Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Η ημέρα των υπερβατικών αντιφάσεων

Μια βροχερή και ηλιόλουστη μέρα
ξεκίνησα στάσιμος να πάω πιο πέρα

βαριά βήματα βάδιζα ασθμαίνοντας
ελαφρά και γοργά περπατώντας

βλέπεις νέος κι ευκίνητος ήμουνα
γέρων και υπέρβαρος όντας

σ΄ ένα δρόμο παράλληλα κάθετο
μπροστά μου είδα έναν που’ ρχόταν πλαγίως

«Ρε, σε σιχαίνομαι!» τού ‘κανα
και μ’ απάντησε «Χαίρω ομοίως!»

το παπούτσι μου ύστερα τρύπησε
με μια μεγάλη, ολόκλειστη τρύπα

«Έλεος πια, φτάνει!» τον παρακάλαε
«κι άλλο χτύπα με, χτύπα Με! Χτύπα!»

τολμηρός ποτέ μου δε στάθηκα
θαρραλέος όμως ήμουνα πάντα

γι αυτό αποφασιστικά τον εμπόδισα
και τον παρότρυνα να συνεχίσει

μετά ήπια νερό τόσο άφθονο
σε κομμάτια σκληρά απ’ τη βρύση

θυμήθηκα τον παππού μου, το ναύαρχο
που ήταν σταθμάρχης στα τραίνα

όπως και μια παλιά ερωμένη μου
που δεν είχα ποτέ μου γνωρίσει

έναν πράσινο κάκτο αγόρασα
κι αυτομάτως τον επέστρεψα πίσω

άιφνης μια μπριζόλα επιθύμησα
κι ευθύς μπήκα σε ψαροταβέρνα

του σερβιτόρου το πρόσωπο θύμιζε άλογο
ω! μα... ολόιδιος ήταν με σμέρνα!

χορτασμένος, βαρύς αποχώρησα
και τότε κατάλαβα πόσο πεινούσα

τον περίπατο μου συνέχισα
καθιστός σ’ ένα παγκάκι του πάρκου

μεσημέρι είχε πιάσει και έκαιγε
ο ήλιος που προ πολλού είχε δύσει

ναρκώθηκα αμέσως κι αποκοιμήθηκα
καθώς με βασάνιζαν φοβερές αϋπνίες

αρκετά αργότερα ξύπνησα
την ώρα που ξημέρωνε πάλι

προχωρώντας μπροστά υποχώρησα
την ώρα που έπεφτε φωτεινό το σκοτάδι

απομακρυνόμουν στο σπίτι, γυρίζοντας
κι έφτασα φεύγοντας μπρος του

κοντά στο τζάκι βολεύτηκα σβήνοντας
τη φωτιά που είχε αφεθεί να ανάψει

το ποτήρι μου ουΐσκι το γέμισα
κι άρχισα να ρουφώ το αχνιστό μου το τσάι

μισή ώρα περίπου ενωρίτερα
ξάπλωσα ξανά στη συνέχεια

γλυκά είδα αμέτρητα όνειρα
κι όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι.


Σημ. γραμμένο στις 12/7/011, μια μέρα καύσωνα, στην -όμως - δροσερή αίθουσα αναμονής διεκπεραίωσης υποθέσεων του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών

Δεν υπάρχουν σχόλια: