Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Ο Σαμουήλ κλειθροποιός

Ο φίλος Γ. προσήλθε στο τακτικό μας, άπαξ της εβδομάδος, ραντεβού για απογευματινοβραδυνό απεριτίφ στο καφεμπάρ πλησίον της πλατείας Συντάγματος, όπου για χρόνια πολλά συχνάζαμε, προσήλθε λέω αργοπορημένος μα και εκνευρισμένος. Το κατάλαβα αμέσως από τον τρόπο που παρκάριζε το σκούτερ βλαστημώντας. Ήρθε προς το μέρος μου συνεχίζοντας να βρίζει, καθώς είχε και δυσκολίες να ξεκουμπώσει τον ιμάντα του κράνους - κάπως είχε μαγκώσει φαίνεται, χα! χα! κάπως έτσι δε συμβαίνουν αυτά πάντα; Κι εγώ ήμουν έτοιμος να τον τσιγκλίσω.
«Τι έγινε; Νευράκια; Νευράκια;»
«Άσε με ρε, άσε με σου λέω».
«Ναι, αλλά δεν πάει έτσι».
«Τί δεν πάει έτσι;»
«Να, πολύ εύκολα χάνεις την ψυχραιμία σου, δεν έχεις καθόλου…. πώς να το πω… αυτοέλεγχο, αυτοπειθαρχία. Είναι σοβαρό μειονέκτημα αυτό ξέρεις. Αργά ή γρήγορα θα το διαπιστ….»
«Ρε δεν πα να γαμηθείς λέω εγώ», με διέκοψε με τόνο οξύ ο Γ. μα αμέσως μετά με φωνή που γλύκανε είπε:
«Καλησπέρα, τι κάνεις; Συγνώμμη, ε;»
Αυτά ήταν για τη γλυκιά dj που βρισκόταν πίσω μου και μόλις την είχε δει.
«Καλησπέρα», απάντησε αυτή χαμογελαστή, «κανένα πρόβλημα».
Παρήγγειλε εν τω μεταξύ και ποτό που ήρθε, οπότε – με την ένταση να έχει εκτονωθεί – τον ρώτησα, στα σοβαρά τώρα:
«Τί έγινε ρε;»
«Άσε ρε μαλάκα, άσε, να κοίτα», μου είπε κι έβγαλε από την τσέπη του ένα σπασμένο κλειδί και μου το έδειξε.
«Ε, τί είναι αυτό;»
«Έσπασε το γαμοκλειδί ασφαλείας μέσα στη γαμοκλειδαριά ασφαλείας, στη γαμόπορτα ασφαλείας του σπιτιού, γαμώ την ασφάλεια μου μέσα και δε βγαίνει με τίποτα!»
«Ε, και δε φώναξες κλειδαρά;»
«Φώναξα, πώς δε φώναξα;»
«Ε, και τί σού ‘πε;»
«Πως δε μπορεί να το βγάλει με τίποτα, πως έχει σφηνώσει για τα καλά και πως πρέπει να αλλαχθεί μέρος του μηχανισμού».
«Ε, εντάξει τότε».
«Τί εντάξει ρε βλάχο; 200 – 300 ευρώ θα κοστίσει. Συν 30 ευρώ η επίσκεψη – διάγνωση. Τώρα που έχω τόσα έξοδα ρε πούστη μου…..»
(Δε χρειάστηκε παρά 1 δευτερόλεπτο. Βέβαια, έτσι είναι. Άμα το ταλέντο είναι πηγαίο, άμα την έχει μέσα του ο άνθρωπος την κλίση……)
«Θες να δοκιμάσεις με τον δικό μου κλειδαρά που συνεργάζομαι χρόνια κι είναι πολύ καλός;»
Με κοίταξε με το φρύδι ερωτηματικά ανασηκωμένο. Συνέχισα.
«Να εδώ πιο κάτω, Ακαδημίας και Εμμανουήλ Μπενάκη γωνία είναι το μαγαζί του Σαμ».
«Του Σαμ;» (το φρύδι είχε σηκωθεί κι άλλο).
«Ναι, ο Σαμ ο κλειδαράς, ήμασταν μαζί στο στρατό».
«Ο Σαμ, ο κλειδαράς, απ’ τον στρατό…..» επανέλαβε αργά ο Γ. με το βλέμμα γεμάτο ειρωνεία και καχυποψία (λογικό με όλα αυτά τα φίδια και τα φούμαρα που τού ‘χα σερβίρει όλα τα χρόνια). Δεν τού ‘δωσα περιθώριο.
«Ναι ρε μαλάκα, αλήθεια, σοβαρά σου μιλάω. Να, πάμε να περάσουμε μετά με το μηχανάκι, να δεις το μαγαζί». Όντως υπήρχε κλειδαράδικο σε αυτό το σημείο – είχα πάει καναδυό φορές να φτιάξω κλειδιά για το παλιό μου αυτοκίνητο. Κάθε καλό ψέμμα, πρέπει να έχει μερικά συστατικά αλήθειας για να γίνεται πιστευτό. Στην περίπτωση μας, αυτό ήταν το μόνο αληθινό και βαρετό στοιχείο πεζής πραγματικότητας. Όλα τα άλλα θα ήταν….. Τέχνη. Που θα ξεκινούσε ευθύς.
«Άκου λοιπόν»: με τον Σαμ ήμασταν μαζί στον στρατό. Καλό παιδί ο Σαμ. Από το Σαμουήλ. Ο Σαμ ήταν Εβραίος, Έλληνας υπήκοος. Καλό, χρυσό παιδί που λες ο Σαμ, αλλά μας είχε πρήξει με τη δουλειά του (ήταν κλειδαράς όπως και όλοι στην οικογένεια του εδώ και 10 γενιές σχεδόν). Και τα κλειδιά τούτο κι οι κλειδαριές εκείνο κι οι πόρτες ασφαλείας το άλλο.
«Αμάν ρε Σαμ πια, μας έπρηξες!» του λέγαμε. «Λες κι είσαι πια επιστήμονας της ΝΑΣΑ. Ένας κλειδαράς είσαι». Και ο Σαμ διαμαρτυρόταν:
«Μα όχι, δεν έχετε δίκιο», και μας ανέλυε την υψηλή τέχνη της κατασκευής κλειδιών που τα παλιά τα χρόνια είχε δημιουργήσει κομψοτεχνήματα. Που μπορεί κανείς να δει στα μουσεία τάδε και τάδε και τάδε της Ευρώπης. Και η σπουδαία τεχνική της κατασκευής κλειδαριών. Και ο αυτοκράτωρ Λουδοβίκος ο 16ος που σχεδίαζε, κατασκεύαζε και επιδιόρθωνε κλειδαριές!...«Εμ, τέτοιος χαραμοφάης πού ‘ταν και με τέτοιες μαλακίες που έκανε, είναι ν’ απορείς που τον περάσανε από την καρμανιόλα;», τον διακόπταμε.
«Μα όχι, όχι!» επέμενε ο Σαμ. Και οι πρόγονοί του, Εβραίοι ιταλικής καταγωγής, οικογένεια Bellochio στη Βενετία, σπουδαίοι κλειθροποιοί, προμηθευτές των ευγενών και του κράτους. Και ο προπάππους του που ήρθε στα Επτάνησσα, στην Ιθάκη και εξελλήνισε το όνομα του και από Μπελόκιο το έκανε Μπελόκος, επίθετο που είχε και αυτός (εμείς βέβαια αντί για Μπελόκο τον φωνάζαμε «Μπρελόκο» και τσαντιζότανε), κι ο παππούς που ήρθε στην Αθήνα και το μαγαζί που είχανε στο κέντρο, («αυτό για το οποίο σου μιλάω», είπα στο Γ.) και τα λοιπά και τα λοιπά. Γούστο είχε ο Μπρελόκος.
Απολυθήκαμε, χωρίσαμε, χαθήκαμε. Μια μέρα που γυρνούσα στο κέντρο και συμπτωματικά είχα ένα πρόβλημα με τα κλειδιά του αυτοκινήτου, μού ‘ρθε στο μυαλό ο Σαμ. Θυμήθηκα στο περίπου τη διεύθυνση, έψαξα, ρώτησα, το βρήκα. Μπαίνω μέσα, τί να δω; Το Σαμ, στο βάθος, σκυμμένο σ’ ένα πάγκο να μαστορεύει. Δεν είχε και πελατεία, μοναχός ήταν οπότε βάζω και γω μια φωνή, εν είδει στρατιωτικής εντολής:
«Μπρελόκος!!! Πέντε μέρες φυλακή κωλόψαρο!!!».
Σήκωσε τα μάτια ξαφνιασμένος, με κοίταξε με απορία, μα μετά με αναγνώρισε… Χαρές και πανηγύρια. Είπαμε τα νέα μας, μού ‘φτιαξε και το κλειδί – δεν ήθελε να πάρει λεφτά, ξέρεις τώρα, συμφωνήσαμε να τα ξαναπούμε. Πέρασα μετά δυο τρεις φορές ακόμα, για καλημέρα. Μάλιστα κανονίσαμε και βρήκαμε και κάτι άλλες σειρούλες και κάναμε ένα απόγευμα ένα ωραίο γλεντάκι σ΄ ένα ουζερί πού ‘ταν εκεί κοντά. Φαντάζεσαι ε, αντροπαρέα, ούζα, ιστορίες από το στρατό… δε μας έμεινε άντερο απ’ το γέλιο. Από τότε, ότι δουλίτσα σχετική έχω, στο Σαμ πηγαίνω. Έχω στείλει κι άλλους κι έχουνε μείνει όλοι απόλυτα ευχαριστημένοι.
«Γι αυτό σου λέω, πήγαινε στο Σαμ εκ μέρους μου. Δύο τινά μπορεί να συμβούν. Θά ‘ρθει ο Σαμ και –πίστεψε με- άμα δε μπορέσει κι αυτός να βγάλει το κλειδί δε θα μπορεί κανένας. Θα το αντιμετωπίσει σαν πρόκληση, πώς να στο πω; Μπορεί να κάτσει δυο ώρες ναι παιδεύεται, χωρίς χρέωση εννοείται. Άμα λοιπόν ο Σαμ πει πως είναι αδύνατον, τότε όντως είναι έτσι και είχε δίκιο κι ο πρώτος κλειδαράς που φώναξες. Σ’ αυτήν την περίπτωση, ο Σαμ θα σου κάνει την επιδιόρθωση (και θα κάνει και εξαιρετικά καλή δουλειά) και θα σου πάρει και λίγα, αφού είσαι από μένα. Ε, τί άλλο θες;».
«Λες, ε;» ρώτησε ο Γ. διστακτικά. Αυτό ήταν! Είχε πεισθεί. Κουβεντιάσαμε για άλλα πια πράγματα, πέρασε η ώρα, φύγαμε ο καθένας για το σπίτι του.
Ξάπλωσα, ακούμπησα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, μ’ ένα χαμόγελο πλατύ. Φανταζόμουν το αυριανό σκηνικό…

«Καλημέρα σας!»
«Καλημέρα σας»
«Είσαι ο Σαμ;»
«Πώς είπατε;»
«Έρχομαι από τον Χ… πού ‘σασταν στο στρατό μαζί»
«Ποιός είναι αυτός; Δεν ξέρω κανέναν Χ.»
«Συγνώμμη, δεν είναι εδώ το μαγαζί του Σαμ του Μπρελόκ…… του Μπελόκου;»
«Όχι άνθρωπε μου. Το δικό μου μαγαζί είναι εδώ»
«Μα… μου είπανε… Μήπως ήτανε παλιά του Σαμ κι έχει φύγει τώρα;»
«Όχι βρε χριστιανέ μου, δικό μου είναι το μαγαζί είκοσι χρόνια τώρα. Και το όνομα μου είναι Επαμεινώνδας Σουσαμοβούρδουλας, όχι… Σαμ»
Παύση. Και μετά, οργισμένα:
«Α ρε πούστη, κερατά! Θα σε φτιάξω γω ρε!»
«Καλά, είσαι σοβαρός; Θα με βρίσεις κι από πάνω; Δε φτάνει που μπαίνεις στο μαγαζί και μου τσαμπουνάς ένα σωρό τρέλλες, θα μας βρίσεις και θα μας απειλήσεις κι όλας; Τί καταλαβαίνεις τώρα, θες να…..;»
«Όχι κύριε, με συγχωρείτε κύριε, λάθος, λάθος!»
«Ε, λάθος… λάθος, άιντε περάστε έξω κύριε…. Και στα τσακίδια κύριε!»

Ο ύπνος άρχισε σιγά – σιγά να με γλυκοπαίρνει.
Χε! χε! χε!

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καλο!

Επι του πρακτέου :
Οταν σπασει το κλειδι, αγοραζεις κυανοακρυλικη κολλα στιγμης και τοποθετεις μια πολυ μικρη σταγονα , φερνεις σε επαφη τα 2 κομματια, τα πιεζεις 30-60 sec και ξεκλειδωνεις.

Αφώτιστος Φιλέλλην