Όλο και πιο πολλοί κάθε
τόσο μου έλεγαν
μέχρι, που στο τέλος,
άρχισα κι εγώ να πιστεύω
πως ήμουνα, λέει, καλός
ένας άνθρωπος
παιδί του πατέρα μου που
φημίζονταν
για την περισσή του,
ξακουστή, καλωσύνη
δε βαριέσαι, είπα, άμα
πεθάνω τουλάχιστον,
δηλαδή πολύ σύντομα, θα
πάω στον Παράδεισο
και θα ζήσω πλέον δια
παντός
σε πράσινα μέρη, σε
λιβάδια χλοερά
και γύρω θα πετάν οι
αγγέλοι
χαμογελαστοί με πάλευκα
φτερά
Και να που πέθανα λοιπόν στην
ίδια ηλικία
σχεδόν με τον πατέρα μου,
λίγο ενωρίτερα εγώ
όχι από κάποια σπάνια,
ανίατη ασθένεια
όπως εκείνος ο καημένος
παρά από τις αμεταννόητες
καταχρήσεις που είχα στον
εαυτό μου επιβάλλει
μ΄άλλα λόγια δηλαδή, ο
ίδιος πήρα τη ζωή μου
και τί παράξενος που είνε
ετούτος ο Παράδεισος
σκοτάδια αδιαπέραστα
παντού εκτός απ' τα σημεία
που καίνε κάτι πελώριες
φωτιές, μυρίζει θειάφι έντονα
και τί άγγελοι είνε αυτοί
με κάτι σώματα
μάβρα, κατάμαβρα στιλπνά;
και είναι βλοσυροί
και κακομούτσουνοι με αυτιά
ορθωμένα, μυτερά
κι έχουν επίσης... μή με
γελούν τα μάτια μου;
απαίσια από μια, μακριά
και σουβλερή ουρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου