- «Βήξτε παρακαλώ. Τώρα εισπνεύστε βαθιά»…. Έδινε οδηγίες ο γιατρός με απαλή, καλλιεργημένη φωνή πίσω από την πλάτη μου… στην οποία ακουμπούσε το παγωμένο στηθοσκόπιο που μ’ έκανε να ανατριχιάζω. Και μετά:
- «Εντάξει, ντυθείτε παρακαλώ».
Τακτοποίησα το πουκάμισο μου και φόρεσα το σακάκι μου. Ο γιατρός είχε κάτσει στο γραφείο του και μου έκανε νόημα να καθίσω κι εγώ στην καρέκλα μπροστά. Με κοίταξε και μου είπε:
- «Όπως σας είπα και προηγουμένως, πιθανολογώντας, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε τόσο πολύ κύριε Τ. Δεν έχετε τίποτα, ίσως ένα ήπιο κρυολόγημα – αυτό είναι όλο. Αν θέλετε να σας γράψω μια συνταγή για ένα απλό αναλγητικό και ένα ελαφρύ σιρόπι, αν και λίγες ημέρες προφύλαξης και μερικά ζεστά ροφήματα θα έχουν –σίγουρα- το ίδιο αποτέλεσμα.
- «Ειλικρινά, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε».
Έγραψε δυο σύντομες γραμμές κι έβαλε τη σφραγίδα του στο ιατρικό σημείωμα και το βιβλιάριο υγείας και μου τα παρέδωσε. Ευχαρίστησα και χαιρέτησα (με χειραψία).
- «Κύριε Τ.» μου είπε, ενώ είχα ήδη αρχίσει να βαδίζω προς την πόρτα. Γύρισα:
- «Ναι;».
- «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πεθαίνουν παρά μονάχα την τελευταία στιγμή. Άλλοι αρχίζουν είκοσι χρόνια νωρίτερα και καμιά φορά παραπάνω. Είναι οι άμοιροι της γης.»
Απομακρυνόμουν, περπατώντας, από το δημοτικό ιατρείο. Σκεπτόμουν πως ο γιατρός είχε δίκιο, πως είχα καταλήξει να γίνω υποχόνδριος και έπρεπε να βάλω κάποιο φρένο στις εμμονές και τις φοβίες μου γιατί δε θα είχαν καλή εξέλιξη. Πέρασα μπροστά από πολλά φαρμακεία χωρίς να μπω να εκτελέσω τη συνταγή. Απλά γύρισα στο σπίτι. Λίγες μέρες μετά ήμουν, βέβαια, απολύτως καλά και είχα σχεδόν ξεχάσει το γεγονός.
Πέρασαν δυο χρόνια. Σε μια ομήγυρη φίλων και γνωστών όπου βρέθηκα, ένα από τα σπάνια πλέον βράδυα που έβγαινα από το σπίτι, έγινε λόγος για ένα αριστουργηματικό βιβλίο, ενός πολύ σπουδαίου συγγραφέα. Συγκράτησα τον τίτλο («Ταξίδι στην άκρη της νύχτας») και το όνομα («Σελίν»), το προμηθεύθηκα το επόμενο απόγευμα και άνοιξα το βιβλίο αμέσως όταν γύρισα.
Διαβάζοντας το εσώφυλλο διαπίστωσα ότι το «Σελίν» ήταν ψευδωνυμία και πως το πραγματικό όνομα του συγγραφέα ήταν Λουί Φερντινάν Ωγκύστ Ντετούς. Το όνομα μου ήταν οικείο, όχι – μου ήταν αναμφίβολα γνωστό…. επρόκειτο για…. για τον….. (μου πήρε λίγα μόνο δευτερόλεπτα και θυμήθηκα). Είχα μία μνήμη που λειτουργούσε με περίεργα επιλεκτικό τρόπο, σε άλλα θέματα με εντυπωσιακή ακρίβεια (π.χ. θυμόμουν πάντα φυσιογνωμίες, αριθμούς και ονόματα) και σε άλλα σχεδόν καθόλου (π.χ. δε θυμόμουν υποθέσεις βιβλίων που είχα διαβάσει, ή έργων που είχα δει – μια γενική αίσθηση μόνο). Το όνομα πάντως του Κου Ντετούς ανήκε στην πρώτη κατηγορία. Και επρόκειτο για το γιατρό. Έψαξα στο συρτάρι του γραφείου για το παλιό μου σημειωματάριο (που είχε γεμίσει και πλέον χρησιμοποιούσα ένα καινούριο). Το φυλλομέτρησα και να η σημείωση: ημερομηνία δυο χρόνια περίπου πριν, το όνομα του γιατρού και τα λόγια που μου είχε πει.
Χαμογέλασα – η ζωή είναι γεμάτη συμπτώσεις και εκπλήξεις – και ξεκίνησα το διάβασμα. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, συμφώνησα με τους γνωστούς της παρέας από το προηγούμενο βράδυ. Το βιβλίο ήταν εξαιρετικό. Ένα κείμενο με δονούμενη, ολοζώντανη γλώσσα, ένα έργο με έντονα συναισθήματα, σκέψεις και εικόνες που πάλλονταν σφύζοντα.
Και να, λίγο πριν τη σελίδα 40, αυτούσια τα λόγια του γιατρού εκεί γραμμένα:
«Λα πλουπάρ ντε ζεν νε μερέν κε’ώ ντερνιέ μομάν. Ντ’ ωτρ κομμενσάν σ’υ πρεννάν βεν αν ντ’ αβάνς ε παρφουά νταβαντάζ. Σε σον λε μαλερέ ντε λα τερ.»
Συνέχισα την ανάγνωση που με συνεπήρε και την ολοκλήρωσα στις επόμενες δύο ημέρες παρά τις 500 και πλέον σελίδες του βιβλίου. Ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα. Έφαγα άλλη μια μέρα να ψάχνω στις κούτες του αρχείου μου. Έχω βλέπετε αυτή τη συνήθεια, να μην πετάω σχεδόν τίποτα. Απ’ την άλλη δεν είμαι και τακτικός στην ταξινόμηση, οπότε κάθε αναζήτηση είναι δύσκολη. Ωστόσο το βρήκα και το κρατούσα στα χέρια μου: το ιατρικό σημείωμα της συνταγής φαρμακευτικής θεραπείας του γιατρού Ντετούς (και συγγραφέα Σελίν). Το τοποθέτησα μέσα στο βιβλίο, στη σελίδα που περιείχε το κείμενο). Έβαλα τον τόμο στη βιβλιοθήκη μου, όπου βρίσκεται ακόμα. Κι έφτιαξα ένα τσάι που το ήπια αργά στο σαλόνι σκεπτόμενος τους άμοιρους…. της γης.
Σημείωση: Celine (1894-1961), “Voyage au bout de la nuit”, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι. Δ. Κολλάρου και Σία Ο.Ε., Ευριπίδου 84 – Αθήνα 10553, info@estia.gr, www.hestia.gr, Αθήνα 2007, ISBN: 978-960-05-1324-0. Μετάφραση, σημειώσεις, επίμετρο: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου.
- «Εντάξει, ντυθείτε παρακαλώ».
Τακτοποίησα το πουκάμισο μου και φόρεσα το σακάκι μου. Ο γιατρός είχε κάτσει στο γραφείο του και μου έκανε νόημα να καθίσω κι εγώ στην καρέκλα μπροστά. Με κοίταξε και μου είπε:
- «Όπως σας είπα και προηγουμένως, πιθανολογώντας, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε τόσο πολύ κύριε Τ. Δεν έχετε τίποτα, ίσως ένα ήπιο κρυολόγημα – αυτό είναι όλο. Αν θέλετε να σας γράψω μια συνταγή για ένα απλό αναλγητικό και ένα ελαφρύ σιρόπι, αν και λίγες ημέρες προφύλαξης και μερικά ζεστά ροφήματα θα έχουν –σίγουρα- το ίδιο αποτέλεσμα.
- «Ειλικρινά, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε».
Έγραψε δυο σύντομες γραμμές κι έβαλε τη σφραγίδα του στο ιατρικό σημείωμα και το βιβλιάριο υγείας και μου τα παρέδωσε. Ευχαρίστησα και χαιρέτησα (με χειραψία).
- «Κύριε Τ.» μου είπε, ενώ είχα ήδη αρχίσει να βαδίζω προς την πόρτα. Γύρισα:
- «Ναι;».
- «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πεθαίνουν παρά μονάχα την τελευταία στιγμή. Άλλοι αρχίζουν είκοσι χρόνια νωρίτερα και καμιά φορά παραπάνω. Είναι οι άμοιροι της γης.»
Απομακρυνόμουν, περπατώντας, από το δημοτικό ιατρείο. Σκεπτόμουν πως ο γιατρός είχε δίκιο, πως είχα καταλήξει να γίνω υποχόνδριος και έπρεπε να βάλω κάποιο φρένο στις εμμονές και τις φοβίες μου γιατί δε θα είχαν καλή εξέλιξη. Πέρασα μπροστά από πολλά φαρμακεία χωρίς να μπω να εκτελέσω τη συνταγή. Απλά γύρισα στο σπίτι. Λίγες μέρες μετά ήμουν, βέβαια, απολύτως καλά και είχα σχεδόν ξεχάσει το γεγονός.
Πέρασαν δυο χρόνια. Σε μια ομήγυρη φίλων και γνωστών όπου βρέθηκα, ένα από τα σπάνια πλέον βράδυα που έβγαινα από το σπίτι, έγινε λόγος για ένα αριστουργηματικό βιβλίο, ενός πολύ σπουδαίου συγγραφέα. Συγκράτησα τον τίτλο («Ταξίδι στην άκρη της νύχτας») και το όνομα («Σελίν»), το προμηθεύθηκα το επόμενο απόγευμα και άνοιξα το βιβλίο αμέσως όταν γύρισα.
Διαβάζοντας το εσώφυλλο διαπίστωσα ότι το «Σελίν» ήταν ψευδωνυμία και πως το πραγματικό όνομα του συγγραφέα ήταν Λουί Φερντινάν Ωγκύστ Ντετούς. Το όνομα μου ήταν οικείο, όχι – μου ήταν αναμφίβολα γνωστό…. επρόκειτο για…. για τον….. (μου πήρε λίγα μόνο δευτερόλεπτα και θυμήθηκα). Είχα μία μνήμη που λειτουργούσε με περίεργα επιλεκτικό τρόπο, σε άλλα θέματα με εντυπωσιακή ακρίβεια (π.χ. θυμόμουν πάντα φυσιογνωμίες, αριθμούς και ονόματα) και σε άλλα σχεδόν καθόλου (π.χ. δε θυμόμουν υποθέσεις βιβλίων που είχα διαβάσει, ή έργων που είχα δει – μια γενική αίσθηση μόνο). Το όνομα πάντως του Κου Ντετούς ανήκε στην πρώτη κατηγορία. Και επρόκειτο για το γιατρό. Έψαξα στο συρτάρι του γραφείου για το παλιό μου σημειωματάριο (που είχε γεμίσει και πλέον χρησιμοποιούσα ένα καινούριο). Το φυλλομέτρησα και να η σημείωση: ημερομηνία δυο χρόνια περίπου πριν, το όνομα του γιατρού και τα λόγια που μου είχε πει.
Χαμογέλασα – η ζωή είναι γεμάτη συμπτώσεις και εκπλήξεις – και ξεκίνησα το διάβασμα. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, συμφώνησα με τους γνωστούς της παρέας από το προηγούμενο βράδυ. Το βιβλίο ήταν εξαιρετικό. Ένα κείμενο με δονούμενη, ολοζώντανη γλώσσα, ένα έργο με έντονα συναισθήματα, σκέψεις και εικόνες που πάλλονταν σφύζοντα.
Και να, λίγο πριν τη σελίδα 40, αυτούσια τα λόγια του γιατρού εκεί γραμμένα:
«Λα πλουπάρ ντε ζεν νε μερέν κε’ώ ντερνιέ μομάν. Ντ’ ωτρ κομμενσάν σ’υ πρεννάν βεν αν ντ’ αβάνς ε παρφουά νταβαντάζ. Σε σον λε μαλερέ ντε λα τερ.»
Συνέχισα την ανάγνωση που με συνεπήρε και την ολοκλήρωσα στις επόμενες δύο ημέρες παρά τις 500 και πλέον σελίδες του βιβλίου. Ήταν ένα πραγματικό αριστούργημα. Έφαγα άλλη μια μέρα να ψάχνω στις κούτες του αρχείου μου. Έχω βλέπετε αυτή τη συνήθεια, να μην πετάω σχεδόν τίποτα. Απ’ την άλλη δεν είμαι και τακτικός στην ταξινόμηση, οπότε κάθε αναζήτηση είναι δύσκολη. Ωστόσο το βρήκα και το κρατούσα στα χέρια μου: το ιατρικό σημείωμα της συνταγής φαρμακευτικής θεραπείας του γιατρού Ντετούς (και συγγραφέα Σελίν). Το τοποθέτησα μέσα στο βιβλίο, στη σελίδα που περιείχε το κείμενο). Έβαλα τον τόμο στη βιβλιοθήκη μου, όπου βρίσκεται ακόμα. Κι έφτιαξα ένα τσάι που το ήπια αργά στο σαλόνι σκεπτόμενος τους άμοιρους…. της γης.
Σημείωση: Celine (1894-1961), “Voyage au bout de la nuit”, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Ι. Δ. Κολλάρου και Σία Ο.Ε., Ευριπίδου 84 – Αθήνα 10553, info@estia.gr, www.hestia.gr, Αθήνα 2007, ISBN: 978-960-05-1324-0. Μετάφραση, σημειώσεις, επίμετρο: Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου