Η καλή φίλη Νουνού, με ρώτησε αν θα μπορούσε να φέρει στη μικρή συγκέντρωση που θα έκανα στο σπίτι μου, τη φίλη της Ζουζού. Η Νουνού, εκτός από καλή φίλη, είναι τόσο γλυκιά και χαριτωμένη που είναι δύσκολο να της αρνηθεί κανείς, πόσο μάλλον εγώ. Ήρθαν λοιπόν μαζί.
Η Ζουζού ήταν μια γυναίκα πολύ κομψή και στυλάτη και αναμφίβολα όμορφη. Τί να την κάνεις όμως την ομορφιά που άμα ο άλλος ανοίξει το στόμα του, χάνεται και πάει; Η Ζουζού, που λέτε, ήταν απίστευτα σνομπ, «καλλιεργημένη καλλιτέχνις», φαντασμένη και ψηλομύτα. Φάνηκε με την πρώτη και επιβεβαιώθηκε τόσο πολλές φορές, μέσα σε τόσο λίγη ώρα, που δεν υπήρχε αμφιβολία. Και δεν τους χωνεύω καθόλου τους ψηλομύτες. Σε κάποια δόση μάλιστα, την άκουσα να λέει:
«Έτσι που λες χρυσή μου, η τελευταία μου σχέση τελείωσε μέσα σε λίγους μήνες. Μα δεν ταιριάζαμε, α πα πα πα. Ακούς εκεί, ήθελε λέει να “πάει μερικές μέρες στο χωριό, να βοηθήσει να μαζέψουν τις ελιές”. Τί σχέση μπορεί να έχω εγώ με τέτοια πράγματα: “χωριό”, “ελιές”; Εγώ μόνο την ελιά του μαρτίνι ξέρω! Αχαχαχα!».
Είχα γίνει τούρκος. Γι αυτό όταν ήρθε κουνάμενη σεινάμενη προς το μέρος μου, με το ποτήρι του κρασιού στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο και κοιτώντας με στα μάτια, με τις βλεφαρίδες να πεταρίζουν, ε δεν κρατήθηκα.
«Κι εσύ, με τί ασχολείσαι;»
«Τί δουλειά κάνω εννοείς;»
«Ναι, ναι»
«Έχω μια μικρή επιχείρηση»
«Αχ! τί ωραία. Και τι επιχείρηση είναι αυτή;»
«Ένα μικρό εκτροφείο»
«Ω! τέλεια. Και τί εκτρέφετε;»
«Μινκ»
«Τί είναι αυτό;»
«Αυτά τα μικρά ζωάκια, σα νυφίτσες, που από το δέρμα τους φτιάχνονται οι ομώνυμες, περίφημες γούνες…..»
Άνοιξε τα μάτια διάπλατα και με κοίταξε με φρίκη.
«Αααα πα πα! Και σκοτώνετε τα άμοιρα ζωάκια για να τους πάρετε το δέρμα; Μα πώς μπορείτε;»
Ύψωσα, επίτηδες, τον τόνο της φωνής μου και απάντησα, δήθεν, εκνευρισμένος.
«Ααααααααα! Πόσο θυμώνω και οργίζομαι όταν μου κάνουν αυτήν την ερώτηση. Και βέβαια τα σκοτώνουμε. Τί θέλατε δηλαδή; Να τα γδέρνουμε ζωντανά; Σαδιστές είμαστε;»
Η Ζουζού έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται. Κουνούσε με απογοήτευση το κεφάλι. Τη φαντάστηκα να σκέπτεται: «μα καλά, τί της ήρθε της Νουνού και μ’ έφερε στο σπίτι αυτού του κτήνους»; Το μάτι της έπεσε (αυτό δεν το είχα προσχεδιάσει) στο κέρατο του ελαφιού. Ήταν ένα κέρατο ελαφιού που είχα βρει στην Πάρνηθα, όπου πεζοπορούσαμε με τον φίλο μου τον Κώστα. Τα ελάφια της Πάρνηθας, μία φορά το χρόνο, όταν τα κέρατα τους έχουν αναπτυχθεί πλήρως, τα αποβάλλουν και φυτρώνουν νέα που μεγαλώνουν μέχρι τον επόμενο χρόνο κ.ο.κ. Όλοι οι εκδρομείς της Πάρνηθας και άλλων βουνών το ξέρουν αυτό και πολλοί έχουν διακοσμήσει το σπίτι τους με τα κέρατα αυτά.
«Αααααααααα!», έμπηξε μια φωνή η Ζουζού, «τί ειν’ αυτό;»
Ε, πάλι δε μπόρεσα να κρατηθώ.
«Τρόπαιο», της απάντησα.
«Τί τρόπαιο;», αποκρίθηκε, «αποτρόπαιο είναι».
«Α, δεν έχεις δίκιο. Αν ακούσεις πώς το απέκτησα, θα αλλάξεις γνώμη»
Ήταν φανερό, πως πάλευαν μέσα της οι καλοί της τρόποι και ένα αίσθημα χρέους, που ως προσκεκλημένη είχε, με την απέχθεια που πλέον της προκαλούσα. Τα πρώτα νίκησαν. Με κοίταξε με καρτερία. Και γω ξεκίνησα να λέω:
«Θα συμφωνείς φαντάζομαι Ζουζού, πως υπάρχουν κάποια ένστικτα του ανθρώπου πολύ παλιά και πολύ βαθιά, ανεξίτηλα μέσα του χαραγμένα με τρόπο…. πώς να το πω; Με τρόπο «γονιδιακό» ας πούμε. Αυτά δυστυχώς, στη σύγχρονη, «πολιτισμένη» εποχή τα καταπνίγουμε, τα αγνοούμε, τα χαλιναγωγούμε και να μου επιτρέψεις: πιστεύω πως τέτοιες πρακτικές δεν είναι άμοιρες στην εξάπλωση της κατάθλιψης κι ένα σωρό άλλων που μας κατατρύχουν. Κι ένα από αυτά τα ένστικτα τα αρχέγονα – κανείς δε μπορεί αυτό να το αμφισβητήσει – είναι για τους ανθρώπους, τους άνδρες ιδίως ανθρώπους (!), το ένστικτο του κυνηγού.
Με βάση αυτά λοιπόν αποφάσισα κι εγώ, πάνε τρία χρόνια τώρα, ν’ ασχοληθώ με το κυνήγι. Μη έχοντας προηγούμενη εμπειρία, πήρα μέρος σε κάτι σεμινάρια σχετικά. Μου κόστισε βέβαια κάτι παραπάνω (είναι βλέπεις κι ο εξοπλισμός πανάκριβος: ρούχα, αξεσουάρ διάφορα και – κυρίως – ο οπλισμός), αλλά εν τέλει αποζημιώθηκα. Μετά το πέρας των θεωρητικών σεμιναρίων και της βασικής εκπαίδευσης (σκοποβολή κ.λ.π.), πήρα μέρος σε κυνηγετική εκδρομή – σαφάρι που διοργάνωσε η ίδια εταιρία των σεμιναρίων, επίσης με πολύ τσουχτερό τίμημα.
Μεταβήκαμε στην περιοχή του κεντρικού ορεινού όγκου, στο Διρφομαίναλο, με θηριώδη 4x4 αυτοκίνητα που κουβαλούσαν εκτός από εμάς και τις προμήθειες, τον εξοπλισμό μας και βοηθητικό προσωπικό. Μισθώσαμε εκεί κάτι ντόπιους βλάχους, χωριάτες, να μας εξυπηρετούν ως ανιχνευτές. Εννοείται πως μόνο τούμπες δεν έκαναν, καθώς το μεροκάματο που τους δίναμε ξεπερνούσε το – υπό κανονικές συνθήκες – μηνιάτικο γι αυτούς. Πολλοί από εμάς (κι εγώ μεταξύ τους) εκμεταλλευθήκαμε το γεγονός αυτό και βγάλαμε τ’ άχτι μας πάνω τους.
Οι ομάδες χωρίστηκαν κι άρχισε η κάθε μία να σκαρφαλώνει το βουνό, μέσα στο δάσος. Μετά από δύο περίπου ώρες πεζοπορίας, ο ανιχνευτής μου έκανε νόημα πως είχε αρχίσει να βλέπει ίχνη και σημάδια παρουσίας ελαφιού και πως έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Συμμορφωθήκαμε και μετά από λίγο μού’ δειξε με το χέρι και το δάχτυλο τεντωμένο, ένα σημείο πάνω στην πλαγιά του βουνού.
Σήκωσα το πανίσχυρο, μεγάλου βεληνεκούς πολεμικό μου όπλο (κανονικά ήταν παράνομο να χρησιμοποιεί κανείς τέτοιου είδους όπλα για κυνήγια ή και να κατέχει τέτοια γενικά, μα δε βαριέσαι; Τί πάει να πει παράνομο στη χώρα αυτή, στα τέτοια μου άρα και μένα, σήκωσα λοιπόν το όπλο μου και κοίταξα από τη διόπτρα. Όντως ήταν εκεί, περίπου 250 μέτρα προς τα πάνω, στην πλαγιά, ένα περήφανο αρσενικό, με μεγαλόπρεπα κέρατα. Είχε ήδη κάτι αντιληφθεί και μύριζε τον αέρα με ανησυχία. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Σκόπευσα με ψυχραιμία και πάτησα την σκανδάλη.
Το χτύπημα ήταν συντριπτικό μα όχι θανάσιμο. Ήθελα βλέπετε το ελάφι ζωντανό ακόμα, όταν θα βρισκόμουν κοντά του. Γι αυτό το χτύπησα στην κλείδωση του πίσω ποδιού. Το πλήγμα από το πολεμικό μου όπλο ήταν τόσο ισχυρό που το κάτω άκρο αποχωρίσθηκε από το σώμα και πετάχθηκε μακριά, το δε ζώο σωριάσθηκε κάτω ημιλιπόθυμο.
Παρέδωσα το βαρύ όπλο σ’ έναν από τους Πακιστανούς δούλ…. εμ, βοηθούς που είχα στην ομάδα κι άρχισα να ανηφορίζω με τους υπόλοιπους να με ακολουθούν. Έφθασα στο μικρό πλάτωμα, το θήραμα μου ήταν εκεί ξαπλωμένο, αιμόφυρτο, λαχανιασμένο. Το πλησίασα. Έβγαλα από τη θήκη το πανάκριβο κυνηγετικό μου μαχαίρι, ολοκαίνουριο, αχρησιμοποίητο, είκοσι εκατοστά λάμα, κοφτερό σα νυστέρι, σκληρό σαν ατσάλι.
Το κτήνος πρέπει κάτι να κατάλαβε ή να διαισθάνθηκε. Η κόρη του ματιού του διεστάλλει τρομαγμένη. Και πάνω της είδα καθρεφτισμένο τον εαυτό μου και μα την αλήθεια, με καμάρωσα: γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Γονάτισα πάνω στο λαιμό του ζώου ρίχνοντας όλο μου το βάρος. Άρχισα να δουλεύω με τη μύτη του μαχαιριού στη βάση του κέρατου, κόβοντας δέρμα και κρέας. Το ελάφι άρχισε να βγάζει δυνατούς, πονεμένους μυκηθμούς και να προσπαθεί να ξεφύγει, μα δεν του άφησα κανένα περιθώριο. Το μαχαίρι μου σκάβοντας σα χειρουργικό εργαλείο βρήκε το σημείο που το κέρατο ενωνόταν με το κρανίο. Έμπηξα το μαχαίρι μου εκεί και κουνώντας το πάνω κάτω σα μοχλό, υποβοηθώντας και με δυνατά κουνήματα του ελεύθερου χεριού μου που είχε αρπάξει γερά το κέρατο, δουλεύοντας μεθοδικά και αδιαφορώντας για τις οιμωγές του μηρυκαστικού, κατάφερα μετά από 10 περίπου λεπτά να ξεκολλήσω το κέρατο από το κρανίο. Το σήκωσα ψηλά με υπερηφάνια. Είχα πετύχει το στόχο μου. Γύρισα και κοίταξα το θλιβερό, σακάτικο απομεινάρι. Δε μπορούσε να με εξυπηρετήσει άλλο κι είπα να το απαλλάξω απ’ τη μιζέρια του. Με ένα μοναδικό μα καίριο χτύπημα του έκοψα τη σφαγίτιδα φλέβα και πέθανε αυτοστιγμεί, κεραυνοβολήμένο. Γεύτηκα το ζεστό, αλμυρό, αίμα ακουμπώντας τη γλώσσα μου στη λάμα του μαχαιριού κι άρχισα να κατηφορίζω την πλαγιά με το τρόπαιο στα χέρια, αφήνοντας τους υπόλοιπους να γδάρουν και να τεμαχίσουν το ζώο.
Τα καλύτερα κομμάτια τα φάγαμε το βράδυ με τους άλλους φίλους κυνηγούς, σε ένα ξενώνα της περιοχής, συνοδεία ακριβού κρασιού. Το δείπνο ακολούθησε συζήτηση και ανταλλαγή των εμπειριών και αφήγηση των περιπετειών μας, μαζί με ακριβά ουίσκυ μωλτ και πούρα, μέχρι σχεδόν το πρωί. Αα, υπέροχο πράγμα το κυνήγι!», κατέληξα, κοιτώντας όλο λατρεία το «τρόπαιο».
Η δεσποινίς Ζουζού ήταν πλέον πελιδνή και έτρεμε από φρίκη. Ακούμπησε όπως – όπως το ποτήρι της κάπου, άρπαξε την τσάντα της και βγήκε από το σπίτι κυριολεκτικά τρέχοντας, ενώ ήδη πριν την εξώπορτα είχε ξεσπάσει σε λυγμούς.
Αναμίχθηκα με τις παρέες των προσκεκλημένων μου. Γέμιζα τα ποτήρια με κρασί, ανανέωνα τους μεζέδες, έπιανα ψιλή κουβέντα. Με την άκρη του ματιού μου είδα τη Νουνού να γυρνάει στα δωμάτια απορημένη. Με πλησίασε και με ρώτησε:
«Μα… πού είναι η Ζουζού; Την είδες; Πού έχει πάει;»
Σήκωσα τους ώμους μου με το χαρακτηριστικό τρόπο που δηλώνει άγνοια.
«Μα πώς, αφού σε είδα μαζί της, της μιλούσες για ώρα……»
Σταμάτησε, σοβάρεψε ξαφνικά και μου είπε με θυμωμένο τόνο:
«Βρε τέρας! Τί είπες στην κοπέλλα βρε;»
Έτρεξε κι αυτή έξω απ’ το σπίτι, πληκτρολογώντας στο κινητό τον αριθμό της Ζουζούς. Βγήκε έξω στο δρόμο φωνάζοντας: «Ζουζουού! Ζουζουού!»
Εγώ επέστρεψα στη γιορτή. Ένοιωθα πολύ κεφάτος. Και ήμουν σίγουρος ότι θα περνούσαμε μια ωραία βραδιά.
Η Ζουζού ήταν μια γυναίκα πολύ κομψή και στυλάτη και αναμφίβολα όμορφη. Τί να την κάνεις όμως την ομορφιά που άμα ο άλλος ανοίξει το στόμα του, χάνεται και πάει; Η Ζουζού, που λέτε, ήταν απίστευτα σνομπ, «καλλιεργημένη καλλιτέχνις», φαντασμένη και ψηλομύτα. Φάνηκε με την πρώτη και επιβεβαιώθηκε τόσο πολλές φορές, μέσα σε τόσο λίγη ώρα, που δεν υπήρχε αμφιβολία. Και δεν τους χωνεύω καθόλου τους ψηλομύτες. Σε κάποια δόση μάλιστα, την άκουσα να λέει:
«Έτσι που λες χρυσή μου, η τελευταία μου σχέση τελείωσε μέσα σε λίγους μήνες. Μα δεν ταιριάζαμε, α πα πα πα. Ακούς εκεί, ήθελε λέει να “πάει μερικές μέρες στο χωριό, να βοηθήσει να μαζέψουν τις ελιές”. Τί σχέση μπορεί να έχω εγώ με τέτοια πράγματα: “χωριό”, “ελιές”; Εγώ μόνο την ελιά του μαρτίνι ξέρω! Αχαχαχα!».
Είχα γίνει τούρκος. Γι αυτό όταν ήρθε κουνάμενη σεινάμενη προς το μέρος μου, με το ποτήρι του κρασιού στο ένα χέρι και το τσιγάρο στο άλλο και κοιτώντας με στα μάτια, με τις βλεφαρίδες να πεταρίζουν, ε δεν κρατήθηκα.
«Κι εσύ, με τί ασχολείσαι;»
«Τί δουλειά κάνω εννοείς;»
«Ναι, ναι»
«Έχω μια μικρή επιχείρηση»
«Αχ! τί ωραία. Και τι επιχείρηση είναι αυτή;»
«Ένα μικρό εκτροφείο»
«Ω! τέλεια. Και τί εκτρέφετε;»
«Μινκ»
«Τί είναι αυτό;»
«Αυτά τα μικρά ζωάκια, σα νυφίτσες, που από το δέρμα τους φτιάχνονται οι ομώνυμες, περίφημες γούνες…..»
Άνοιξε τα μάτια διάπλατα και με κοίταξε με φρίκη.
«Αααα πα πα! Και σκοτώνετε τα άμοιρα ζωάκια για να τους πάρετε το δέρμα; Μα πώς μπορείτε;»
Ύψωσα, επίτηδες, τον τόνο της φωνής μου και απάντησα, δήθεν, εκνευρισμένος.
«Ααααααααα! Πόσο θυμώνω και οργίζομαι όταν μου κάνουν αυτήν την ερώτηση. Και βέβαια τα σκοτώνουμε. Τί θέλατε δηλαδή; Να τα γδέρνουμε ζωντανά; Σαδιστές είμαστε;»
Η Ζουζού έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνεται. Κουνούσε με απογοήτευση το κεφάλι. Τη φαντάστηκα να σκέπτεται: «μα καλά, τί της ήρθε της Νουνού και μ’ έφερε στο σπίτι αυτού του κτήνους»; Το μάτι της έπεσε (αυτό δεν το είχα προσχεδιάσει) στο κέρατο του ελαφιού. Ήταν ένα κέρατο ελαφιού που είχα βρει στην Πάρνηθα, όπου πεζοπορούσαμε με τον φίλο μου τον Κώστα. Τα ελάφια της Πάρνηθας, μία φορά το χρόνο, όταν τα κέρατα τους έχουν αναπτυχθεί πλήρως, τα αποβάλλουν και φυτρώνουν νέα που μεγαλώνουν μέχρι τον επόμενο χρόνο κ.ο.κ. Όλοι οι εκδρομείς της Πάρνηθας και άλλων βουνών το ξέρουν αυτό και πολλοί έχουν διακοσμήσει το σπίτι τους με τα κέρατα αυτά.
«Αααααααααα!», έμπηξε μια φωνή η Ζουζού, «τί ειν’ αυτό;»
Ε, πάλι δε μπόρεσα να κρατηθώ.
«Τρόπαιο», της απάντησα.
«Τί τρόπαιο;», αποκρίθηκε, «αποτρόπαιο είναι».
«Α, δεν έχεις δίκιο. Αν ακούσεις πώς το απέκτησα, θα αλλάξεις γνώμη»
Ήταν φανερό, πως πάλευαν μέσα της οι καλοί της τρόποι και ένα αίσθημα χρέους, που ως προσκεκλημένη είχε, με την απέχθεια που πλέον της προκαλούσα. Τα πρώτα νίκησαν. Με κοίταξε με καρτερία. Και γω ξεκίνησα να λέω:
«Θα συμφωνείς φαντάζομαι Ζουζού, πως υπάρχουν κάποια ένστικτα του ανθρώπου πολύ παλιά και πολύ βαθιά, ανεξίτηλα μέσα του χαραγμένα με τρόπο…. πώς να το πω; Με τρόπο «γονιδιακό» ας πούμε. Αυτά δυστυχώς, στη σύγχρονη, «πολιτισμένη» εποχή τα καταπνίγουμε, τα αγνοούμε, τα χαλιναγωγούμε και να μου επιτρέψεις: πιστεύω πως τέτοιες πρακτικές δεν είναι άμοιρες στην εξάπλωση της κατάθλιψης κι ένα σωρό άλλων που μας κατατρύχουν. Κι ένα από αυτά τα ένστικτα τα αρχέγονα – κανείς δε μπορεί αυτό να το αμφισβητήσει – είναι για τους ανθρώπους, τους άνδρες ιδίως ανθρώπους (!), το ένστικτο του κυνηγού.
Με βάση αυτά λοιπόν αποφάσισα κι εγώ, πάνε τρία χρόνια τώρα, ν’ ασχοληθώ με το κυνήγι. Μη έχοντας προηγούμενη εμπειρία, πήρα μέρος σε κάτι σεμινάρια σχετικά. Μου κόστισε βέβαια κάτι παραπάνω (είναι βλέπεις κι ο εξοπλισμός πανάκριβος: ρούχα, αξεσουάρ διάφορα και – κυρίως – ο οπλισμός), αλλά εν τέλει αποζημιώθηκα. Μετά το πέρας των θεωρητικών σεμιναρίων και της βασικής εκπαίδευσης (σκοποβολή κ.λ.π.), πήρα μέρος σε κυνηγετική εκδρομή – σαφάρι που διοργάνωσε η ίδια εταιρία των σεμιναρίων, επίσης με πολύ τσουχτερό τίμημα.
Μεταβήκαμε στην περιοχή του κεντρικού ορεινού όγκου, στο Διρφομαίναλο, με θηριώδη 4x4 αυτοκίνητα που κουβαλούσαν εκτός από εμάς και τις προμήθειες, τον εξοπλισμό μας και βοηθητικό προσωπικό. Μισθώσαμε εκεί κάτι ντόπιους βλάχους, χωριάτες, να μας εξυπηρετούν ως ανιχνευτές. Εννοείται πως μόνο τούμπες δεν έκαναν, καθώς το μεροκάματο που τους δίναμε ξεπερνούσε το – υπό κανονικές συνθήκες – μηνιάτικο γι αυτούς. Πολλοί από εμάς (κι εγώ μεταξύ τους) εκμεταλλευθήκαμε το γεγονός αυτό και βγάλαμε τ’ άχτι μας πάνω τους.
Οι ομάδες χωρίστηκαν κι άρχισε η κάθε μία να σκαρφαλώνει το βουνό, μέσα στο δάσος. Μετά από δύο περίπου ώρες πεζοπορίας, ο ανιχνευτής μου έκανε νόημα πως είχε αρχίσει να βλέπει ίχνη και σημάδια παρουσίας ελαφιού και πως έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Συμμορφωθήκαμε και μετά από λίγο μού’ δειξε με το χέρι και το δάχτυλο τεντωμένο, ένα σημείο πάνω στην πλαγιά του βουνού.
Σήκωσα το πανίσχυρο, μεγάλου βεληνεκούς πολεμικό μου όπλο (κανονικά ήταν παράνομο να χρησιμοποιεί κανείς τέτοιου είδους όπλα για κυνήγια ή και να κατέχει τέτοια γενικά, μα δε βαριέσαι; Τί πάει να πει παράνομο στη χώρα αυτή, στα τέτοια μου άρα και μένα, σήκωσα λοιπόν το όπλο μου και κοίταξα από τη διόπτρα. Όντως ήταν εκεί, περίπου 250 μέτρα προς τα πάνω, στην πλαγιά, ένα περήφανο αρσενικό, με μεγαλόπρεπα κέρατα. Είχε ήδη κάτι αντιληφθεί και μύριζε τον αέρα με ανησυχία. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Σκόπευσα με ψυχραιμία και πάτησα την σκανδάλη.
Το χτύπημα ήταν συντριπτικό μα όχι θανάσιμο. Ήθελα βλέπετε το ελάφι ζωντανό ακόμα, όταν θα βρισκόμουν κοντά του. Γι αυτό το χτύπησα στην κλείδωση του πίσω ποδιού. Το πλήγμα από το πολεμικό μου όπλο ήταν τόσο ισχυρό που το κάτω άκρο αποχωρίσθηκε από το σώμα και πετάχθηκε μακριά, το δε ζώο σωριάσθηκε κάτω ημιλιπόθυμο.
Παρέδωσα το βαρύ όπλο σ’ έναν από τους Πακιστανούς δούλ…. εμ, βοηθούς που είχα στην ομάδα κι άρχισα να ανηφορίζω με τους υπόλοιπους να με ακολουθούν. Έφθασα στο μικρό πλάτωμα, το θήραμα μου ήταν εκεί ξαπλωμένο, αιμόφυρτο, λαχανιασμένο. Το πλησίασα. Έβγαλα από τη θήκη το πανάκριβο κυνηγετικό μου μαχαίρι, ολοκαίνουριο, αχρησιμοποίητο, είκοσι εκατοστά λάμα, κοφτερό σα νυστέρι, σκληρό σαν ατσάλι.
Το κτήνος πρέπει κάτι να κατάλαβε ή να διαισθάνθηκε. Η κόρη του ματιού του διεστάλλει τρομαγμένη. Και πάνω της είδα καθρεφτισμένο τον εαυτό μου και μα την αλήθεια, με καμάρωσα: γεμάτος σιγουριά και αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Γονάτισα πάνω στο λαιμό του ζώου ρίχνοντας όλο μου το βάρος. Άρχισα να δουλεύω με τη μύτη του μαχαιριού στη βάση του κέρατου, κόβοντας δέρμα και κρέας. Το ελάφι άρχισε να βγάζει δυνατούς, πονεμένους μυκηθμούς και να προσπαθεί να ξεφύγει, μα δεν του άφησα κανένα περιθώριο. Το μαχαίρι μου σκάβοντας σα χειρουργικό εργαλείο βρήκε το σημείο που το κέρατο ενωνόταν με το κρανίο. Έμπηξα το μαχαίρι μου εκεί και κουνώντας το πάνω κάτω σα μοχλό, υποβοηθώντας και με δυνατά κουνήματα του ελεύθερου χεριού μου που είχε αρπάξει γερά το κέρατο, δουλεύοντας μεθοδικά και αδιαφορώντας για τις οιμωγές του μηρυκαστικού, κατάφερα μετά από 10 περίπου λεπτά να ξεκολλήσω το κέρατο από το κρανίο. Το σήκωσα ψηλά με υπερηφάνια. Είχα πετύχει το στόχο μου. Γύρισα και κοίταξα το θλιβερό, σακάτικο απομεινάρι. Δε μπορούσε να με εξυπηρετήσει άλλο κι είπα να το απαλλάξω απ’ τη μιζέρια του. Με ένα μοναδικό μα καίριο χτύπημα του έκοψα τη σφαγίτιδα φλέβα και πέθανε αυτοστιγμεί, κεραυνοβολήμένο. Γεύτηκα το ζεστό, αλμυρό, αίμα ακουμπώντας τη γλώσσα μου στη λάμα του μαχαιριού κι άρχισα να κατηφορίζω την πλαγιά με το τρόπαιο στα χέρια, αφήνοντας τους υπόλοιπους να γδάρουν και να τεμαχίσουν το ζώο.
Τα καλύτερα κομμάτια τα φάγαμε το βράδυ με τους άλλους φίλους κυνηγούς, σε ένα ξενώνα της περιοχής, συνοδεία ακριβού κρασιού. Το δείπνο ακολούθησε συζήτηση και ανταλλαγή των εμπειριών και αφήγηση των περιπετειών μας, μαζί με ακριβά ουίσκυ μωλτ και πούρα, μέχρι σχεδόν το πρωί. Αα, υπέροχο πράγμα το κυνήγι!», κατέληξα, κοιτώντας όλο λατρεία το «τρόπαιο».
Η δεσποινίς Ζουζού ήταν πλέον πελιδνή και έτρεμε από φρίκη. Ακούμπησε όπως – όπως το ποτήρι της κάπου, άρπαξε την τσάντα της και βγήκε από το σπίτι κυριολεκτικά τρέχοντας, ενώ ήδη πριν την εξώπορτα είχε ξεσπάσει σε λυγμούς.
Αναμίχθηκα με τις παρέες των προσκεκλημένων μου. Γέμιζα τα ποτήρια με κρασί, ανανέωνα τους μεζέδες, έπιανα ψιλή κουβέντα. Με την άκρη του ματιού μου είδα τη Νουνού να γυρνάει στα δωμάτια απορημένη. Με πλησίασε και με ρώτησε:
«Μα… πού είναι η Ζουζού; Την είδες; Πού έχει πάει;»
Σήκωσα τους ώμους μου με το χαρακτηριστικό τρόπο που δηλώνει άγνοια.
«Μα πώς, αφού σε είδα μαζί της, της μιλούσες για ώρα……»
Σταμάτησε, σοβάρεψε ξαφνικά και μου είπε με θυμωμένο τόνο:
«Βρε τέρας! Τί είπες στην κοπέλλα βρε;»
Έτρεξε κι αυτή έξω απ’ το σπίτι, πληκτρολογώντας στο κινητό τον αριθμό της Ζουζούς. Βγήκε έξω στο δρόμο φωνάζοντας: «Ζουζουού! Ζουζουού!»
Εγώ επέστρεψα στη γιορτή. Ένοιωθα πολύ κεφάτος. Και ήμουν σίγουρος ότι θα περνούσαμε μια ωραία βραδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου