Ένας θεόρατος,
σκληροτράχηλος σαμουράι πήγε μια φορά να συναντήσει έναν μικροκαμωμένο μοναχό.
"Θέλω", του είπε με δυνατή φωνή και τόνο διαταγής, "να μου
μάθεις ποιά είναι η διαφορά μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου".
Ο μοναχός κοίταξε τον
επιβλητικό πολεμιστή και αποκρίθηκε με ολοφάνερη περιφρόνηση: "Να σε μάθω;
Τίποτα δε μπορώ να σε μάθω. Είσαι βρώμικος, μυρίζεις, το σπαθί σου είναι σκουριασμένο,
είσαι ντροπή και όνειδος για την τάξη των σαμουράι. Χάσου από μπροστά μου. Δεν
αντέχω να σε βλέπω".
Ο σαμουράι έγινε έξαλλος,
κοκκίνησε και άρχισε να τρέμει, τον πλημμύρισε η οργή, έβγαλε το σπαθί του από
το θηκάρι και το σήκωσε ψηλά έτοιμος να σφαγιάσει τον μοναχό.
Εκείνος είπε σιγανά:
"Αυτή είναι η Κόλαση".
Ο σαμουράι συγκλονίστηκε.
Κατάλαβε ότι αυτός ο μικροσκοπικός άνθρωπος, με κίνδυνο της ζωής του, τον
δίδαξε αυτό που του ζήτησε. Κατέβασε αργά το σπαθί του. Γαλήνιος πια και ευγνώμων,
υποκλίθηκε ταπεινά.
"Κι αυτό", είπε
σιγανά ο μοναχός, "είναι ο Παράδεισος".
Αγνώστου
Απόδοση: Χ. Δ. Τ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου