Ελαφρά, στην αρχή, τα χτυπήματα ήτανε
του φοβερού του κνούτου απάνω
στο γυμνό γυναικείο κορμί
νέας στο στύλο δεμένο.
Στους τορνευτούς γλουτούς
στους μηρούς τους χυτούς
στην καλλίγραμμη πλάτη.
Κι αν είχες μάτια να δεις
κόκκινα ίχνη αφήνονταν κει
που το σκληρό, αργασμένο πετσί
ακούμπαε το μετάξινο δέρμα.
Κι αν δεν είχες «περήφαν'» αυτιά
απαλούς άκουες πλαταγισμούς
κάθε που φορά μαστιγώνοταν
η αφράτη η σάρκα μα και
- τί παράξενο – άκουες μαζί
με του πόνου τους βόγγους πνιχτούς
και γλύκα γεμάτες φωνούλες.
Μα τώρα, των χτυπημάτων η δύναμ’ αυξήθηκε
και γίναν βαθιά τα κόκκινα ίχνη
κι οιμωγές γίνανε του πόνου οι βόγγοι
μα και μαζί λιγωμένες δυνάμωσαν
οι από ηδονή γεμάτες κραυγούλες.
Κι ακόμα μια φορά εμεγάλωσε
των χτυπημάτων η δύναμη τόσο
που μπλαβί το κόκκινο γίνηκε και
της ηδονής οι φωνές ουρλιαχτά και
στριγλλιές οι της φρικτής της οδύνης
αλλά και τώρα μαζί πια ολοκάθαρα
του Δημίου η ανάσα ακούγοταν όλο
κόπο αλλά και διεστραμμένη λαγνεία γεμάτη.
Κι άλλη μια φορά, φρενιασμένα, οι χτύποι
δυνάμωσαν κι άρχισε τώρα να τρέχει το αίμα….
Κι απ’ αυτό το αποτρόπαιο πια θέαμα
το βλέμμα μου απέστρεψα και είπα να φύγω,
δρόμο να ανοίξω προσπάθησα
στο ανώμαλο ανάμεσα,
διψασμένο για βία το πλήθος.
Περιφρονητικά πόσα βλέμματ’ εισέπραξα
που δεν ήξερα πώς της ζωής
τις χαρές, τις λεπτές ηδονές,
να γνωρίζω, να ζήσω.
του φοβερού του κνούτου απάνω
στο γυμνό γυναικείο κορμί
νέας στο στύλο δεμένο.
Στους τορνευτούς γλουτούς
στους μηρούς τους χυτούς
στην καλλίγραμμη πλάτη.
Κι αν είχες μάτια να δεις
κόκκινα ίχνη αφήνονταν κει
που το σκληρό, αργασμένο πετσί
ακούμπαε το μετάξινο δέρμα.
Κι αν δεν είχες «περήφαν'» αυτιά
απαλούς άκουες πλαταγισμούς
κάθε που φορά μαστιγώνοταν
η αφράτη η σάρκα μα και
- τί παράξενο – άκουες μαζί
με του πόνου τους βόγγους πνιχτούς
και γλύκα γεμάτες φωνούλες.
Μα τώρα, των χτυπημάτων η δύναμ’ αυξήθηκε
και γίναν βαθιά τα κόκκινα ίχνη
κι οιμωγές γίνανε του πόνου οι βόγγοι
μα και μαζί λιγωμένες δυνάμωσαν
οι από ηδονή γεμάτες κραυγούλες.
Κι ακόμα μια φορά εμεγάλωσε
των χτυπημάτων η δύναμη τόσο
που μπλαβί το κόκκινο γίνηκε και
της ηδονής οι φωνές ουρλιαχτά και
στριγλλιές οι της φρικτής της οδύνης
αλλά και τώρα μαζί πια ολοκάθαρα
του Δημίου η ανάσα ακούγοταν όλο
κόπο αλλά και διεστραμμένη λαγνεία γεμάτη.
Κι άλλη μια φορά, φρενιασμένα, οι χτύποι
δυνάμωσαν κι άρχισε τώρα να τρέχει το αίμα….
Κι απ’ αυτό το αποτρόπαιο πια θέαμα
το βλέμμα μου απέστρεψα και είπα να φύγω,
δρόμο να ανοίξω προσπάθησα
στο ανώμαλο ανάμεσα,
διψασμένο για βία το πλήθος.
Περιφρονητικά πόσα βλέμματ’ εισέπραξα
που δεν ήξερα πώς της ζωής
τις χαρές, τις λεπτές ηδονές,
να γνωρίζω, να ζήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου