη
γωνιά
τον πόλο αυτόν του Κακού
που λες έτσι θα κάνει και
θα εξαπλωθεί
θα σκεπάσει κι αυτήν και
την άλλη εικόνα
κι έξω θα βγεί, στον
κόσμο και σύντομα
το Μεγάλο Γκρίζο Τίποτα
θα κυριαρχήσει
Σε προβεβλημένη έκθεση
φαντάζομαι το έργο μου
αυτό
να δεσπόζει σε περίοπτη
θέση
κάτω δεξιά η διακριτική
μου υπογραφή
και το καρτελλάκι που θα
λέει "Επωλήθη,
σε συλλέκτη που επιθυμεί
να παραμείνει ανώνυμος,
τιμή: εννιακόσιες χιλιάδες".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου