Ώρα πρωινή πολύ
κι ολοκληρώνεται
το βάδισμα
δεκαπέντε λεπτών περίπου
από το σπίτι ως
εδώ
στην ιστορική
πλατεία
που κρύβει από
κάτω της
τον υπόγειο
σταθμό του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου
που χρησιμοποιώ
ως μέσον
για μεταφορά στην
εργασία μου
πώς έχει αλλάξει
το μέρος τούτο δω
και πόσο έχει
εκπέσει
παντού βρωμιά,
σκουπίδια
μυρωδιά ούρων
στις γωνίες
χρώματα και
μουτζούρες λερώνουν τις προσόψεις των κτιρίων
και τις βιτρίνες
των τόσο πολλών
άδειων
καταστημάτων
και γύρω πλήθος
άνθρωποι άπρακτοι
την ώρα τους
σκοτώνουν
μην έχοντας άλλο
τί κάνουν
κυνηγημένοι έχουν
φύγει
από τις μακρινές
πατρίδες τους
και ήρθαν ως εδώ
για μια καλύτερη ίσως τύχη
αλλά πού; -
εύκολο μήπως είναι;
άσε που κάτι
εγχώρια καθάρματα
τους δημιουργούν
προβλήματα
δρώντας υπέρ του έθνους
(αν είναι
δυνατόν;)
ή - χειρότερα
ακόμα - επικαλούμενοι
Κύριε το όνομα
Σου
καθώς και... -
τόσο νωρίς δεν έχουν πάει
ακόμα να
καταλαγιάσουν
κάμποσα εξωτικά
παιδιά της νύχτας
τζάνκις και
ντήλερς
πόρνες, τραβεστί
Έτσι, μέσα σ' αυτόν τον ορυμαγδό
παράξενος πόσο φαντάζει ο ήχος
που έρχεται από το
γωνιακό μανάβικο
όπου ο
μεσήλικος οπωροπώλης
καφάσια
ξεφορτώνει με το ημιφορτηγό
και ταξινομεί τα
φρούτα στα τελάρα
και από μέσα σε
ένταση διακριτική
ακούγεται η άψογη
εκτέλεση
σύνθεσης
κλασσικής από ορχήστρα
και κάθε τόσο
ξεχωρίζει ένα δεξιοτεχνικό
σόλο του
βιολιστή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου