Προς το τέλος της έκτης
δεκαετίας της ζωής του
βαδίζει πλέον
ο Τιμολέων
γεννήθηκε και μεγάλωσε
σε μία πόλη επαρχιακή
όχι μακριά από την
πρωτεύουσα
ο Τιμολέων
ήταν λένε ένα ιδιαίτερα
ευαίσθητο μα πάντως
πολύ καλό παιδί
ο Τιμολέων
άριστος μαθητής, χρόνια
στο κατηχητικό
και σε αθλήματα ομαδικά
κι ατομικά
πολλές φορές πρώτος ή
διακριθείς
ο Τιμολέων
πέτυχε στο Πανεπιστήμιο
και ήρθε να σπουδάσει
έπιασε ένα δωμάτιο
κοντά στο λόφο Στρέφη
ο Τιμολέων
είχε ενδιαφέροντα πολλά
ανησυχίες
για τα πολιτικά, για
καλλιτεχνικά
ο Τιμολέων
τον έλκυαν οι ιδέες του
αναρχισμού
η ποίηση του άρεσε, η
μουσική, έγραφε στίχους και
ζωγράφιζε, έφτιαχνε γλυπτά, παιχνίδια
ο Τιμολέων
άρχισε τις σπουδές του να
παραμελεί
έμπλεξε με όχι
καλόφημες παρέες
ο Τιμολέων
εωσότου γνώρισε έναν
έρωτα
βαθύ, συντριπτικό, μα
ανανταπόδοτο
κουρέλι έγινε
ο Τιμολέων
τό ‘ριξε σε
χειρωνακτικές, βαρειές δουλειές να ξεχαστεί
με μεροκάματο, βάρδια
διπλή
για μήνες ζωή κτήνους
ο Τιμολέων
με το κομπόδεμα που
μάζεψε
αγόρασε τέταρτο χέρι
ένα παλιό σαραβαλάκι
ο Τιμολέων
και βρήκε πάλι τη χαρά
μεράκι τόσο
τό ‘χε
ο Τιμολέων
ξεκίνησε τις βόλτες και
τις εκδρομές
τί θάλασσες, τι Σούνια
και τι βουνά, Πεντέλη,
Πάρνηθα
ο Τιμολέων
και λίγο λίγο όλο πιο
μακριά
και να Χαλκίδα
και να Επίδαυρο
ο Τιμολέων
και τα Σαββατοκύριακα
βάζανε ρεφενέ
με τα πατριωτάκια κι
αυτός σωφέρ
στην πόλης τους κι Αθήνα
αλερετούρ
ο Τιμολέων
κανείς δεν ξέρει τι έπαθε
σ’ εκείνο το ταξίδι
γυρισμού
μετά το Πάσχα
ο Τιμολέων
είχε μαζί του το γαμπρό
την αδερφή του
και μία τους φίλη παιδική
ο Τιμολέων
τον έλεγχο πώς έχασε
άγνωστο
το αυτοκίνητο διαλύθηκε
και βγήκε ζωντανός μόνο
ο Τιμολέων
τέσσερις μήνες στο
νοσοκομείο έμεινε
τρεις εγχειρήσεις έκανε
εκεί
και άλλες έξι ακολούθησαν
ο Τιμολέων
σίδερα συγκρατούνε τα
σμπαραλιασμένα του οστά
και μ΄ένα κούτσαιμα
φρικτό
βαδίζει μόνιμα
ο Τιμολέων
αφού κατάλαβε τι έγινε,
πήγε να τρελλαθεί
και βρήκε καταφύγιο στο
ποτό
μέθυσος έγινε
ανεξέλεγκτος
ο Τιμολέων
με τη μποτίλια αγκαλιά,
ώρα προχωρημένη
στην πλατεΐτσα τη μικρή,
πάνω απ’ τον Αη Νικόλα
στα Πευκάκια όπου μένει
πια, ξενύχτης, μεθυσμένος
ο Τιμολέων
σα λύκος στο φεγγάρι
αλυχτά
με πόνο σκούζει
και ουρλιάζει δυνατά
ο Τιμολέων
ακόμη κι όσοι τον ήξεραν
καλά και δείχναν καταννόηση
του βάζουν τις φωνές, τον
επιπλήττουν αυστηρά
μήπως συνετισθεί
ο Τιμολέων
«βρε, σταμάτα βρε, είναι
αργά
πήγαινε σπίτι, πήγαινε, τ΄ακούς;
πάψε πια τώρα
πήγαινε σπίτι, σταμάτα
πια
ε! Τιμολέων»
αρρώστησε βαριά, το Χάρο
είδε με τα μάτια του
«ή σταματάς ή μέλλον δε θα έχεις»
του είπε το και το, ο
γιατρός
στον Τιμολέων
μάλλον φοβήθηκε
δεν ξέρω πώς, σαν τα
κατάφερε
κι είναι νηφάλιος εδώ
καιρό
ο Τιμολέων
έχει μεγαλώσει κι αρκετά
γκρίζαρε πρώτα
τώρα είναι άσπρος
ο Τιμολέων
τον απαντάω τακτικά
στην Καλλιδρομίου
κατηφορίζει
ή που ανεβαίνει
ο Τιμολέων
με τα τριμμένα του τα τζην
έχει μακρύνει και τα
μαλλιά
κι ένα κασκέττο φοράει
μόνιμα
ο Τιμολέων
απ΄το μικρό του δώμα στις
υπώρειες του Λυκαβηττού
στο καφενείο, στα
Εξάρχεια
όπου συχνάζει
ο Τιμολέων
πρωί και απόγευμα, άμα
είναι ο καιρός καλός
στο πεζοδρόμιο, σ΄ένα
τραπέζι, κάθεται
και αργορουφάει τον καφέ
του
ο Τιμολέων
στο δέντρο κρέμονται τα
ξύλινα παιχνίδια
που φτιάχνει και πουλά
και φτωχοζεί
ο Τιμολέων
αν κάνει ψύχρα, μέσα
βλέπουν ποδόσφαιρο στην
τηλεόραση
μαζί με άλλους
ο Τιμολέων
χαμένος φαίνεται
κάπως σαν να
μην είναι εκεί
ο Τιμολέων
έχει χάσει κιλά, έχει
ζαρώσει το πρόσωπο
άδεια μοιάζουν τα ρούχα
άδειος κι αυτός
ο Τιμολέων.
ο Τιμολέων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου