Πολύ με εντυπωσίασε το καλόγουστα διακοσμημένο διαμέρισμα του κυρίου Καθηγητή, μα ακόμα περισσότερο η τεράστια βιβλιοθήκη του με τους χιλιάδες τόμους. Μέσα σε μία ώρα μου είχε λύσει απορίες, για τη διπλωματική μου εργασία, που με βασάνιζαν επί μήνες. Επιπλέον μου δάνεισε κάποια δυσεύρετα συγγράμματα με σελιδοδείκτες να σημειώνουν τα χωρία που με ενδιέφεραν. Ευγενέστατος, μου προσέφερε καφέ με κουλουράκια. Κάθισε δίπλα μου στον καναπέ και μου πρότεινε να μείνω για δείπνο. Θα έφτιαχνε κόκορα που του είχαν στείλει από χωριό, με πιλάφι καυτερό. Τα μάτια του είχαν πάρει να γυαλίζουν κι ένοιωσα το χέρι του να μου διατρέχει ανηφορίζοντας το μηρό. Πετάχτηκα πάνω, έβαλα βιαστικά τα βιβλία στο σακίδιο μου και αποχώρησα με μια απίθανη δικαιολογία.
Βγήκα από την πολυκατοικία φουρκισμένος. Βάδιζα στους δρόμους της γειτονιάς γεμάτος απογοήτευση και δυσάρεστη έκπληξη ώσπου το μυαλό μου σκάλωσε στη σκέψη - καταφύγιο, ότι μάλλον θα έμενα νηστικός απόψε. Όταν, φθάνοντας στην πλατεία αντίκρισα το μεγάλο σουβλατζίδικο, άλλαξα γνώμη. Μπήκα μέσα και ζήτησα ένα τυλιχτό με απ' όλα. Όσο περίμενα να μου το τοιμάσουν, άκουγα την κυρία δίπλα στο ταμείο να μιλά στο τηλέφωνο επιβεβαιώνοντας τα περιεχόμενα μιας παραγγελίας και τα στοιχεία της παράδοσης. Ήταν του κυρίου Καθηγητή.
Έκατσα σε ένα παγκάκι και μασώντας την πρώτη μπουκιά συμπέρανα ότι οι επιταγές του στομάχου είναι καμιά φορά πιο ισχυρές από τες συγκινήσεις της καρδιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου