Αλιευτικός όρος. Χρησιμοποιείται όταν στο ψάρεμα της διαλεχτής τσιπούρας, δύο
ομάδες αλιέων (ή αυτόνομοι αλιεείς) επιχειρούν επί ίσοις όροις, δηλαδή με
παρόμοια π.χ. αλιευτικά σκάφη (σε μήκος, ιπποδύναμη, εξοπλισμό με συστήματα
ηχοεντοπισμού αλιευμάτων και βυθοσκόπια κ.λ.π.), με παρόμοια εργαλεία (καλάμια,
πετονιές, αγκίστρια), με ίδιας ποιότητας και ποσότητας δολώματα, ίδια ώρα της
ημέρας, με ίδιο καιρό, στον ίδιο ή ισάξιο αποδεδειγμένα ψαρότοπο κ.ο.κ. Ε,
τότε, αν ο ένας ανεβάζει τη μια λαχταριστή, σπαρταριστή, ασημόχρωμη τσιπούρα
μετά την άλλη και γεμίζουνε τα καλάθια και φισκάρουν τα ψυγεία ενώ ο άλλος
ανεβάζει σαμπρέλλες, παλιοπάπουτσα, κονσερβοκούτια ή τίποτα σκουλήκια του βυθού
ή και (ακόμα χειρότερα) παρακολουθεί το φελλό να στέκεται ακίνητος στην
επιφάνεια του νερού μη δίνοντας σημάδι ούτε για την παραμικρή τσιμπιά, τότε
αυτός (ο δεύτερος) αισθάνεται - και έχει κάθε δίκιο- μια αγανάκτηση, ένα θυμό, ένα
παράπονο και τόνε πνίγει ένα τεράστιο και κατάφορο τσιπουράδικο... μακριά από
μας.
Καλές ψαριές!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου