"Τα τιμολόγια! Τα
τιμολόγια!", φώναζε μες στον ύπνο του
ο λεπτός άντρας με τη
συντηρητική εμφάνιση
βλέποντας ασφαλώς κάποιον
εφιάλτη
από αυτούς που όλο και
πιο συχνά τον ταλαιπωρούσαν
από τότε που ξέσπασε η
οικονομική κρίση
και φοβόταν ότι θα χάσει
τη δουλειά του
στο λογιστήριο μιας
πολυεθνικής
και θα προστεθεί στο
στρατό των ανέργων
ούτε θα μπορεί να
συντηρεί πια το σπιτικό του
τη γυναίκα που ήταν δίπλα
του στο κρεββάτι
και είχε ξυπνήσει, μια
παχουλή, λαϊκή γυναίκα
που την αγαπούσε κι
εκείνη λάτρευε αυτόν τον κάτισχνο
άντρα με το άτριχο,
ντελικάτο, αγορίστικο κορμί
και αποφάσισε να τον
καλμάρει με τον τρόπο που ήξερε καλά:
άρχισε να τον χαϊδολογά,
μετά από λίγο ξάπλωσε πάνω του
κι αυτός που είχε επίσης πια
ξυπνήσει από το άσχημο όνειρο
τυλίχτηκε στις δίπλες και
τις καμπύλες της απαλής
ζεστής της σάρκας κι
άρχισε να τρίζει το κρεββάτι
και τη θέση των
παραμιλητών του εφιάλτη
πήρανε τα βογγητά του
πάθους.
"Αφού σε αγαπώ! σε
Θέλω Τόσο! - δεν το Καταλαβαίνεις;!"
αυτό ακούστηκε την ίδια
πάνω κάτω ώρα
δύο πατώματα πιο ψηλά,
από ένα άλλο υπνοδωμάτιο
από έναν άλλον άντρα,
αυτός ήταν μια ευαίσθητη ψυχή
με καλλιτεχνική
ιδιοσυγκρασία, παράτησε μετά από
σχεδόν είκοσι χρόνια τη
σίγουρη και άνετη δουλειά του
για να αφοσιωθεί στην
-αμφιβόλου καθώς λέγανε ποιότητας-
τέχνη του η οποία δεν
ετύγχανε σχεδόν καμμίας αναγνώρισης
και βέβαια δεν ήταν ικανή
να τον βιοπορίσει οπότε άρχισαν
οι οικονομικές δυσχέρειες
και γκρίνιες συνεπακόλουθες στο σπίτι
κι αυτός από αντίδραση
όλο τσακώνονταν με την πανέμορφη
τόσο καλή, καλλιεργημένη
και ενδιαφέρουσα γυναίκα του
που όλοι για αυτήν τόνε
ζηλεύανε και τόνε μακαρίζαν
ωστόσο άρχισε να την
παραμελεί, ακόμα και να την προσβάλει
αναίτια όλο και πιο συχνά
μέχρι που τέλος ερωτεύτηκε
μια νεαρή που όμως τον
απέρριψε πανηγυρικά και από τότε
βυθίστηκε αυτός στη
στεναχώρια, στο μαράζι
άρχισε μάλιστα πάλι το
πιοτό, όπως παλιά, που με τα χίλια ζόρια
και τη βοήθεια της
γυναίκας του είχε κόψει
ώσπου έγινε εν τέλει
ανυπόφορος...
ξύπνησε εκείνη που ακόμα
κοιμόταν δίπλα του από τα παραμιλητά
έμεινε στο κρεββάτι λίγα
λεπτά μαχόμενη τον εαυτό της
την παρόρμηση της
πολεμώντας μα ύστερα με μία κίνηση απότομη
και αποφασιστική πέταξε
τα σκεπάσματα, σηκώθηκε και πήγε
έτσι όπως ήταν, ξυπόλητη,
γυμνή καθώς συνήθιζε
πάντα να κοιμάται, στην
κουζίνα
άφησε λίγο το νερό της
βρύσης για να τρέξει
μέχρι που έγινε δροσερό
και γέμισε ένα μεγάλο
ποτήρι μέχρι απάνω,
έβγαλε από το βάθος
του ντουλαπιού κρυμμένο, μικροσκοπικό
το φιαλίδιο και το
άνοιξε, παντού στο χώρο σκόρπισε
μια αψιά πικράδα, έριξε
τρεις σταγόνες στο ποτήρι
και γύρισε στο
υπνοδωμάτιο, στάθηκε όρθια
στου κρεββατιού τα πόδια
κοιτάζοντας τον
μια δέσμη φωτός του
φεγγαριού την έλουζε
το νεανικό ακόμα και
σφριγηλό κορμί της
τα μικρά σφιχτά στήθη,
την επίπεδη κοιλιά
το ξυρισμένο εφηβαίο,
τους χυτούς μηρούς
τα σκούρα βαμμένα νύχια των
χεριών και των ποδιών της
εκείνος δέρνονταν ακόμα
και βογγούσε κάθιδρος
ίσως και νά 'χε ανεβάσει
πυρετό
ακούμπησε δίπλα του και
τού 'πε "Έλα, έλα!"
ξύπνησε αυτός, την
κοίταξε με μάτια θολά
και ήπιε αχόρταγα νερό,
στράγγιξε το ποτήρι
ύστερα έπεσε πίσω
ανάσκελα
βούλιαξε σ΄ένα βαθύ και
μάβρο ύπνο
κάθισε δίπλα και του χάιδευε
απαλά το μέτωπο
που όσο περνούσε η ώρα γινότανε
πιο δροσερό
όσο περνούσε η ώρα
γινότανε πιο κρύο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου