Φεγγαράκι μου λαμπρό
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό
έξω απ’ το παράθυρο
να ακούω τη δασκάλα στα παιδιά
να τους λέει τα γράμματα
γράμματα σπουδάματα
του θεού τα πράματα
το φριχτό μου ουρλιαχτό
τους παγώνει το μυαλό
σπάω το παράθυρο
και μέσα χιμώ
Μια λιγνή κοπελλίτσα, με κοτσίδα και γυαλιά τόσο τρομαγμένη μα που πασχίζει να κρατηθεί ψύχραιμη και σοβαρή, πρώτη της δουλειά πρέπει να είναι, μόλις έχει βγει απ’ τη σχολή. Σκούζουν τα παιδάκια πανικόβλητα, σφίγγουνται τό ‘να πάνω στ’ άλλο και μαζεύουνται πίσω της όπως τα κλωσσόπουλα πίσω από την κλώσσα, στριμώχνουνται όλοι στη γωνία της αίθουσας και η δασκαλίτσα στέκει μπροστά και με κοιτάει με πείσμα (θράσος που τό’ χει μα την αλήθεια!) κι απλώνει μπροστά τα χέρια της, λες για να με απωθήσει. Μια απότομη, ανάστροφη κίνηση του χεριού – ποδιού μου, τα χεράκια κόβουνται (σπάνε τα κόκκαλα σαν ξυλαράκια) αποχωρίζονται από το σώμα και πέφτουν το ένα στο πάτωμα της αίθουσας και τα’ άλλο πάνω σ’ ένα θρανίο. Ταυτόχρονα, ένα από τα τεράστια, γαμψά, σκληρά σα σίδερο και κοφτερά σα νυστέρι νύχια μου, της κόβει την καρωτίδα αρτηρία. Το αίμα τινάζεται ζεστό, σαν πίδακας ξεχύνεται, ανοίγω το στόμα μου, το δέχομαι μέσα με απόλαυση, το πίνω αχόρταγα. Το φως σβήνει απ’ τα μάτια της, το σφάγιο σωριάζεται κάτω. Τα παιδάκια τώρα έχουν σωπάσει, κάποια με κοιτούν με απόγνωση, τα πιο πολλά έχουν κλείσει τα μάτια. Πόση σάρκα! Φρέσκια, νεανική, παιδική, αγορίστικη, κοριτσίστικη, πόσα μικρά στηθάκια, πόσες κοιλίτσες, πόσα μπουτάκια, μικρά πνευμόνια και νεφρά, πόσες καρδούλες, πόσα αμελέτητα και πόσα παϊδάκια, γλωσσίτσες και ματάκια και μυαλά…. Πανδαισία!
Μια ώρα περίπου μετά, λουσμένος στο αίμα, πηδώ πάλι απ’ το παράθυρο έξω. Δεν έχει ακόμα φανεί φως. Το φεγγάρι στέκει περήφανο στον ουρανό. Το κοιτώ και πάλι του μιλώ:
Φεγγαράκι μου λαμπρό
υψώνω τη μουσούδα μου και σε χαιρετώ
Α! μα την αλήθεια
αυτό ήταν μακελειό!
φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σχολειό
έξω απ’ το παράθυρο
να ακούω τη δασκάλα στα παιδιά
να τους λέει τα γράμματα
γράμματα σπουδάματα
του θεού τα πράματα
το φριχτό μου ουρλιαχτό
τους παγώνει το μυαλό
σπάω το παράθυρο
και μέσα χιμώ
Μια λιγνή κοπελλίτσα, με κοτσίδα και γυαλιά τόσο τρομαγμένη μα που πασχίζει να κρατηθεί ψύχραιμη και σοβαρή, πρώτη της δουλειά πρέπει να είναι, μόλις έχει βγει απ’ τη σχολή. Σκούζουν τα παιδάκια πανικόβλητα, σφίγγουνται τό ‘να πάνω στ’ άλλο και μαζεύουνται πίσω της όπως τα κλωσσόπουλα πίσω από την κλώσσα, στριμώχνουνται όλοι στη γωνία της αίθουσας και η δασκαλίτσα στέκει μπροστά και με κοιτάει με πείσμα (θράσος που τό’ χει μα την αλήθεια!) κι απλώνει μπροστά τα χέρια της, λες για να με απωθήσει. Μια απότομη, ανάστροφη κίνηση του χεριού – ποδιού μου, τα χεράκια κόβουνται (σπάνε τα κόκκαλα σαν ξυλαράκια) αποχωρίζονται από το σώμα και πέφτουν το ένα στο πάτωμα της αίθουσας και τα’ άλλο πάνω σ’ ένα θρανίο. Ταυτόχρονα, ένα από τα τεράστια, γαμψά, σκληρά σα σίδερο και κοφτερά σα νυστέρι νύχια μου, της κόβει την καρωτίδα αρτηρία. Το αίμα τινάζεται ζεστό, σαν πίδακας ξεχύνεται, ανοίγω το στόμα μου, το δέχομαι μέσα με απόλαυση, το πίνω αχόρταγα. Το φως σβήνει απ’ τα μάτια της, το σφάγιο σωριάζεται κάτω. Τα παιδάκια τώρα έχουν σωπάσει, κάποια με κοιτούν με απόγνωση, τα πιο πολλά έχουν κλείσει τα μάτια. Πόση σάρκα! Φρέσκια, νεανική, παιδική, αγορίστικη, κοριτσίστικη, πόσα μικρά στηθάκια, πόσες κοιλίτσες, πόσα μπουτάκια, μικρά πνευμόνια και νεφρά, πόσες καρδούλες, πόσα αμελέτητα και πόσα παϊδάκια, γλωσσίτσες και ματάκια και μυαλά…. Πανδαισία!
Μια ώρα περίπου μετά, λουσμένος στο αίμα, πηδώ πάλι απ’ το παράθυρο έξω. Δεν έχει ακόμα φανεί φως. Το φεγγάρι στέκει περήφανο στον ουρανό. Το κοιτώ και πάλι του μιλώ:
Φεγγαράκι μου λαμπρό
υψώνω τη μουσούδα μου και σε χαιρετώ
Α! μα την αλήθεια
αυτό ήταν μακελειό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου