Ήταν στη μέση περίπου της Ανοιξης. Η μέρα Τρίτη του Πάσχα,η ώρα λίγο μετά το μεσημέρι, όταν οι δύο άντρες ανηφόριζαν το φιδογυριστό μονοπάτι που οδηγούσε στο κάστρο, στην κορφή του λόφου. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος, καθαρός χωρίς σύννεφα. Ο ήλιος λαμπρός. Δεν έκανε ζέστη όμως, φύσαγε ένα δροσερό αεράκι που έπαιρνε και σκόρπιζε τη σκόνη που σηκώνανε τα βήματά τους στο χωμάτινο δρομάκι και κυμάτιζε τα μακριά ριχτά τους ενδύματα.
Αν τους παρατηρούσε κανείς.......το βάδισμά τους, το ντύσιμό τους, τις χειρονομίες τους καθώς συζητούσαν περπατώντας, και κυρίως την ευγενική και σοβαρή φυσιογνωμία τους, θα συμπέραινε ότι πρόκειται για ανθρώπους ξεχωριστούς, σημαντικούς ίσως. Και δε θά'κανε λάθος καθώς και οι δύο ήταν ξακουστοί σ'ολόκληρη την Αυτοκρατορία απ'άκρη σ'άκρη.
Ο ένας ήταν ο Συνέσιος Κυρήνης, ο επίσκοπος της Κυρηναικής Πενταπόλεως και ο άλλος ο Κοσμάς ο Μελωδός, ο φημισμένος εκκλησιαστικός ποιητής, γνωστός και σαν Αγιοπολίτης. Φίλοι παιδικοί που μεγάλωσαν και σπούδασαν μαζί κι είχαν να συναντηθούν χρόνια και χρόνια αφού κάποια στιγμή οι δρόμοι τους χώρισαν, μέχρι που η τύχη όρισε να βρεθούν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας σ'αυτό το μικρό νησί του Αιγαίου για τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, το Αγιο Πάσχα.
Η χαρά τους ήταν μεγάλη που ξανάβρισκαν ο ένας τον άλλο γιατί δε σβήνουνποτέ οι φιλίες της παιδικής και της νεανικής μας ηλικίας. Πέρναγαν τις μέρεςκαι τις ώρες τους συνέχεια μαζί απ'το πρωί ως το βράδυ. Μίλησαν πρώτα για τη ζωή τους όλο αυτό τον καιρό από τότε που είχαν ειδωθεί για τελευταία φορά.
Είπε ο Συνέσιος στον Κοσμά πώς αποφάσισε ν'ακολουθήσει τον ιερατικό βίο και πώς σιγά-σιγά χάρη στην αγάπη του λαού έγινε δημοφιλής και ανεβαίνοντας τους βαθμούς του κλήρου έφθασε να γίνει επίσκοπος. Το πόσο μόχθησε για το καλό της αγαπημένης του ιδιαίτερης πατρίδας, της Κυρήνης, πώς πήγε για τρία χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον τότε βασιλιά Αρκάδιο και κατάφερε να μειώσει τη φορολογία που επιβαλλόταν στους συμπατριώτες του, πώς αγωνιζόταν σαν αντίπαλος του τυρρανικού διοικητή της Κυρήνης Ανδρόνικου και πώς εναντίον των Αφρικανών που χρόνια τώρα προσπαθούσαν να κατακτήσουν τα εδάφη της πατρίδας του.
Και είπε ο Κοσμάς στο Συνέσιο πώς τον μάγεψε η ποίηση και η μουσική, πώς έθεσε σα σκοπό της ζωής του να υμνήσει τη δόξα του θεού με τα τροπάρια και τους ψαλμούς που συνέθετε, πώς αυτός και ορισμένοι άλλοι διαμόρφωσαν το ποιητικό είδος του κανόνα, και χωρίς καθόλου έπαρση σα σεμνός άνθρωπος που ήταν απ'τη φύση του είπε πως ένα δικό του έργο μεταφρασμένο στα λατινικά χρησιμοποιείται στη λειτουργία των καθολικών. Τέλος του είπε ότι είχε πριν από ένα μήνα ζητήσει να ενταχθεί στο τάγμα της μονής του Αγίου Σάββα των Ιεροσολύμων και περίμενε με αγωνία την απάντηση γιατί ήταν κάτι που επιθυμούσε πολύ.
Και ύστερα θυμήθηκαν με συγκίνηση διάφορα περιστατικά από το παρελθόν και κοινούς τους φίλους, αγαπημένα τους πρόσωπα, τους δασκάλους τους, και μίλησαν πολύ αναπολώντας τις αγνές ξένοιαστες μέρες της νιότης τους. Και μετά μιας και ήταν κι οι δύο άνθρωποι με μεγάλη μόρφωση και καλλιέργεια,άνθρωποι της σκέψης, μίλησαν για την τέχνη και για τις επιστήμες, για τα βιβλία και τους μεγάλους συγγραφείς, για το Θεό και τον Ανθρωπο, για τα μυστήρια της Ψυχής και του Νου, για τη Ζωή.............και μίλαγαν, μίλαγαν ώρες ολόκληρες, περνώντας απ'το ένα θέμα στο άλλο με την άνεση που τους παρείχε το εφόδιο των μεγάλων γνώσεων,του ανύσηχου και στοχαστικού τους πνεύματος.
Απολάμβαναν τις ατελείωτες αυτές συζητήσεις και γι αυτό καθαυτό το περιεχόμενό τους και τα θέματά τους, τα οποία πάντα τους ενδιέφεραν και τα ερευνούσαν, αλλά πιο πολύ γιατί ήταν αυτοί οι δύο, οι αχώριστοι κάποτε φίλοι, που τώρα ώριμοι άντρες πια είχαν αυτή την ευκαιρία, και ευχαριστούσαν το Θεό για τις ευτυχισμένες στιγμές που τους χάριζε.
Eτσι και εκείνη τη μέρα, συζητώντας για κάποιο ζήτημα ανέβαιναν προς το κάστρο που κάποτε το χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι του νησιού για να προφυλάσσονται απ'τις επιδρομές των πειρατών, μιας όμως και το φαινόμενο αυτό είχε πια εκλείψει ήταν ερειπωμένο και σπάνια ανέβαινε κανείς ως εκεί πάνω. Εφθασαν έτσι στην είσοδο του κάστρου, η βαριά σιδερένια πόρτα ήταν ανοιχτή και πέρασαν από την πύλη που ήταν χτισμένη από μεγάλες πελεκητές πέτρες κι άρχισαν να περιδιαβαίνουν ανάμεσα στους διαδρόμους του κάστρου, τα κτίσματα, τους πύργους, τα λιθόστρωτα δρομάκια, τα τείχη με τις πολεμίστρες. Ελάχιστα όμως παρατηρούσαν το περιβάλλον γύρω τους καθώς ήταν απορροφημένοι στην κουβέντα τους. Περπατούσαν, κοντοστέκονταν που και που και μετά συνέχιζαν μιλώντας πάντα.
Ωσπου έφθασαν κάποια στιγμή σ'ένα πλατωμα του κάστρου και ξαφνικά σταμάτησαν κι οι δύο εκέι που βρίσκονταν και σώπασαν απότομα. Οι λέξεις έμειναν κρεμασμένες στα χείλη τους κι οι σκέψεις σβήσαν και διαλύθηκαν. Δεν κάναν τίποτα παρά μόνο κοιτούσαν το θέαμα μπροστά τους. Μερικά μέτρα πιο κει, κάτω από ένα μικρό δεντράκι ήταν ένα νεαρό κορίτσι γονατισμένο στην πράσινη χλόη. Σ'εκείνο το σημείο ο αέρας είχε πάρει φαίνεται κι είχε ρίξει το τζάμι από ένα παράθυρο κάποιου πύργου και αυτό είχε σπάσει γεμίζοντας τον τόπο με χίλια δυο κομματάκια γυαλί και το κορίτσι σκυμμένο διάλεγε τα γυαλάκια, τα μάζευε από κάτω με το ένα χέρι και τά'βαζε στη χούφτα του άλλου της χεριού.Και μάζευε ένα ένα τα μικρά διάφανα κομματάκια που γυάλιζαν και αντανακλούσαν με το φώς του ήλιου σαν πετράδια πολύτιμα, και ήταν τόσο ήρεμες και μαγικές οι κινήσεις της, τόσο όμορφο το νεανικό της πρόσωπο, ο αέρας φύσαγε μια τούφα απ'τα μαλλιά της που της έπεφτε στο πρόσωπο, τα λουλούδια της Ανοιξης άνθιζαν πάνω απ'το πράσινο χορτάρι, η θάλασσα κάτω χαμηλά απέραντη γαλάζια, ένα μικρό καραβάκι την έσκιζε σε μια μεριά αφήνοντας μια άσπρη γραμμή αφρού πίσω του, πουλιά κελαηδούσαν κάπου κοντά και απόμακρα ακούγονταν οι καμπάνες της εκκλησίας του νησιού που καλούσαν στη λειτουργία κι εκεί το κορίτσι, Χριστέ μου το κορίτσι αυτό απορροφημένο στην ασχολία του, με το κεφάλι σκυφτό να μαζεύει τα γυαλάκια χωρίς να δίνει σημασία τι γίνεται γύρω του, ούτε που τους ένοιωσε που στέκονταν λίγο πιο πέρα ακίνητοι και την κοιτούσαν.
Και σα να συμφώνησαν κι οι δύο παρ'όλο που δεν αντάλλαξαν κουβέντα,στρέψανε και σιγά σιγά να μην τους καταλάβει γύρισαν πίσω από το δρόμο που είχαν έρθει, έφθασαν στην πύλη, βγήκαν απ'το κάστρο κι άρχισαν να κατηφορίζουν το δρόμο προς το νησί. Ούτε μια λέξη δεν έλεγαν, περπατούσαν μόνο δίπλα δίπλα γεμάτοι απ'την εικόνα που λίγο πριν είχαν αντικρύσει. Και πού πήγαν τώρα οι σκέψεις, οι συλλογισμοί, πού πήγε η φιλοσοφία, η θρησκεία, η ψυχή του ανθρώπου, οι αξίες της ζωής, τα ιδανικά, οι στοχασμοί, οι κρίσεις, το νόημα του κάθετι,τα σπουδαία βιβλία, οι σοφοί άνθρωποι της ιστορίας, χάθηκαν χάθηκαν όλα, δεν υπήρχε τίποτα, μόνο η εικόνα του κοριτσιού που μάζευε σκυμμένο τα γυαλάκια πάνω στο κάστρο.
Εφθασαν έτσι, χωρίς καθόλου νά'χουν μιλήσει, στο χωριό του νησιού. Και μετά από λίγες μέρες έφυγαν, ο καθένας για τον προορισμό του αφού αγκαλιάστηκαν και αποχαιρετήθηκαν δακρυσμένοι.
Εζησαν κι οι δυο τους χρόνια ακόμη, ζωή δημιουργική και ένδοξη και έμαθαν,γνώρισαν και είδαν πράγματα πολλά. Ομως απ'όλα πιο ζωντανό μες στην καρδιά και το μυαλό τους έμεινε ένα: η εικόνα του κοριτσιού στο κάστρο, μια Τρίτη του Πάσχα σ'ένα νησί του Αιγαίου.
Και δεν το ξέχασαν ποτέ.
Κι ακόμα νομίζω το θυμούνται.
Αν τους παρατηρούσε κανείς.......το βάδισμά τους, το ντύσιμό τους, τις χειρονομίες τους καθώς συζητούσαν περπατώντας, και κυρίως την ευγενική και σοβαρή φυσιογνωμία τους, θα συμπέραινε ότι πρόκειται για ανθρώπους ξεχωριστούς, σημαντικούς ίσως. Και δε θά'κανε λάθος καθώς και οι δύο ήταν ξακουστοί σ'ολόκληρη την Αυτοκρατορία απ'άκρη σ'άκρη.
Ο ένας ήταν ο Συνέσιος Κυρήνης, ο επίσκοπος της Κυρηναικής Πενταπόλεως και ο άλλος ο Κοσμάς ο Μελωδός, ο φημισμένος εκκλησιαστικός ποιητής, γνωστός και σαν Αγιοπολίτης. Φίλοι παιδικοί που μεγάλωσαν και σπούδασαν μαζί κι είχαν να συναντηθούν χρόνια και χρόνια αφού κάποια στιγμή οι δρόμοι τους χώρισαν, μέχρι που η τύχη όρισε να βρεθούν για διαφορετικούς λόγους ο καθένας σ'αυτό το μικρό νησί του Αιγαίου για τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης, το Αγιο Πάσχα.
Η χαρά τους ήταν μεγάλη που ξανάβρισκαν ο ένας τον άλλο γιατί δε σβήνουνποτέ οι φιλίες της παιδικής και της νεανικής μας ηλικίας. Πέρναγαν τις μέρεςκαι τις ώρες τους συνέχεια μαζί απ'το πρωί ως το βράδυ. Μίλησαν πρώτα για τη ζωή τους όλο αυτό τον καιρό από τότε που είχαν ειδωθεί για τελευταία φορά.
Είπε ο Συνέσιος στον Κοσμά πώς αποφάσισε ν'ακολουθήσει τον ιερατικό βίο και πώς σιγά-σιγά χάρη στην αγάπη του λαού έγινε δημοφιλής και ανεβαίνοντας τους βαθμούς του κλήρου έφθασε να γίνει επίσκοπος. Το πόσο μόχθησε για το καλό της αγαπημένης του ιδιαίτερης πατρίδας, της Κυρήνης, πώς πήγε για τρία χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, κοντά στον τότε βασιλιά Αρκάδιο και κατάφερε να μειώσει τη φορολογία που επιβαλλόταν στους συμπατριώτες του, πώς αγωνιζόταν σαν αντίπαλος του τυρρανικού διοικητή της Κυρήνης Ανδρόνικου και πώς εναντίον των Αφρικανών που χρόνια τώρα προσπαθούσαν να κατακτήσουν τα εδάφη της πατρίδας του.
Και είπε ο Κοσμάς στο Συνέσιο πώς τον μάγεψε η ποίηση και η μουσική, πώς έθεσε σα σκοπό της ζωής του να υμνήσει τη δόξα του θεού με τα τροπάρια και τους ψαλμούς που συνέθετε, πώς αυτός και ορισμένοι άλλοι διαμόρφωσαν το ποιητικό είδος του κανόνα, και χωρίς καθόλου έπαρση σα σεμνός άνθρωπος που ήταν απ'τη φύση του είπε πως ένα δικό του έργο μεταφρασμένο στα λατινικά χρησιμοποιείται στη λειτουργία των καθολικών. Τέλος του είπε ότι είχε πριν από ένα μήνα ζητήσει να ενταχθεί στο τάγμα της μονής του Αγίου Σάββα των Ιεροσολύμων και περίμενε με αγωνία την απάντηση γιατί ήταν κάτι που επιθυμούσε πολύ.
Και ύστερα θυμήθηκαν με συγκίνηση διάφορα περιστατικά από το παρελθόν και κοινούς τους φίλους, αγαπημένα τους πρόσωπα, τους δασκάλους τους, και μίλησαν πολύ αναπολώντας τις αγνές ξένοιαστες μέρες της νιότης τους. Και μετά μιας και ήταν κι οι δύο άνθρωποι με μεγάλη μόρφωση και καλλιέργεια,άνθρωποι της σκέψης, μίλησαν για την τέχνη και για τις επιστήμες, για τα βιβλία και τους μεγάλους συγγραφείς, για το Θεό και τον Ανθρωπο, για τα μυστήρια της Ψυχής και του Νου, για τη Ζωή.............και μίλαγαν, μίλαγαν ώρες ολόκληρες, περνώντας απ'το ένα θέμα στο άλλο με την άνεση που τους παρείχε το εφόδιο των μεγάλων γνώσεων,του ανύσηχου και στοχαστικού τους πνεύματος.
Απολάμβαναν τις ατελείωτες αυτές συζητήσεις και γι αυτό καθαυτό το περιεχόμενό τους και τα θέματά τους, τα οποία πάντα τους ενδιέφεραν και τα ερευνούσαν, αλλά πιο πολύ γιατί ήταν αυτοί οι δύο, οι αχώριστοι κάποτε φίλοι, που τώρα ώριμοι άντρες πια είχαν αυτή την ευκαιρία, και ευχαριστούσαν το Θεό για τις ευτυχισμένες στιγμές που τους χάριζε.
Eτσι και εκείνη τη μέρα, συζητώντας για κάποιο ζήτημα ανέβαιναν προς το κάστρο που κάποτε το χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι του νησιού για να προφυλάσσονται απ'τις επιδρομές των πειρατών, μιας όμως και το φαινόμενο αυτό είχε πια εκλείψει ήταν ερειπωμένο και σπάνια ανέβαινε κανείς ως εκεί πάνω. Εφθασαν έτσι στην είσοδο του κάστρου, η βαριά σιδερένια πόρτα ήταν ανοιχτή και πέρασαν από την πύλη που ήταν χτισμένη από μεγάλες πελεκητές πέτρες κι άρχισαν να περιδιαβαίνουν ανάμεσα στους διαδρόμους του κάστρου, τα κτίσματα, τους πύργους, τα λιθόστρωτα δρομάκια, τα τείχη με τις πολεμίστρες. Ελάχιστα όμως παρατηρούσαν το περιβάλλον γύρω τους καθώς ήταν απορροφημένοι στην κουβέντα τους. Περπατούσαν, κοντοστέκονταν που και που και μετά συνέχιζαν μιλώντας πάντα.
Ωσπου έφθασαν κάποια στιγμή σ'ένα πλατωμα του κάστρου και ξαφνικά σταμάτησαν κι οι δύο εκέι που βρίσκονταν και σώπασαν απότομα. Οι λέξεις έμειναν κρεμασμένες στα χείλη τους κι οι σκέψεις σβήσαν και διαλύθηκαν. Δεν κάναν τίποτα παρά μόνο κοιτούσαν το θέαμα μπροστά τους. Μερικά μέτρα πιο κει, κάτω από ένα μικρό δεντράκι ήταν ένα νεαρό κορίτσι γονατισμένο στην πράσινη χλόη. Σ'εκείνο το σημείο ο αέρας είχε πάρει φαίνεται κι είχε ρίξει το τζάμι από ένα παράθυρο κάποιου πύργου και αυτό είχε σπάσει γεμίζοντας τον τόπο με χίλια δυο κομματάκια γυαλί και το κορίτσι σκυμμένο διάλεγε τα γυαλάκια, τα μάζευε από κάτω με το ένα χέρι και τά'βαζε στη χούφτα του άλλου της χεριού.Και μάζευε ένα ένα τα μικρά διάφανα κομματάκια που γυάλιζαν και αντανακλούσαν με το φώς του ήλιου σαν πετράδια πολύτιμα, και ήταν τόσο ήρεμες και μαγικές οι κινήσεις της, τόσο όμορφο το νεανικό της πρόσωπο, ο αέρας φύσαγε μια τούφα απ'τα μαλλιά της που της έπεφτε στο πρόσωπο, τα λουλούδια της Ανοιξης άνθιζαν πάνω απ'το πράσινο χορτάρι, η θάλασσα κάτω χαμηλά απέραντη γαλάζια, ένα μικρό καραβάκι την έσκιζε σε μια μεριά αφήνοντας μια άσπρη γραμμή αφρού πίσω του, πουλιά κελαηδούσαν κάπου κοντά και απόμακρα ακούγονταν οι καμπάνες της εκκλησίας του νησιού που καλούσαν στη λειτουργία κι εκεί το κορίτσι, Χριστέ μου το κορίτσι αυτό απορροφημένο στην ασχολία του, με το κεφάλι σκυφτό να μαζεύει τα γυαλάκια χωρίς να δίνει σημασία τι γίνεται γύρω του, ούτε που τους ένοιωσε που στέκονταν λίγο πιο πέρα ακίνητοι και την κοιτούσαν.
Και σα να συμφώνησαν κι οι δύο παρ'όλο που δεν αντάλλαξαν κουβέντα,στρέψανε και σιγά σιγά να μην τους καταλάβει γύρισαν πίσω από το δρόμο που είχαν έρθει, έφθασαν στην πύλη, βγήκαν απ'το κάστρο κι άρχισαν να κατηφορίζουν το δρόμο προς το νησί. Ούτε μια λέξη δεν έλεγαν, περπατούσαν μόνο δίπλα δίπλα γεμάτοι απ'την εικόνα που λίγο πριν είχαν αντικρύσει. Και πού πήγαν τώρα οι σκέψεις, οι συλλογισμοί, πού πήγε η φιλοσοφία, η θρησκεία, η ψυχή του ανθρώπου, οι αξίες της ζωής, τα ιδανικά, οι στοχασμοί, οι κρίσεις, το νόημα του κάθετι,τα σπουδαία βιβλία, οι σοφοί άνθρωποι της ιστορίας, χάθηκαν χάθηκαν όλα, δεν υπήρχε τίποτα, μόνο η εικόνα του κοριτσιού που μάζευε σκυμμένο τα γυαλάκια πάνω στο κάστρο.
Εφθασαν έτσι, χωρίς καθόλου νά'χουν μιλήσει, στο χωριό του νησιού. Και μετά από λίγες μέρες έφυγαν, ο καθένας για τον προορισμό του αφού αγκαλιάστηκαν και αποχαιρετήθηκαν δακρυσμένοι.
Εζησαν κι οι δυο τους χρόνια ακόμη, ζωή δημιουργική και ένδοξη και έμαθαν,γνώρισαν και είδαν πράγματα πολλά. Ομως απ'όλα πιο ζωντανό μες στην καρδιά και το μυαλό τους έμεινε ένα: η εικόνα του κοριτσιού στο κάστρο, μια Τρίτη του Πάσχα σ'ένα νησί του Αιγαίου.
Και δεν το ξέχασαν ποτέ.
Κι ακόμα νομίζω το θυμούνται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου