μνήμη Γ.Κ. † 2/3/΄025
Είναι μια εφήμερη ζωή
είναι μια εφήμερη γιορτή
πρόχειρα στημένα τα τραπέζια
με φτηνά χάρτινα
τραπεζομάντηλα στρωμένα
και τα πιάτα, τα ποτήρια, πλαστικά
και τα μαχαιροπήρουνα πλαστικά επίσης
όμως πλούσια τα εδέσματα
οι μεζέδες, τα φαγητά
και τα ποτά, τα αναψυκτικά επίσης
και η καλή διάθεση
η παρέα, το κουβεντολόι
τα γέλια, η χαρά
η ευδαιμονία, τα αστεία
μέχρι που αρχίζουν και πέφτουν οι πέτρες
οι κοτρώνες με ορμή
τα διαλύουν όλα
τα κάνουν θρύψαλα
είπαμε κιόλας - ευτελή τα σερβίτσια
σαν ώριμοι καρποί ενός δέντρου
κάτω απ' το οποίο χωρίς
προνόηση τοποθετηθήκαμε
σαν κουκουνάρια από το πεύκο
σαν υπολείμματα βροχής μετεωριτών
που δεν διαλύθηκαν από την τριβή
στα όρια της ατμόσφαιρας
και πρόβλεψη δεν κάναμε
ποιός μελετά τα αστρονομικά δελτία;
(προσπαθώ όπως κατάλαβες αναγνώστη
με μια -ίσως όχι πολύ πετυχημένη- μεταφορά
ν' αναφερθώ στα άξαφνα και άσχημα μαντάτα
που έρχονται καμιά φορά τις ώρες
της σχόλης και της αργίας
τις στιγμές τις χαλαρές, τις ανάλαφρες
τις ίσως κάπως χαζοχαρούμενες
και αφορούν τον αιφνίδιο χαμό
προσώπων κοντινών και ίσως προσφιλών
συναδέλφων, συγγενών ή φίλων
που πρόωρα χάθηκαν ενώ
μέχρι προχτές ήταν μαζί μας
δίπλα μας στη ζωή μας και
μας αφήνουν άναυδους ν' αναρωτιόμαστε
τί στο καλό γιορτάζουμε και πώς/γιατί
χαιρόμαστε, γλεντάμε...)
και τέλος πάντων αφού
κοιτά ο ένας αμήχανα τον άλλον
κάποιοι σηκώνονται και παν
και φέρνουν σακούλες μεγάλες
σκουπιδιών που τις είχαν για μετά
για το τελικό το μάζεμα
που όμως τ' αρχίζουν τώρα
και κάποιοι άλλοι ανοίγουν
τις συσκευασίες και βγάζουν από μέσα
άλλα τραπεζομάντηλα, ποτήρια
πιάτα και μαχαιροπήρουνα
και στερεώνουν τα τραπέζια με
τίποτα κασόνια ή άλλα μέσα αυτοσχέδια
και στρώνουν πάλι απ' την αρχή
και βάζουν ξανά φωτιά κάτου απ' τα τσουκάλια
κι ανάβουνε τα κάρβουνα
και γεμίζουν τα ποτήρια
αρχίζουνε κάτι κουβέντες "τί είν' η ζωή;"
"ένα τίποτα είμαστε", "ένα πουφ και σβήνουμε"
και τέτοια, καθώς "κάθε μέρα που ξυπνάμε
να λέμε ευχαριστώ" και
άλλα
σιγά σιγά, σταδιακά πιάνει πάλι
της συνεύρεσης ο ρυθμός, ίσως μάλιστα
και κάπως ενισχυμένος μετά
το δυσάρεστο απρόοπτο
σαν για να το ξορκίσει
λίγο αργότερα το γλέντι
έχει ξανά φουντώσει
χαιρετάν οι περαστικοί από το δρόμο
ποιός ξέρει που πάνε φορτωμένοι
υπεράριθμοι πάνω στα
μοτοσακό
στα τρίκυκλα και στην καρότσα του αγροτικού
τους προσκαλούμε εμφατικά
να χαιρόμαστε πρέπει τους μηνάμε
τη ζωή κάθε στιγμή, δεν ξέρουμε
το αύριο τί θα φέρει
καταλαβαίνουνε, γελάνε και ευχαριστούν
όμως φαίνεται βιάζονται κάπου να πάνε
κάτι λένε, δεν ακούμε
πολύς ο θόρυβος κ' η φασαρία
φεύγουν, χάνονται στο βάθος
του χωματόδρομου μες στον κουρνιαχτό
που σηκώνουν τα τροχοφόρα τους
όλοι την ίδια σκέψη κάνουν
στις άλλες εκλογές
μαύρο στον Δήμαρχο
που δεκαετίες τώρα λέει πως
θα ασφαλτοστρώσει.