Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Το τελεφτέο ποίημα


......
Το τελεφτέο ποίημα, σε λίγους μόνο στίχους, συμπύκνωνε τα στοιχεία της τέχνης του όλης, (εξώλης και προώλης).
......
Σκέφτηκε να μαζέψει όσο (ελάχιστο) κουράγιο μπορούσε να βρει και να γράψει κάτι τελευταίο, έστω κάτι μικρό, λίγες γραμμές μιας ιστορίας, λίγους στίχους, ένα ποίημα...
......
Ο επικεφαλής και μεγαλύτερος σε ηλικία γιατρός, στεκόταν ένα βήμα μπρος από τους υπόλοιπους που τον περιστοίχιζαν. Μίλησε στον κλινήρη ασθενή με λίγα λόγια και σοβαρή αλλά γλυκιά φωνή. Όταν βεβαιώθηκε πως εκείνος προσέλαβε και κατανόησε τη ζοφερή αλήθεια, άπλωσε το χέρι του με την παλάμη ανοιχτή, προτεταμένη και έκλεισε μέσα της με προσοχή, όχι πολύ σφιχτά, το αποστεωμένο, γεμάτο μελανιές, τρυπήματα από βελόνες και σπασμένα αγγεία χέρι. Μετά στράφηκε και βγήκε από το δωμάτιο με την ομάδα του να τον ακολουθεί κατά πόδας.
Η πόρτα έκλεισε. Έμεινε μόνος. Για δέκα περίπου λεπτά. Ύστερα η πόρτα άνοιξε και μπήκε η προϊσταμένη νοσηλεύτρια, επίσης η μεγαλύτερη σε ηλικία και παλαιότερη της νοσηλευτικής υπηρεσίας. Του μίλησε ήρεμα, ζεστά και ειλικρινά. Του χάιδεψε το κεφάλι, εκεί που πριν μήνες φύτρωναν δάσος σγουρά μαλλιά. Του αφαίρεσε με προσοχή τους ορούς και τοποθέτησε βαμβάκι και μετά οινόπνευμα και μετά αυτοκόλλητο επίδεσμο (χα! λες κι είχε πλέον νόημα τόση επιμέλεια) ασκώντας με ευσυνειδησία και ευαισθησία τα καθήκοντα της.  Πριν βγάλει την τελευταία παροχή του εξήγησε ότι είχε πάρει έγκριση για χορήγηση ενός εξαιρετικά ισχυρού αναλγητικού, ναρκωτικού στην ουσία και αν ήθελε θα μπορούσε να... Της ένευσε "όχι".
Τον ρώτησε αν επιθυμούσε κάτι άλλο. Συγκεντρώνοντας με κόπο τις λιγοστές δυνάμεις του, ζήτησε ένα στυλό κι ένα χαρτί. Έβγαλε από τη μπροστινή τσέπη της στολής της ένα από τα πολλά στυλό, διαφορετικών χρωμάτων που είχε εκεί (αλήθεια - γιατί το κάνουν αυτό οι νοσοκόμες;), αναρωτήθηκε - και του το είπε - αν τον εξυπηρετούσε μία σελίδα, λευκή από την πίσω πλευρά, ενός μπλοκ φαρμακευτικού συνταγολογίου που είχε μαζί της. Της έδειξε  "ναι, μια χαρά", τα άφησε δίπλα, στο κομοδίνο, κι έφυγε αθόρυβα πάνω στα ανατομικά της τσόκαρα, αφού προηγουμένως του χάιδεψε το κεφάλι μια ακόμα - τελευταία - φορά.
Ένα τέταρτο μετά πήγε έξω απ' την πόρτα, κοίταξε απ' το τζάμι. Ακίνητος με κλειστά μάτια... Ίσως τον πήρε ο ύπνος. Το χαρτί και το στυλό απείραχτα. Μισή ώρα μετά κοίταξε πάλι. Μισή ώρα πιο μετά το ίδιο. Σχεδόν. Ένα χέρι είχε βγει έξω απ' τα σεντόνια και κάπως κρεμόταν στο πλάι. Πόσες φορές το είχε ζήσει στην πάνω από τριών δεκαετιών επαγγελματική ζωή της... Και πάντα, πάντα οι παλμοί της αυξάνονταν κατακόρυφα. Άνοιξε την πόρτα, πλησίασε, έκανε τη ρουτίνα. Φώναξε τη βοηθό και της είπε με υγρά μάτια να ειδοποιήσει τον εφημερεύοντα γιατρό, να κάνει την πιστοποίηση και να υπογράψει τα έντυπα για να συνεχίσουν με τα περαιτέρω.
Ελάχιστα είδη ρουχισμού στη ντουλάπα κι ένα φθηνό, παλιό σακβουαγιάζ. Τα προσωπικά έγγραφα και κάποια, λίγα μετρητά τα είχαν στο γραφείο μια και ο ασθενής δεν είχε συνοδούς ή συγγενείς. Πήρε το στυλό από το κομοδίνο, έκανε να πετάξει το χαρτί, τη σελίδα του συνταγολογίου στο καλάθι των αχρήστων μα συνειδητοποίησε πως τώρα ήταν διπλωμένο ενώ τις προηγούμενες φορές ανοιχτό, όπως του το είχε δώσει. Το άνοιξε και διάβασε μέσα:

                            Το τελεφτέο ποίημα

                            Το τελεφτέο ποίημα
                            δε γράφτηκε ποντέ
                            και όσα πριν είχαν γραφτεί
                            ήταν για τον μπιντέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: