Καθώς μεγάλωσα δίπλα στη
θάλασσα
κυρά είχε γίνει αυτή στις
αισθήσεις μου όλες
αρμύρα, δροσιά τα νερά
της
όταν μέσα βυθίζομουν
και το χρώμα της Χριστέ
τόσο γαλάζιο
φωτεινό το πρωί
το μεσημέρι ασημί
τον λαμπρό εκαθρέφτιζε
ήλιο
πορτοκαλί, κόκκινο, μενεξεδί
με τη δύση
σκούρο μωβ και σταχτί
το συννεφιασμένο χειμώνα
ο φλοίσβος της ο
υπνωτικός
σαν φυσούσε αέρας, αχός
και αντάρα
εκεί λοιπόν έζησα
χρόνια και χρόνια πολλά
μέχρι μια μέρα που μού
'ρθε να φύγω
να πάρω το αμάξι και να
πάω αλλού
μια εκδρομή έτσι για να
ξεφύγω
να κι έφυγα που λέτε
λοιπόν
δρόμο παίρνω και δρόμο
αφήνω
μακριά, πιο πέρα κι ακόμα
μακριά
μέχρι που είδα μια ανηφοριά
στο βουνό που φιδογυριστά
σκαρφαλούσε
και μένει έτσι πίσω μου η
δημοσιά
και στροφή τη στροφή
ανεβαίνω ολοένα
έκρηξη βλάστησης γύρω
παντού
φτέρες και θάμνοι και
πλατάνια πανώρια
νερά κυλούσανε γαργαριστά
πηγές, ποταμιές και
ρυάκια
σκιά, ησυχία, δροσιά
και πυκνό, πράσινο δάσος
οξιές κι άλλα δέντρα ψηλά
πουλιά διάφορα μελωδικά
κελαηδούσαν
κι ανέβαινα...
σχεδόν έκρυβαν τον ουρανό
πέφκα, μαβρόπεφκα με
κορμούς σαν κατάρτια
και ξάφνου να! ξεκίναγε
εδώ
της περήφανης η ζώνη
ελάτης
μύριζε έντονα ρετσίνι
χλωρό
ένας παράδεισος έλεγες
ήταν
όμως γιατί τότε; γιατί;
μια μπάλλα βαριά ένοιωθα
το πόδι να σέρνει;
πότε Κύριε θα δώσεις, μια
έστω φορά
χαρά ανόθευτη έτσι να
μένει;
ένα βάσανο μ' έτρωγε
"τί κάνω εδώ;"
και μια σαν αγκάθι
ενοχλητική απορία
που με τρύπαε κάθε στιγμή
και με μάτωνε όλη την ώρα
"δεν ανήκω εδώ, τί
γυρεύω εδώ,
τί δουλειά έχει ο ενάλιος
στα κωνοφόρα;".
Μονεμβάσια, 7/5/'012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου