Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2007

Ένα απόγευμα τρελλό

Ένα απόγευμα τρελλό στην πλατεία
κόσμο γεμάτα τα καφενεία
κυρίες, κύριοι, νεαροί, δεσποινίδες,
γλυκά, αναψυκτικά, καφεδάκια
και γύρω τριγύρω του κόσμου η χαρά
φωνάζαν, παίζανε τα παιδάκια.

Ένας μάγκας περίφημος γόης
όλο εκοίταζε μια όμορφη ξανθιά
που καθότανε με τη μαμά
και το μπαμπά και τ’ αδέρφια της
κι έπινε βυσσινάδα.
Όλο χαμόγελα της έστελνε
και πονηρά νοήματα
και υπολόγιζε το βράδυ
να της κάνει καντάδα.
Μα εκείνη αγέλαστη, σοβαρή,
όλο κοίταγε αλλού
κι ούτε απαντούσε,
(όμως πόσο της άρεσε, ω πόσο πολύ
και τί συγκίνηση, τι λαχτάρα το παλληκάρι)
γιατί ήξερε και της είχαν πει
πως έτσι πρέπει, έτσι αρμόζει.
Την ίδια ώρα κει παραπέρα
στο άδειο οικόπεδο στήνανε
μπερντέ του Καραγκιόζη.
Γιατί το βράδυ είχε παράσταση.
Μα ήταν περίεργη η κατάσταση.

Λέγαν ο δάσκαλος με τον παπά, οι γραμματιζούμενοι,
σ’ ένα τραπέζι με το χωροφύλακα και τον κλητήρα,
και παραδίπλα όρθιοι ακούγανε και χάσκαν
κάτι αγράμματοι, περιπλανώμενοι γύφτοι
που δεν είχαν βρει θέση, περισσευούμενοι.
Λέγανε για του κόσμου τα μυστήρια τα μεγάλα
και τις χώρες τις παράξενες,
τους ωκεανούς, τα όρη
και τους τρανούς ποταμούς……
τον Αμαζόνιο, το Βόλγα,
το Μισισσίπη, το Ζαμβέζη
και πίνανε καφέ και τρώγαν πετιμέζι.
Αχ! οι άνθρωποι πάντα κοιτούν τον ποταμό
κι κανείς ούτε κουβέντα
για τον ήσυχο και ταπεινό,
τον τροφοδότη, τον παραπόταμο,
μονολογούσε εκεί κοντά
ένας του τσίρκου θηριοδαμαστής
που αυτή την ώρα πότιζε
στη βρύση του χωριού
ένα ασημένιο ιπποπόταμο.

Γιατί είχαμε τις μέρες εκείνες,
περαστικούς από την πόλη,
τσίρκο και θεάματα,
κλόουν, ακροβάτες, θηρία εξωτικά,
το μάγο που κατάπινε σπαθιά
και εξαφάνιζε παπούτσια
και πράματα και θάματα!
Είχανε, λέει, έρθει από
τη μακρινή Μαδαγασκάρη
και παρουσίαζαν – μοναδικοί στον κόσμο –
μέσα σε όλα τ’ άλλα
ένα που μίλαγε με ανθρώπινη φωνή
σοφό σκαθάρι.
Μάλιστα διαφημίζανε
όλο το απόγευμα τις παραστάσεις,
μέχρι που τις ρεκλάμες τους κορόιδεψαν
και βρίσανε χυδαία,
κάτι που πίνανε μαστίχα από νωρίς
αδειούχοι απ’ το στρατόπεδο το κοντινό, φαντάροι.
Πάλι καλά που μεσολάβησε ο οδοντίατρος
και τους εκέρασε ένα γύρω
λέγοντας – διπλωμάτης, πονηρός –
«Μαζί σας κι εγώ πίνω»
κάτι ποτήρια με πιοτό
μία μερίδα ρούμι, εφτά κινίνο.
Εκείνος βλέπεις τό ’χυσε, δεν ήπιε,
μα στην παρέα των φαντάρων έφερε πανικό
και φύγανε εκείνοι πικραμένοι,
πίσω γυρίσανε στο στρατώνα
και πήγαν γι αύριο
να δουν την αγγαρεία,
ποιόν είχαν βάλει μαγειρεία
και ποιόν σκοπό.

Βέβαια τότε που όλοι
το νου τους είχανε στο περιστατικό
ευκαιρία βρήκανε τα χαμίνια
να μπούνε στου μπακάλη την αυλή
και να ρημάξουνε τον εύφορο μπαξέ
που έβγαζε γιομάτα σαν αίμα το ζουμί
τα πιο καλά τα σαγκουίνια.

«Κι έτσι πήγανε κι έτσι πάνε»..
μουρμούραγε μονάχος του
σε μια γωνιά ένας γέρος,
«έτσι φτιαγμένοι είμαστε οι ανθρώποι
αδερφοί, κορίτσια, παληκάρια,
έτσι ήταν κι έτσι – μιλάει η φύση
και προστάζει – θά ’ναι».
Μα πίσω του στον τοίχο – αν είναι δυνατόν! –
μα πάλι, είχε βρέξει το πρωί,
ιάμβους σχηματίζανε, κοπάδια σαλιγκάρια.

Σκοτείνιασε, σουρούπωσε, βραδυάζει
και λίγο – λίγο φεύγουν οι νοικοκυραίοι
και η πλατεία αδειάζει.
Ε! πρέπει νά ‘ναι τώρα
η ώρα των παράξενων.
Γιατί μου φαίνεται πως βλέπω
- και πρέπει να ταιριάζει -
εφτά χελιδονόψαρα να κάνουνε παρέα
σ’ εκείνη που όλο το απόγευμα
από πάνω μας φτεράκαγε
και τώρα κουρασμένη,
αλλόκοτη, πορτοκαλιά,
ανεβασμένη στη μουριά,
την κουκουβάγια που κουρνιάζει.

Και στη σκιά της μουριάς,
του φακίρη που έκανε
την ώρα εκείνη τα μαγικά του,
ξεκουραζόταν ο βοηθός
και έτρωγε τουλούμπες.

Ε! λοιπόν μέσα σ’ όλη την τρέλλα,
τρελλός κι εγώ,
ξεκίνησα καταμεσής στην πλατεία
να κάνω κάτι ψηλές
και θεότρελλες τούμπες!

Δεν υπάρχουν σχόλια: