Τόσα ταξίδια κι όμως
ήτανε γραφτό
(πικρή μου προίκα!)
εκεί να πέσω, να λυγίσω
πια
γονατιστός στην αμμουδιά
στην ακροποταμιά, στη
Μαρτινίκα
Πού βρέθηκε, πού βρέθηκε
να γλύφει το γιαλό
κείνος ο ξύλινος σταυρός;
Πώς μπόρεσα, πώς πρόλαβα,
πώς τόλμησα
να βρεθώ πάνω ξαπλωμένος;
Μαρία παρθένα, Δέσποινα
γλυκιά και μάνα του Χριστού
άγιοι Πατέρες, Μάρτυρες
και αναρίθμητοι άνθρωποι πιστοί
πείτε μου αν έχει ποτέ
παρουσιαστεί
τόσον ανάξιος
Εσταυρωμένος;
Πήρε το ρεύμα του ποταμού
παράδοξο το σκάφος
τρίζαν οι αρμοί,
αγκομαχούσε το ξύλινο σκαρί
από το άχριστο φορτίο και
το άχθος
Κι εγώ κοιτούσα στην ακτή
τα τροπικά τα δάση,
αποτρόπαια
χωρίς μαζί ούτε ένα από
κείνα
που συνηθίζεται βαστούν
στην τελική την ατραπό,
τα τρόπαια
Μα πάλι... πώς αλλιώς;
που τόσα χρόνια μέσα μου
στα αισθήματα των ανθρώπων
τα καλά
στην πίστη, στην αγάπη,
στην ελπίδα
είχα σηκώσει φράκτη
Τουλάχιστον ας πλεύσω
ήσυχα
έως τον καταρράκτη.
16/8/'004, Μαυρομιχάλη 91, Εξάρχεια-Αθήνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου