Είχαν μάτια μόνο ο ένας για τον άλλον
"μάτια μου τί να σου φέρω;"
"πείνασες ματάκια;"
"πού θα σε πάω φέτος διακοπές
ματάκια μου γλυκά;"
και πάει λέγοντας όλη μέρα
κάθε μέρα
μιλώ για το ζευγάρι που μέναν
στην κάμαρη στο βάθος της αυλής
όλο περνούσαν μπρος απ' τη δική μου
πού ΄ταν η πρώτη, πλάι στην είσοδο
δεν είχαμε πολλά
τους καλημέριζα, τους καλησπέριζα
τους έλεγα για διάφορες εργασίες
για τα της κοινής χρήσης
ότι πρέπει να παραγγείλουμε
την πλήρωση της δεξαμενής καυσίμων
και να συντηρήσουμε τον καυστήρα για τον
χειμώνα
πως ήρθε η ώρα για την ετήσια απολύμανση
των χώρων και τέτοια
είχα βλέπεις επιφορτιστεί με
τα καθήκοντα του διαχειριστή του χώρου
δε νομίζω πως ούτε με βλέπαν καλά καλά
το οπτικό πεδίο του ενός
καταλαμβανόταν μόνο από το είδωλo του άλλου
και τη φωνή μου ίσα π' άκουγαν
αχνή, ανεπαίσθητη, σαν μέσα σ' όνειρο
θα έφτανε στ' αυτιά τους
αυτά, άλλα δεν είχαμε
μπορώ να πω πως δεν τους συμπαθούσα
μου προκαλούσαν μία άπωση
έναν εκνευρισμό, μιαν ταραχή ακόμα
προσπαθούσα όταν ησύχαζα να
σκεφτώ ποιά ήταν η πηγή αυτών μου
των συναισθημάτων
τα απογεύματα οπού περνούσα καμμιά
περίπου ώρα στο καφενείο
τα Σαββατοκύριακα άμα είχε καλοκαιριά
που καθόμουν στα παγκάκια του πάρκου
ή και τις καθημερινές στον ηλεκτρικό
σιδηρόδρομο
που μεταχειριζόμουν για να μεταβώ προς
και -ασφαλώς- να επιστρέψω από
την εργασία μου, σαν έβρισκα
θέση ίσως πλάι στο τζάμι
παρατηρώντας έξω εναλλασσόμενα
τα αστικά τοπία να περνούν
νά' ταν που τους θεωρούσα σνομπ
αμέτοχους κι απόμακρους απ' την
καθημερινότητα, τους καημούς, τα προβλήματα
μα και την ίδια τη ζωή των
γύρω τους απλών ανθρώπων
μόνη τους έννοια ο ένας για τον άλλον
ή μήπως ήταν φθόνος που κατάφερναν
να βρουν και να βιώνουν το
σπάνιο αίσθημα της λατρείας
αντικείμενο της οποίας ήταν
βέβαια ο ένας για τον άλλον
ή ίσως νά 'ταν τελικά μια
ανησυχία έντονη, μια αγωνία
τί θα απογίνει -ο μη γένοιτο- ο
ένας, αν τύχει να χαθεί ο άλλος;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου