Στο κέντρον της πόλεως
καταμεσής στην όμορφη
των Πετραλώνων συνοικία
καθώς περνούσα με τον Ηλεκτρικό
μεταβαίνοντας προς το λιμένα Πειραιώς
για μιαν της εργασίας μου υπόθεση
αίφνης αντίκρισα
θέαμα το πιο απροσδόκητο
δυο έλατα πανύψηλα - πώς γίνεται; -
φυτρώναν σ' ένα ύψωμα
πάνω απ' το έδαφος
γύρω παντού χλόη πυκνή και
φτέρες άγριες του βουνού κι ανάμεσα τους
κάτι στρογγυλές και λείες ποταμόπετρες
όπου κυλούσε το νερό
να οδηγηθεί στην κόχη
ακριβώς που εσχημάτιζαν ως όριο
οι ρίζες των τεράστιων δέντρων
και εκεί να πέφτει με ορμή
ένας γαλάζιος, τρανός
μ' αφρούς πολλούς και δίνες
πανώριος καταρράκτης
Ήταν ένα ακόμα από τα
μικρά
της καθημερινότητας τα θαύματα
αυτή εδώ η νησίδα φύσης
που απροσδόκητα συνάντησα
εν μέσω των τσιμέντων
για τη χαρά που πήρα
και τη δροσιά που αισθάνθηκα
στο δέρμα μου σχεδόν
μ' ακόμα πιο πολύ
σκέπασε την καρδιά μου
να ευχαριστήσω έπρεπ' αναρωτιόμουνα
κάποια συνέλευση της γειτονιάς;
τον ιδιοκτήτη της πολυκατοικίας που επρόσφερε
τον μεγάλο της μίας πλευράς
ακάλυπτο τον τοίχο;
ή μήπως;... αυτόν νομίζω πιο πολύ:
τον καλλιτέχνη, το ζωγράφο λαϊκό
που ποιός ξέρει πόσες μέρες κρεμασμένος
πάνω στις σκαλωσιές
με το χρωστήρα, τις μπογιές του
και τη χάρη του Θεού
ετούτη τη σκηνή ιστόρησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου