Ούτε κρύο, ούτε ζέστη
καλοκαίρι ή χειμώνα
μήτε ξεχωρίζει καν
και ολοχρονίς φοράει
ένα λερό χοντρό μπουφάν
Γκρίζα, μπερδεμένα γένια
άσπρα, ανάκατα μαλλιά
μακριά, κατράμι νύχια
και το πρόσωπο χαμένο
από στρώματα βρωμιά
Υποδήματα που χάσκουν
λόγια ακατάληπτα
περπατά κι όλο μιλάει
ψιθυρίζει ρυθμικά
Μα τί λέει; μα τί λέει;
τί να πει θέλει μαθές
σαν ποιημάτων ήταν λέξεις
ραψωδίας σαν στροφές
...
Το συνεχές αυτό
παραλήρημα
εντύπωση μου έκανε τόση
τίνος να ήτανε αυτό το ποίημα
και οι στίχοι του να
ήτανε πόσοι;
Έμοιαζε κάπως έργο τρανό
παλιό, ιστορικό και σπουδαίο
σοφό και μαζί ταπεινό
λαϊκό και αγνό, φορές ίσως
χυδαίο
Δεν ήμουν του διαβάσματος
άνθρωπος
των βιβλιοθηκών, των
αρχείων
μ΄ένα κινητό στο
διαδίκτυο
έγινα κυνηγός των
στοιχείων
Μου πήρε χρόνο,
κουράστηκα
λύση να μπορέσω να βρω
ήταν μυστήριο περίπλοκο
κόλπο πανούργο, φαιδρό
Δυο στίχους ο πλάνητας
διάλεγε
πολύ γνωστού ποιητή
και για συμπλήρωμα
διάλεγε
στο μυαλό ότι του
΄ρθει...
Λυτρώθηκα από την αγωνία,
το μπέρδεμα
και λύθηκε μου η απορία
ήταν η χειρ του Διονυσίου
Σολωμού
κι ο «Ύμνος στην
Ελευθερία»:
«...
Πότε θα σιγάσει τούτο
και πάψει το βιολί
δεν ειν΄εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλή
Ταπεινότατη μου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή
και αντί αμήν κι ελέησον
ξεστομίζω όλο αλί
Δε θα πάψω, να σωπάσω
να τ΄ακούνε τα παιδιά
και το στόμα θα φωνάζει
όσα αισθάνεται η καρδιά
Λεύτερος πια κάθε μέρα
να κοιτώ τον ουρανό
και την χήτη να τινάζω
σα λιοντάρι Ισπανό
Ό,τι ήμουν τ’ απαρνιέμαι
τώρα ζω όπως μποράω
δε μιλώ και δεν κουνιέμαι
στις βρισιές όπου
αγροικάω
Τα πολλά δεν ειν΄ανάγκη
ότι έχω μου αρκεί
μεγαλόψυχο το μάτι
δείχνει πάντα οπώς νικεί
Το σκληρό ψωμί κομμάτι
που σου δίνει η ζητιανιά
να σας φθάνει –
αποκριθήτε
στης νυκτός τη σκοτεινιά
Πάρεξ απ’ ότι φοράω
δεν έχω ούτε αλλαξιά
σαν το σκόρπισμα του
ανέμου
στου πελάου τη μοναξιά
Διώχνω κάθε κακή σκέψη
κάνω τη να παταχθεί
απ’ το μίσος που την
καίει
πολεμάει να πεταχθή
Τόση μάνητα και ζάλη
που στοχάζεσαι μη πως
ξέφυγε τούτος ο κόσμος
πια δεν είναι λογικός
Παντού φόβος και τρομάρα
και φωνές και στεναγμοί
μια ανάσα στην αντάρα
πόθησα,... μία στιγμή
Της αυγής δροσάτο αέρι
δε φυσάς τώρα εσύ πλιο
α! της μάνας μου το χέρι
ένα όραμα παλιό
Φρικτά όντα, συνεπεία
της απαίσιας σας φερσιάς
τα παιδιά σας θελ’ ιδήτε
πόσο μοιάζουνε με σας
Στέλνει ο άγγελος του
ολέθρου
πείνα και θανατικά
κι όσα είχαμε τα πλούτη
ήταν όλα δανεικά
Ποιοί ειν’ αυτοί που
πλησιάζουν
με πολλή ποδοβολή
ο εχθρός μέσα έχει έμβει
κι όποιον βρίσκει τον
χαλεί
Α! το φως που σε στολίζει
σαν ηλίου φεγγοβολή
σύ ‘σαι η λαμπρή ελπίδα
σύ ‘σαι η μοίρα η καλή
Σήμερα άπιστοι εγεννήθη
ναι – του κόσμου ο
Λυτρωτής
ο Σωτήρας, ο Ποιμένας
ο Ιατρός, ο Φωτιστής
Αυτός λέγει...
Αφοκρασθήτε
εγώ ειμ’ Άλφα, Ωμέγα εγώ
και παντού κάνει αντάρα
και βαθύ χλαπαταγό
Ποίος ειν’ άξιος να
νικήση
ή με σε να μετρηθή
αγνέ, άχραντε Πατέρα
άγιε, αλάνθαστε Κριτή
Ποίος στον σύντροφον
απλώνει
χέρι, ωσάν να βοηθηθή
ποιός προσεύχεται κι
ελπίζει
τον Παράδεισο να ‘ρθει
Εις αυτήν, ειν’
ξακουσμένο
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
στην αγάπη, στην φροντίδα
γλυκογάλατε μαστέ
Τώρα επέρασαν αιώνες
και δεν έπαυσε στιγμή
το Έλεος, η Θεία Χάρη
η ακλόνητη πυγμή
Μα... εγώ ό,τι κι αν λέω
με περνούν για παλαβό
Βασιλείς! ελάτε, ελάτε
και κτυπήσετε κ’ εδώ
.....»
Το βρήκα λοιπόν και
ησύχασα
άλλαξαν και τα γραφεία
στη δουλειά μου
τον ποιητή του δρόμου πια
έχασα
πάει αυτός – κι εγώ πάω,
λίγο λίγο, καλλιά μου.
Σημ.: Στίχοι δανεισμένοι και ενίοτε ελαφρώς
τροποποιημένοι, από τις στροφές: 10, 14, 19, 23, 28, 36, 42, 58, 60, 63, 70, 73, 78, 80, 93, 94, 97, 98, 102, 109, 123, 155, 158
Clochard – γαλλιστί ο άστεγος, ο πλάνητας, ο αλήτης
Clochard – γαλλιστί ο άστεγος, ο πλάνητας, ο αλήτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου