Όταν ποθάνω, παρακαλάω, γνωστούς και φίλους που θα τίχει νάναι κοντά μου αφτήν την άχαρη ώρα, να φυγαδέψουν το κουφάρι μου από το νοσοκομίο (γιατί το ξέρω καλά πως δε θα έχω ήσυχο θάνατο, παρά αρρώστια και νοσοκομία και γιατρούς και ορούς - που από παιδί δεν τάντεχα - και πόνο γύρο μου πολύ και θα ποθάνει η ψυχή μου ώρες πολλές πριν το κορμί).
Να το βάλουν μέσα σε τίποτα τσουβάλια, σε τίποτα σκουπιδοσακούλες και να το πάνε με το αυτοκίνητο έξω από την πόλη. Σε κάποια ερημιά, πλησίον - ει δυνατόν - σε καμμιά χωματερή. Και κει καταμεσίς να το πετάξουν, έτσι σκέτο, ούτε λάκκο ν' ανοίξουν, ούτε τίποτα. Να πιούνε απόνα κουτάκι μπίρα από πάνου του, έτσι για τον "τελευταίο ασπασμό", να το παρατήσουν έτσι και να φύγουν, να πάνε στην ταβέρνα να πιούνε κι άλλες.
Κι αργότερα, όταν σουρουπώσει, να μαζευτούνε από γύρω όλα τα αδέσποτα σκυλιά της περιοχής, να καταξεσχίσουνε το κορμί μου και να φύγουν χαρούμενα μένα κομμάτι στο στόμα το καθένα, όπου πεινάνε τα κακόμοιρα πολύ, να πάρουνε ένα μεζέ, να φαν, να στιλωθούνε.
Κι άμα σταθώ τυχερός - που, αλίμονο, ποτές δε στάθηκα - θάρθει από τη διπλανή χωματερή ένας γλάρος, από κείνους τους τετράπαχους που είναι σα γαλοπούλες μεγάλοι από τα σκουπίδια που τρώνε όλη μέρα.
Και θα μου βγάλει το μάτι και θα πετάξει ψηλά στον ουρανό, να το πάει στη φουλιά του, να το φάει με την ησυχία του ή να φιλέψει με δάφτο τη φαμίλια του.
Κι έτσι, μες απτό στόμα του γλάρου που πετά, θα δει το μάτι μου, για μια τελεφταία φορά, τον μάταιο τούτο κόσμο από ψηλά, πριν με τυλίξει - για πάντα - το μάβρο το σκοτάδι. Εφχαριστώ. Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης.
Να το βάλουν μέσα σε τίποτα τσουβάλια, σε τίποτα σκουπιδοσακούλες και να το πάνε με το αυτοκίνητο έξω από την πόλη. Σε κάποια ερημιά, πλησίον - ει δυνατόν - σε καμμιά χωματερή. Και κει καταμεσίς να το πετάξουν, έτσι σκέτο, ούτε λάκκο ν' ανοίξουν, ούτε τίποτα. Να πιούνε απόνα κουτάκι μπίρα από πάνου του, έτσι για τον "τελευταίο ασπασμό", να το παρατήσουν έτσι και να φύγουν, να πάνε στην ταβέρνα να πιούνε κι άλλες.
Κι αργότερα, όταν σουρουπώσει, να μαζευτούνε από γύρω όλα τα αδέσποτα σκυλιά της περιοχής, να καταξεσχίσουνε το κορμί μου και να φύγουν χαρούμενα μένα κομμάτι στο στόμα το καθένα, όπου πεινάνε τα κακόμοιρα πολύ, να πάρουνε ένα μεζέ, να φαν, να στιλωθούνε.
Κι άμα σταθώ τυχερός - που, αλίμονο, ποτές δε στάθηκα - θάρθει από τη διπλανή χωματερή ένας γλάρος, από κείνους τους τετράπαχους που είναι σα γαλοπούλες μεγάλοι από τα σκουπίδια που τρώνε όλη μέρα.
Και θα μου βγάλει το μάτι και θα πετάξει ψηλά στον ουρανό, να το πάει στη φουλιά του, να το φάει με την ησυχία του ή να φιλέψει με δάφτο τη φαμίλια του.
Κι έτσι, μες απτό στόμα του γλάρου που πετά, θα δει το μάτι μου, για μια τελεφταία φορά, τον μάταιο τούτο κόσμο από ψηλά, πριν με τυλίξει - για πάντα - το μάβρο το σκοτάδι. Εφχαριστώ. Χρήστος Δ. Τσατσαρώνης.
1 σχόλιο:
Τέλειο.
Δημοσίευση σχολίου