Νότια Λακωνία, 1940
Η επιστράτευση είχε αρχίσει. Ήρθε και η σειρά του Ασωπού. Οι άντρες που είχαν κληθεί άφηναν το χωριό. Ο Βασίλης ο Βλαχάκης, περνώντας μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς, τη χαιρέτησε φωνάζοντας:
«- Άντε Τριάδα γειάααα, φεύγωωω. Θα βάλω να σου στείλουν το τομάρι μου, να το κάνεις τουλούμι, να βάζεις ελιές!».
«- Τι είναι αυτά που λες καημένε Βασίλη….», του απάντησε η γιαγιά, «- άντε στο καλό και καλή αντάμωση».
Στο ειδικό ένθετο φύλλο της 28ης – 29ης Οκτωβρίου 1995, της εφημερίδος «Η Καθημερινή», με τίτλο «Πού έπεσαν οι 7.948 νεκροί του ελληνοϊταλικού πολέμου», διαβάζουμε στην εισαγωγή:
Οι νεκροί του αλβανικού μετώπου
Βρίσκονται παντού. Στην Τρεμπεσίνα και το Πόγραδετς, στο 731 και στην Κλεισούρα, στα υψώματα του Μπούμπεσι και στην πεδιάδα του Βούρκου. Στο Μάλι Σπατ και στην Κορυτσά. Ενταφιασμένοι όπως-όπως κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, θαμμένοι άλλοι στο χιόνι. Ιταλικοί λόχοι υγειονομικού συγκέντρωσαν μετά το ’40 τα οστά δικών τους και Ελλήνων, σε μεγάλα οργανωμένα νεκροταφεία: «Εχθροί στον πόλεμο, σύντροφοι στο θάνατο», επιγραφές που το καθεστώς του Χότζα φρόντισε γρήγορα να εξαφανίσει. Είναι παντού οι Μεγάλοι μας Νεκροί. Στην Άρτζα θυμούνται ακόμα, μετά τις επιχειρήσεις, σπαρμένους Έλληνες και Ιταλούς, αγκαλιασμένους νεκρούς, στις μάχες σώμα με σώμα. Στο ύψωμα 731 μετρήσαμε 20 θραύσματα οβίδων και όλμων, ανά τετραγωνικό μέτρο. 178 νεκροί μας. Λίγο πιο κάτω ανακαλύπτουμε, χαμένη μέσα στα βάτα, ξεριζωμένη από τη γη αλλά ατόφια, μια επιτύμβια στήλη, ένα πρόχειρο τσιμεντένιο μνημείο των Ιταλών: Οι μεραρχίες Πούλια και Πινερόλο στα παιδιά τους. Νότια, το μικρό, κατωφερικό λιβάδι γλίτωσε από τη μανία των ερπυστριοφόρων του αγροτικού συνεταιρισμού. Ένας κυματισμός στο ανάγλυφο του εδάφους: «Σταματήσαμε μόλις αρχίσαμε να ξεθάβουμε τα πρώτα οστά. Το έδαφος ήταν γεμάτο άσκαστα βλήματα. Για να φτιάξουμε αυτές τις καταραμένες πεζούλες στο ύψωμα χάσαμε 2 από τους καλύτερους χειριστές μας, ένας τρίτος ζει ανάπηρος στο χωριό». Τρεμπεσίνα, βουνό γυμνό και τεράστιο, σα ράχη μυθικού θηρίου. Οι μάχες γίνηκαν σε όλο του το μήκος. Από την κορυφή των 1920 μ. μέχρι βόρεια, το Κιτσόκου. Πολλές φορές το χιόνι έφτανε τα δύο μέτρα. Κονσέρβες ελληνικές, θραύσματα παντού και πλήθος ανέπαφων βλημάτων.
Στην Ζαγοριά, ιστορίες για τους φαντάρους που φιλοξενούνταν στα σπίτια. Αποδείξεις, συγκινητικά ανορθόγραφες, από τις επιτάξεις ζώων και εφοδίων. Στο Νταγκότι της Κλεισούρας, προς τη μεριά του Τεπελενιού, ξεχωρίζει στη στενή κοιλάδα μια τετραγωνισμένη έκταση, 4 περίπου στρεμμάτων. Ακαλλιέργητη από τον καιρό του πολέμου. Το 1993 ήλθαν εδώ παιδιά από τη Θεολογική, φτιάξανε μια πρόσβαση στον κεντρικό δρόμο με πέτρες που κουβάλησαν από το βουνό. Γύρω-γύρω από το νεκροταφείο ρίξαν βότσαλα ποταμίσια. Στο Βουλιαράτι οι κάτοικοι ξανάφτιαξαν το παλιό νεκροταφείο. Τοποθέτησαν σταυρούς, ξέρουν λένε και τα ονόματα. Στην Δρόβιανη, στο βουνό, στον προφήτη Ηλία, κτυπήθηκαν πολλοί, κατά λάθος από φίλια πυρά. Σήμερα δεν σώζεται τίποτα. Είναι και οι τρεις Μεγάλοι μας Νεκροί στο φιλόξενο νεκροταφείο της παραλίας. Νεκροί αυτοί, διότι λιποψύχησαν κι έκαναν πίσω. Η δίκη συνοπτική και η απόφαση άμεσα εκτελεστή. Βρίσκονται παντού, θαμμένοι στις όχθες των ποταμών, κάτω από «παλάτια πολιτισμού», δίπλα στη μεγάλη ελιά, στην ανατολική πλευρά, ριγμένοι στο λάκκο με τον ασβέστη, κάτω από το σχολείο, στις κορυφές των βουνών, δεξιά του δρόμου, δίπλα στο ρέμα, δίπλα στην εκκλησία.
Η «Καθημερινή», στις σελίδες που ακολουθούν, φέρνει στο φως, πρώτη φορά, τον πλήρη κατάλογο αξιωματικών και οπλιτών – 7.948 ψυχές – που έπεσαν κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41 εντός του αλβανικού εδάφους.
Και ύστερα, στο γράμμα Β του καταλόγου, διαβάζουμε:
Βλαχάκης Βασίλειος του Αναστασίου – Στρατιώτης 5ου Συντάγματος Πεζικού, 4/1/41, Υψ. 1220 (Μάλι Σεβράνι) Βορ. Φράταρι
Ο Βασίλης δε γύρισε ποτέ στον Ασωπό. Η γιαγιά Τριάδα πέθανε στις 4 Αυγούστου του 1998 στην Αθήνα, σε ηλικία 90 ετών. Τα τελευταία χρόνια ήταν άρρωστη και την είχαν φέρει στην Αθήνα να την προσέχουν οι κόρες της, η θεία μου κι η μάνα μου. Δεν άντεξε τον καύσωνα του καλοκαιριού εκείνου, μεταφέρθηκε σε μικρή κλινική της γειτονιάς και ξεψύχησε εκεί. Τη μέρα εκείνη εγώ γύριζα από διακοπές.
Τη θάψαμε στο χωριό. Το τομάρι του Βασίλη, δε στάλθηκε βέβαια από την Αλβανία, πίσω στον Ασωπό. Παρέμεινε, μαζί με τη σάρκα και τα κόκαλα του, κάπου στο
«Υψ. 1220 (Μάλι Σεβράνι) Βορ. Φράταρι ή δίπλα στη μεγάλη ελιά, στην ανατολική πλευρά, κάτω από το σχολείο, στις κορυφές των βουνών, δεξιά του δρόμου, δίπλα στο ρέμα, δίπλα στην εκκλησία….».
Ελαφρύ ας είναι το χώμα και των δύο.
Η επιστράτευση είχε αρχίσει. Ήρθε και η σειρά του Ασωπού. Οι άντρες που είχαν κληθεί άφηναν το χωριό. Ο Βασίλης ο Βλαχάκης, περνώντας μπροστά από το σπίτι της γιαγιάς, τη χαιρέτησε φωνάζοντας:
«- Άντε Τριάδα γειάααα, φεύγωωω. Θα βάλω να σου στείλουν το τομάρι μου, να το κάνεις τουλούμι, να βάζεις ελιές!».
«- Τι είναι αυτά που λες καημένε Βασίλη….», του απάντησε η γιαγιά, «- άντε στο καλό και καλή αντάμωση».
Στο ειδικό ένθετο φύλλο της 28ης – 29ης Οκτωβρίου 1995, της εφημερίδος «Η Καθημερινή», με τίτλο «Πού έπεσαν οι 7.948 νεκροί του ελληνοϊταλικού πολέμου», διαβάζουμε στην εισαγωγή:
Οι νεκροί του αλβανικού μετώπου
Βρίσκονται παντού. Στην Τρεμπεσίνα και το Πόγραδετς, στο 731 και στην Κλεισούρα, στα υψώματα του Μπούμπεσι και στην πεδιάδα του Βούρκου. Στο Μάλι Σπατ και στην Κορυτσά. Ενταφιασμένοι όπως-όπως κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, θαμμένοι άλλοι στο χιόνι. Ιταλικοί λόχοι υγειονομικού συγκέντρωσαν μετά το ’40 τα οστά δικών τους και Ελλήνων, σε μεγάλα οργανωμένα νεκροταφεία: «Εχθροί στον πόλεμο, σύντροφοι στο θάνατο», επιγραφές που το καθεστώς του Χότζα φρόντισε γρήγορα να εξαφανίσει. Είναι παντού οι Μεγάλοι μας Νεκροί. Στην Άρτζα θυμούνται ακόμα, μετά τις επιχειρήσεις, σπαρμένους Έλληνες και Ιταλούς, αγκαλιασμένους νεκρούς, στις μάχες σώμα με σώμα. Στο ύψωμα 731 μετρήσαμε 20 θραύσματα οβίδων και όλμων, ανά τετραγωνικό μέτρο. 178 νεκροί μας. Λίγο πιο κάτω ανακαλύπτουμε, χαμένη μέσα στα βάτα, ξεριζωμένη από τη γη αλλά ατόφια, μια επιτύμβια στήλη, ένα πρόχειρο τσιμεντένιο μνημείο των Ιταλών: Οι μεραρχίες Πούλια και Πινερόλο στα παιδιά τους. Νότια, το μικρό, κατωφερικό λιβάδι γλίτωσε από τη μανία των ερπυστριοφόρων του αγροτικού συνεταιρισμού. Ένας κυματισμός στο ανάγλυφο του εδάφους: «Σταματήσαμε μόλις αρχίσαμε να ξεθάβουμε τα πρώτα οστά. Το έδαφος ήταν γεμάτο άσκαστα βλήματα. Για να φτιάξουμε αυτές τις καταραμένες πεζούλες στο ύψωμα χάσαμε 2 από τους καλύτερους χειριστές μας, ένας τρίτος ζει ανάπηρος στο χωριό». Τρεμπεσίνα, βουνό γυμνό και τεράστιο, σα ράχη μυθικού θηρίου. Οι μάχες γίνηκαν σε όλο του το μήκος. Από την κορυφή των 1920 μ. μέχρι βόρεια, το Κιτσόκου. Πολλές φορές το χιόνι έφτανε τα δύο μέτρα. Κονσέρβες ελληνικές, θραύσματα παντού και πλήθος ανέπαφων βλημάτων.
Στην Ζαγοριά, ιστορίες για τους φαντάρους που φιλοξενούνταν στα σπίτια. Αποδείξεις, συγκινητικά ανορθόγραφες, από τις επιτάξεις ζώων και εφοδίων. Στο Νταγκότι της Κλεισούρας, προς τη μεριά του Τεπελενιού, ξεχωρίζει στη στενή κοιλάδα μια τετραγωνισμένη έκταση, 4 περίπου στρεμμάτων. Ακαλλιέργητη από τον καιρό του πολέμου. Το 1993 ήλθαν εδώ παιδιά από τη Θεολογική, φτιάξανε μια πρόσβαση στον κεντρικό δρόμο με πέτρες που κουβάλησαν από το βουνό. Γύρω-γύρω από το νεκροταφείο ρίξαν βότσαλα ποταμίσια. Στο Βουλιαράτι οι κάτοικοι ξανάφτιαξαν το παλιό νεκροταφείο. Τοποθέτησαν σταυρούς, ξέρουν λένε και τα ονόματα. Στην Δρόβιανη, στο βουνό, στον προφήτη Ηλία, κτυπήθηκαν πολλοί, κατά λάθος από φίλια πυρά. Σήμερα δεν σώζεται τίποτα. Είναι και οι τρεις Μεγάλοι μας Νεκροί στο φιλόξενο νεκροταφείο της παραλίας. Νεκροί αυτοί, διότι λιποψύχησαν κι έκαναν πίσω. Η δίκη συνοπτική και η απόφαση άμεσα εκτελεστή. Βρίσκονται παντού, θαμμένοι στις όχθες των ποταμών, κάτω από «παλάτια πολιτισμού», δίπλα στη μεγάλη ελιά, στην ανατολική πλευρά, ριγμένοι στο λάκκο με τον ασβέστη, κάτω από το σχολείο, στις κορυφές των βουνών, δεξιά του δρόμου, δίπλα στο ρέμα, δίπλα στην εκκλησία.
Η «Καθημερινή», στις σελίδες που ακολουθούν, φέρνει στο φως, πρώτη φορά, τον πλήρη κατάλογο αξιωματικών και οπλιτών – 7.948 ψυχές – που έπεσαν κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41 εντός του αλβανικού εδάφους.
Και ύστερα, στο γράμμα Β του καταλόγου, διαβάζουμε:
Βλαχάκης Βασίλειος του Αναστασίου – Στρατιώτης 5ου Συντάγματος Πεζικού, 4/1/41, Υψ. 1220 (Μάλι Σεβράνι) Βορ. Φράταρι
Ο Βασίλης δε γύρισε ποτέ στον Ασωπό. Η γιαγιά Τριάδα πέθανε στις 4 Αυγούστου του 1998 στην Αθήνα, σε ηλικία 90 ετών. Τα τελευταία χρόνια ήταν άρρωστη και την είχαν φέρει στην Αθήνα να την προσέχουν οι κόρες της, η θεία μου κι η μάνα μου. Δεν άντεξε τον καύσωνα του καλοκαιριού εκείνου, μεταφέρθηκε σε μικρή κλινική της γειτονιάς και ξεψύχησε εκεί. Τη μέρα εκείνη εγώ γύριζα από διακοπές.
Τη θάψαμε στο χωριό. Το τομάρι του Βασίλη, δε στάλθηκε βέβαια από την Αλβανία, πίσω στον Ασωπό. Παρέμεινε, μαζί με τη σάρκα και τα κόκαλα του, κάπου στο
«Υψ. 1220 (Μάλι Σεβράνι) Βορ. Φράταρι ή δίπλα στη μεγάλη ελιά, στην ανατολική πλευρά, κάτω από το σχολείο, στις κορυφές των βουνών, δεξιά του δρόμου, δίπλα στο ρέμα, δίπλα στην εκκλησία….».
Ελαφρύ ας είναι το χώμα και των δύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου