Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

Οι ιστορίες του Τζημ και του Μπηλ



Ι. Η ιστορία του Τζημ

Ο Τζημ σταμάτησε τη δουλειά. Για την ακρίβεια έχασε τη δουλειά του. Τον διώξανε. Λόγω του ποτού. Μετά έχασε την οικογένεια του. Τον άφησε η γυναίκα του και πήρε μαζί της τα παιδιά. Πάλι λόγω του ποτού. Ύστερα ο Τζημ σταμάτησε το ποτό. Έπειτα σταμάτησε το τσιγάρο. Μετά σταμάτησε το πολύ φαϊ που είχε αρχίσει όταν σταμάτησε το τσιγάρο. Και μετά σταμάτησε τη γυμναστική που είχε αρχίσει για να χάσει το βάρος που είχε πάρει από το πολύ φαϊ. Τα σταμάτησε όλα ο Τζημ. Το μόνο που έκανε πια ήταν να παρακολουθεί πορνό. Έβλεπε συνεχώς πορνοταινίες στο διαδίκτυο. Και έμπαινε σε πορνοσελίδες. Με πορνοσυνομιλίες, με πορνοσόου από σπίτια, ιδιωτικά, με πορνοαγγελίες, με πορνοϊστορίες. Και αυνανιζόταν ασταμάτητα, όλη τη μέρα. Τελείωνε έξη, εφτά, μπορεί και δέκα φορές. Μετά έπεφτε αποκαμωμένος για ύπνο. Και την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Κάποιοι λίγοι φίλοι και γνωστοί που του είχαν απομείνει, κατάλαβαν ότι άμα συνέχιζε έτσι ο Τζημ, θα σαλτάριζε τελείως. Και αποφάσισαν να του βρουν μία, προσωρινή έστω, απασχόληση. Βρέθηκε κάτι. Μία κυρία κάποιας ηλικίας που έμενε στην εξοχή, μακριά από την πόλη, θα έφευγε για ένα διάστημα στο εξωτερικό και αναζητούσε φύλακα και κηπουρό για το σπίτι της. Υπήρχε δωμάτιο φιλοξενίας και πολλές ανέσεις. Στην αρχή ούτε κουβέντα δεν ήθελε να ακούσει ο Τζημ, αλλά τον πίεσαν πολύ και τελικά υποχώρησε. Όταν έφτασε στο μέρος, διαπίστωσε ότι ήταν πολύ αραιοκατοικημένο αλλά με πολύ όμορφα, περιποιημένα σπίτια, με καταπράσινους κήπους, κάτω από το δάσος και το βουνό και πάνω από τη θάλασσα. Ξεκίνησε αμέσως να δουλεύει με όρεξη στον κήπο. Αργά το απόγευμα, πολύ κουρασμένος, βούτηξε στη θάλασσα. Επέστρεψε στο σπίτι αναζωγονημένος, αδημονώντας να επιδοθεί... στο χόμπυ του. Άνοιξε τον υπολογιστή του και έπαθε σοκ. Το είχε θεωρήσει δεδομένο και δεν το είχε διερευνήσει από πριν. Δεν υπήρχε καμμία απολύτως σύνδεση με δίκτυο. Έπεσε στο κρεββάτι σαν κούτσουρο και τα παράτησε όλα. Σταμάτησε να πηγαίνει στον κήπο. Καλά καλά, ούτε που σηκωνόταν από το κρεββάτι. Την πέμπτη μέρα, μία γειτόνισσα, ήρθε στο σπίτι με ένα καλάθι φρούτα και λαχανικά από το περιβόλι της για να του προσφέρει. Φώναξε, χτύπησε και διακριτικά την πόρτα μα απόκριση δεν πήρε. Με το θάρρος που είχε μια και ήταν φίλες με την κυρία του σπιτιού, άνοιξε διστακτικά. Ξαναφώναξε. Τίποτα. Από κάπου πάνω, ακουγόταν κάτι σα μουρμουρητό. Ανέβηκε ψάχνοντας. Βρήκε τον Τζημ όρθιο και ολόγυμνο στο κέντρο της κρεββατοκάμαρας. Είχε απλώσει στο πάτωμα τα βρακιά της κυρίας και ένα από αυτά ήταν τυλιμένο στο σηκωμένο πέος του, το οποίο αυνάνιζε με φρενίτιδα. Η γειτόνισσα άρχισε να σκούζει. Μόνο τότε ο Τζημ βγήκε από τη χαύνωση του και την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Μετά, το σπέρμα τινάχτηκε παντού και τα σκέπασε όλα.

ΙΙ. Η ιστορία του Μπηλ

Ο Μπηλ ήθελε από παιδί να γίνει πυροσβέστης. Δεν ήταν όμως καθόλου καλός μαθητής. Μετά βίας περνούσε τις τάξεις στο σχολείο. Οι γονείς του, απλοί άνθρωποι, φτωχοί, ταπεινοί, ούτε γνωριμίες είχαν ούτε τίποτα. Προσπάθησαν να τον αποθαρρύνουν. Αυτός, ούτε να ακούσει. Προσπάθησε πολύ σκληρά. Έδωσε τελικά εξετάσεις. Αλλά δεν πήγε καλά. Όμως, προς έκπληξη όλων, τον πήραν στη Σχολή ως τελευταίο επιλαχόντα. Και στη Σχολή δυσκολεύτηκε πολύ. Τα κατάφερε ωστόσο και την τελείωσε. Όταν ξεκίνησε να δουλεύει ως δόκιμος, η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Ο Μπηλ επέδειξε σπουδαίες αρετές. Πειθαρχία, ομαδικό πνεύμα, αλληλεγγύη, εφευρετικότητα, πρωτοβουλία και περίσσειο θάρρος. Όμως πέρα και πάνω απ' όλα, ο Μπηλ είχε ένα σπάνιο ταλέντο, ένα χάρισμα. Τέτοιο που όπως έλεγαν, πολύπειροι, βετεράνοι αξιωματικοί, μόνο ένας στους πολλούς χιλιάδες πυροσβέστες διαθέτει. Ο Μπηλ μπορούσε να προβλέπει, να "νοιώθει" την πορεία, την εξέλιξη και τις "διαθέσεις" της φωτιάς. Χάρη κυρίως σε αυτόν, έγιναν από το Σώμα πολλές δύσκολες και σωτήριες κατασβέσεις. Ο Μπηλ, λόγω αυτών των επιδόσεων, άρχισε να παίρνει προαγωγές και να ανεβαίνει συντομότερα από το κανονικό στην ιεραρχία. Έως που κατάλαβε, ότι αν συνέχιζε έτσι, θα έπρεπε αναγκαστικά να αναλαμβάνει όλο και περισότερα διοικητικά καθήκοντα. Αλλά εκείνος ήθελε τη δράση. Παρακάλεσε λοιπόν τους ανωτέρους του, να παραμείνει στην ενεργή θέση που είχε. Έκπληκτοι αυτοί, δέχθηκαν τελικά επειδή τον εκτιμούσαν. Η γυναίκα του γκρίνιαξε στην αρχή γιατί είχαν ανάγκη τα παραπάνω χρήματα του μεγαλύτερου μισθού, αλλά τελικά συμβιβάστηκε γιατί τον αγαπούσε. Όσο για τον Μπηλ, έλεγε ότι πέρα από τη γυναίκα και τα παιδιά του, πιο πολύ από καθετί, αγαπούσε να αισθάνεται ορμητικό το νερό, να βγαίνει υπό πίεση από τη μάνικα προς τις φλόγες, να τις νικά και τελικά να σβήνει τη φωτιά. Ο καημένος ο Μπηλ... Χάθηκε στις πλημμύρες του χειμώνα. Αν θυμάσαι, τότε που καταστράφηκαν καλλιέργειες, σπίτια, γέφυρες, δρόμοι. Ο Μπηλ γύριζε στο σπίτι από τη δουλειά. Εγκλωβίστηκε στο διάβα ενός ορμητικού χειμμάρου. Τον βρήκαν παγιδευμένο στο αυτοκίνητο, πνιγμένο από το νερό.   

Δεν υπάρχουν σχόλια: