Καρδιενάλιος, ο: αυτός που έχει γεννηθεί και/ή μεγαλώσει σε μέρος παράλιο, εξ’ ου και μ’ όλη την καρδιά του αγαπά, σε βαθμό λατρείας και μ’ όλες τις αισθήσεις του, τη θάλασσα: το γαλάζιο χρώμα της και τ’ ασημένιο κάτου από τον ήλιο και μενεξελί το δειλινό, την αρμύρα της, το ιώδιο της, τα πότε ζεστά, πότε δροσερά, πότε κρύα τα νερά της, τον αχό της όταν είναι ανταριασμένη και το φλοίσβο, όταν ήσυχη. Π.χ. «- Θυμάστε παιδιά τον πρώην συνάδελφο – και πια μακαρίτη – Φίλιππο Λιμνοκηπουρό; Αυτός κι αν ήταν καρδιενάλιος! Που λέτε, μια φορά – πάνε χρόνια -, μια ομάδα από το Τμήμα μετέβει επί ένα τετράμηνο για επιτόπου έρευνες και αποτυπώσεις σε ένα από τα απώτατα χωριά του κεντρικού ορεινού όγκου στην Παρνασσπίνδο. Σε έναν πανέμορφο οικισμό με πέτρινα σπίτια, περιτριγυρισμένο από ένα υπέροχο, παρθένο, παραμυθένιο δάσος δένδρων ελάτης. Είχαμε όλοι ενθουσιασθεί εκτός από τον Φίλιππο, όπου κοίταε τριγύρω θλιμμένος κι όλο στέναζε:», «- Ωωωχ! Ωωωχ!», «- Γιατί;»… τόνε ρωτάγαμε, «- Μα τι δουλειά έχω εγώ εδώ;»… αποκρινόταν, «- Τι θέλει ο ενάλιος στα κωνοφόρα;», «- Αμάν πια βρε παράξενε!»… τον πείραζαν τα κορίτσια. Τα Σαββατοκύριακα πηγαίναμε εκδρομές και πεζοπορίες στο δάσος. Ο Φίλιππος δεν ακολουθούσε. Τραβούσε μόνος κατά πάνου, κει που άρχιζε η αλπική ζώνη του βουνού, χωρίς δένδρα, και χανόταν κει, στα βραχοτόπια. Απορούσαμε τι κάνει; Πού πάει; Η απορία μας λύθηκε στις γραμμές του κειμένου της αποχαιρετιστήριας επιστολής που μας έστειλε με η-μέηλ, όταν άφησε τη δουλειά: «…- Και για να σας λύσω φίλοι την απορία, έγραφε, για τότε που δουλεύαμε στο βουνό, θυμάστε; Θα σας πω πού πήγαινα μονάχος και δε σας ακολουθούσα. Είχα βλέπετε εντοπίσει μια κορφή στα ανατολικά. Εκεί σκαρφάλωνα. Γιατί από κει μπορούσα να Τη δω! Ω! να Τη δω κάτω εκεί, ν’ απλώνεται γαλάζια! Πόσο Την κοίταζα, ώρα πολύ, αχόρταγα…. Και ξέρετε;…… Της μιλούσα κιόλας…σαν ερωτευμένος Της μιλούσα. Ω! λόγια που της έλεγα:
Να σ’ αγναντέβω, θάλασσα, να μη χορταίνω,
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
στρωτήν και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτα μου,
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και νά ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και νά ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μάβρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από του μάβρους κολασμένους……»*,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακριά απ’ τη μάβρη τούτη Κόλαση,
μακριά πολύ κι από του μάβρους κολασμένους……»*,
«- Ο καημένος ο Φίλιππος, 3 μήνες μετά αυτοκτόνησε».
* Σημ. Ανερυθροίαστα και αδιάλλειπτα κλέπτων, πλην όμως τα κλοπιμαία δηλών, αμεταμεληθείς και – πάντα- αμελητέος: πρώτη και προτελεφτέα και τελεφτέα στροφή της «Θάλασσας» του Κώστα Βάρναλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου