Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

Ο Τιμολέων


Προς το τέλος της έκτης
δεκαετίας της ζωής του
βαδίζει πλέον
ο Τιμολέων

γεννήθηκε και μεγάλωσε
σε μία πόλη επαρχιακή
όχι μακριά από την πρωτεύουσα
ο Τιμολέων

ήταν λένε ένα ιδιαίτερα
ευαίσθητο μα πάντως
πολύ καλό παιδί
ο Τιμολέων

άριστος μαθητής, χρόνια στο κατηχητικό
και σε αθλήματα ομαδικά κι ατομικά
πολλές φορές πρώτος ή διακριθείς
ο Τιμολέων

πέτυχε στο Πανεπιστήμιο και ήρθε να σπουδάσει
έπιασε ένα δωμάτιο
κοντά στο λόφο Στρέφη
ο Τιμολέων

είχε ενδιαφέροντα πολλά
ανησυχίες
για τα πολιτικά, για καλλιτεχνικά
ο Τιμολέων

τον έλκυαν οι ιδέες του αναρχισμού
η ποίηση του άρεσε, η μουσική, έγραφε στίχους και
ζωγράφιζε, έφτιαχνε γλυπτά, παιχνίδια
ο Τιμολέων

άρχισε τις σπουδές του να παραμελεί
έμπλεξε με όχι
καλόφημες παρέες
ο Τιμολέων

εωσότου γνώρισε έναν έρωτα
βαθύ, συντριπτικό, μα ανανταπόδοτο
κουρέλι έγινε
ο Τιμολέων

τό ‘ριξε σε χειρωνακτικές, βαρειές δουλειές να ξεχαστεί
με μεροκάματο, βάρδια διπλή
για μήνες ζωή κτήνους
ο Τιμολέων

με το κομπόδεμα που μάζεψε
αγόρασε τέταρτο χέρι
ένα παλιό σαραβαλάκι
ο Τιμολέων

και βρήκε πάλι τη χαρά
μεράκι τόσο
τό ‘χε
ο Τιμολέων

ξεκίνησε τις βόλτες και τις εκδρομές
τί θάλασσες, τι Σούνια
και τι βουνά, Πεντέλη, Πάρνηθα
ο Τιμολέων

και λίγο λίγο όλο πιο μακριά
και να Χαλκίδα
και να Επίδαυρο
ο Τιμολέων

και τα Σαββατοκύριακα βάζανε ρεφενέ
με τα πατριωτάκια κι αυτός σωφέρ
στην πόλης τους κι Αθήνα αλερετούρ
ο Τιμολέων

κανείς δεν ξέρει τι έπαθε
σ’ εκείνο το ταξίδι γυρισμού
μετά το Πάσχα
ο Τιμολέων

είχε μαζί του το γαμπρό
την αδερφή του
και μία τους φίλη παιδική
ο Τιμολέων

τον έλεγχο πώς έχασε άγνωστο
το αυτοκίνητο διαλύθηκε
και βγήκε ζωντανός μόνο
ο Τιμολέων

τέσσερις μήνες στο νοσοκομείο έμεινε
τρεις εγχειρήσεις έκανε εκεί
και άλλες έξι ακολούθησαν
ο Τιμολέων

σίδερα συγκρατούνε τα σμπαραλιασμένα του οστά
και μ΄ένα κούτσαιμα φρικτό
βαδίζει μόνιμα
ο Τιμολέων

αφού κατάλαβε τι έγινε, πήγε να τρελλαθεί
και βρήκε καταφύγιο στο ποτό
μέθυσος έγινε ανεξέλεγκτος
ο Τιμολέων

με τη μποτίλια αγκαλιά, ώρα προχωρημένη
στην πλατεΐτσα τη μικρή, πάνω απ’ τον Αη Νικόλα
στα Πευκάκια όπου μένει πια, ξενύχτης, μεθυσμένος
ο Τιμολέων

σα λύκος στο φεγγάρι αλυχτά
με πόνο σκούζει
και ουρλιάζει δυνατά
ο Τιμολέων

ακόμη κι όσοι τον ήξεραν καλά και δείχναν καταννόηση
του βάζουν τις φωνές, τον επιπλήττουν αυστηρά
μήπως συνετισθεί
ο Τιμολέων

«βρε, σταμάτα βρε, είναι αργά
πήγαινε σπίτι, πήγαινε, τ΄ακούς; πάψε πια τώρα
πήγαινε σπίτι, σταμάτα πια
ε! Τιμολέων»

αρρώστησε βαριά, το Χάρο είδε με τα μάτια του
«ή σταματάς ή μέλλον  δε θα έχεις»
του είπε το και το, ο γιατρός
στον Τιμολέων

μάλλον φοβήθηκε
δεν ξέρω πώς, σαν τα κατάφερε
κι είναι νηφάλιος εδώ καιρό
ο Τιμολέων

έχει μεγαλώσει κι αρκετά
γκρίζαρε πρώτα
τώρα είναι άσπρος
ο Τιμολέων

τον απαντάω τακτικά
στην Καλλιδρομίου κατηφορίζει
ή που ανεβαίνει
ο Τιμολέων

με τα τριμμένα του τα τζην 
έχει μακρύνει και τα μαλλιά
κι ένα κασκέττο φοράει μόνιμα
ο Τιμολέων

απ΄το μικρό του δώμα στις υπώρειες του Λυκαβηττού
στο καφενείο, στα Εξάρχεια
όπου συχνάζει
ο Τιμολέων

πρωί και απόγευμα, άμα είναι ο καιρός καλός
στο πεζοδρόμιο, σ΄ένα τραπέζι, κάθεται
και αργορουφάει τον καφέ του
ο Τιμολέων

στο δέντρο κρέμονται τα ξύλινα παιχνίδια
που φτιάχνει και πουλά
και φτωχοζεί
ο Τιμολέων

αν κάνει ψύχρα, μέσα
βλέπουν ποδόσφαιρο στην τηλεόραση
μαζί με άλλους
ο Τιμολέων

χαμένος φαίνεται
κάπως σαν να
μην είναι εκεί
ο Τιμολέων

έχει χάσει κιλά, έχει ζαρώσει το πρόσωπο
άδεια μοιάζουν τα ρούχα
άδειος κι αυτός
ο Τιμολέων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: