Κλίνη κενή, κλίνη κενή
πάει να πει κρεββάτι
αδειανό
που άδειο ωστόσο δεν ήταν
όταν μπήκαμε στο θάλαμο
(δύο κλινών) Ιώτα Δέκα
της Νευρολογικής Κλινικής
η κυρία Λ. ήταν στο
κρεββάτι
το πέρα, το μέσα
το κοντά στο παράθυρο
τη μάνα μου τη βάλαν στο
πρώτο
αυτό που ήταν πλησίον της
πόρτας
η κυρία Λ. ήταν ηλικίας
«υπερηφάνως μεγάλης»
μα είχε υποστεί η καημένη
επεισόδιο βαρύτατο
και ξάπλωνε ακίνητη εκεί
στο μισοσηκωμένο κρεββάτι
με σωληνάκια να μπαίνουνε
διάφορα
και να βγαίνουν στο κορμί
της
και γύρω μηχανήματα
περίεργα
που έβγαζαν ήχους
παράξενους
βομβούσαν, ξεφυσούσαν
ρυθμικά
και φαντάζομαι ρόλο θα
είχανε
να υποκαθιστούν τις
λειτουργίες
οργάνων του σώματος
που αυτά δεν ήταν πια
να εκτελέσουν εις θέση
και τη φρόντιζε μόνιμα
δίπλα της
όλη τη μέρα, μια κυρία καλή
απ’ τη μακρινή Γεωργία
που ήταν χρόνια μαζί της
και τώρα
κάθε τόσο την παίρναν τα
κλάμματα
που η κυρία της έτσι είχε
πια καταντήσει
δυο τρεις φορές ήρθε και
μια
άλλη γυναίκα νεότερη
και μελαμψή από το
εξωτικό
γαλλόφωνο Μαρόκο
γνωστή κι αυτή που βοήθαγε
την οικογένεια και έκατσε
στης κυρίας της πρώτης το
πόδι
όταν κουβέντιαζαν κάκιζαν
την κόρη της
τη μάνα της να δει που
δεν πατούσε
και που είχε άλλου είδους
μπλεξίματα
τί ακριβώς ούτε θέλω να
ξέρω
ενώ αναμενόταν χώρα
κάποια από
μέρα με την ημέρα ο γιός
της
και τακτικά την επισκέπτονταν
η κόρη του γιου
η εγγονή της ευγενική
ψιλόλιγνη μία κοπέλλα
με μάτια λυπημένα
που τη χαϊδολογούσε
και της μίλαγε γλυκά:
«γιαγιούλα μου, γιαγιάκα
μου, μ’ ακούς γιαγιά μου;»
και ρώταε λεπτομέρειες
γιατρούς και νοσοκόμες
και γω κάθε πρωί που
έμπαινα στο θάλαμο
ζωηρά την καλημέριζα, της
χάιδευα το χέρι
ομοίως τα βραδάκια όταν
αποχωρούσα
κάποιες ανεπαίσθητες στο
βλέφαρο
κινήσεις και στο μάτι,
για αντίληψη
δεν ήξερα αν πρέπει να
τις πάρω
«Καλημέρα κυρία Λ. τί
κάνεις σήμερα;
καληνύχτα κυρία Λ.
εύχομαι αύριο
να σε βρω καλύτερα – μη
φοβάσαι τίποτα
είσαι θηρίο, σε έχω
καταλάβει εγώ... » και τέτοια
η μάνα μου είχε ταραχτεί
με την παρουσία της
κυρίας Λ.
και τη βαριά κατάσταση
της
λίγο το παρατήρησα εγώ
μα μου το βεβαιώσαν οι
γιατροί
κι ύστερα πρόσεξα πως
ούτε
καν γυρνούσε να την δει
και ρώταγε πολύ αορίστως
για την κατάσταση της
φοβόταν βλέπεις φαίνεται
να μην βρεθεί στη θέση
της
και ξόρκιζε τον φόβο της
κάνοντας ότι σαν να μην
υπάρχει
την τέταρτη μέρα μετά
το εξιτήριο αποβιβάσθηκα
από το λεωφορείο
επιστροφής
απ’ τη δουλειά μου
κοντά στην κλινική
όπου και εισήλθα
με τον αέρα βεττεράνου
και μπαίνοντας στον
θάλαμο
στης μάνας το κρεββάτι
μια άλλη ξάπλωνε
και άλλη μια από δίπλα
της έκανε παρέα
κι απέναντι κλινη κενή
«πού ΄ναι η κυρία Λ.;»
τις ρώτησα
με κοίταζαν με βλέμμα
απορημένο
«δεν μια κυρία έτσι κι
έτσι εδώ;»
«ρωτήστε», μου απάντησαν
«μέσα στις νοσοκόμες»
μα ήδη εν τω μεταξύ
είχα φτάσει έξω από το
γραφείο προϊσταμένης
γύρισαν και μ΄αντίκρυσαν
δυο αδελφές
αναγνωρίζοντας με
«τί κάνετε;», τους λέω,
«είχα τη μάνα μου εδώ,
φύγαμε τέσσερις μέρες
πριν, θυμάστε;
Η δίπλα μας; Η κυρία Λ.;»
μετάξυ τους κοιτάχτηκαν
κι ύστερα στρέψαν το
κεφάλι προς τα πάνω
με ένα βλέμμα αρνητικό
«χθες ξημερώματα» δήλωσε
η μία σοβαρά
αποχαιρέτησα και έφυγα
βγήκα από τον περίβολο
του νοσοκομείου
βράδυ προχωρημένο πια
φόρεσα το σακκίδιο
κούμπωσα το σακκάκι μου
κι άρχισα να ανηφορίζω
προς την περιφερειακή
του λόφου οδό
στο σπίτι μου να πάω
...
καλό ταξίδι κυρία Λ.
να ξέρεις ότι εδώ
έχει αρχίσει κι
ανεπαίσθητα
μυρίζει λίγο άνοιξη.
1ο δεκαήμερο Μαρτίου 2014,
Νοσοκομείο Ν.Ι.Μ.Τ.Σ., Κολωνάκι, Αθήνα
1 σχόλιο:
Κατάφερες να με συγκινήσεις. Αλλά ίσως είναι γιατί στις 8 Απριλίου πριν 5 χρόνια έχασα, μα δεν ξέχασα, τον πατέρα μου.. από ασθένεια νευρολογικής φύσης..
Δημοσίευση σχολίου