Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Rio de Janeiro blues


Αγαπητοί επισκέπτες, αναγνώστες και -τριες, το ιστολόγιο αποχαιρετά τη χρονιά που φεύγει με ένα ασυνήθιστα μεγάλης έκτασης κείμενο, το οποίο και με έμφαση συνιστά να μην μπείτε στον κόπο να ξεκινήσετε να διαβάζετε γιατί δεν αξίζει τον κόπο.Επίσης εύχεται σε όλους για τη νέα χρονιά, καλή υγεία και δύναμη, και λίγη -όση χρειάζεται- τύχη.
Και του χρόνου.

Ο Σαντιάγκο Ραφαήλ Μπεναλίστου, που όλοι τον ήξεραν και τον φώναζαν "Ράφα" γεννήθηκε και μεγάλωνε σε μία από τις φαβέλες του Ρίο. Λίγους μήνες αφ' ότου ξεκίνησε το σχολείο, κάλεσαν εκεί τη μητέρα του για να της μιλήσουν. Ο νεαρός δάσκαλος που είχε μόλις αποφοιτήσει από την Παιδαγωγική Ακαδημία και σχεδόν επιδιώξει τη θέση αυτή, που όλοι οι συνάδελφοι του προσπαθούσαν να αποφύγουν γιατί τη θεωρούσαν "δυσμενή μετάθεση", είχε το καθαρό μα κάπως ντροπαλό βλέμμα και το ειλικρινές αλλά και σαν κάπως λυπημένο χαμόγελο των καλών ανθρώπων. Της εξήγησε ότι ο Ράφα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τους ρυθμούς των συμμαθητών του, ότι παρουσίαζε "κάποιου είδους υστέρηση" και ότι η μητέρα του θα έπρεπε να σκεφτεί το ενδεχόμενο, ο Ράφα να πάει σε κάποιο ειδικό σχολείο και - σε κάθε περίπτωση - να τον δουν κάποιοι ειδικοί θεραπευτές.
"Υστέρηση", "ειδικό σχολείο" και "ειδικοί θεραπευτές" ήταν βέβαια έννοιες άγνωστες στη φαβέλα. Η μητέρα του Ράφα, στεναχωρημένη, προσβεβλημένη και πεισμωμένη πήρε το γιο της απ' το σχολείο. Κρίμα γιατί η "υστέρηση" του παιδιού δεν ήταν τίποτα που μια συστηματική λογοθεραπεία μερικών μηνών μαζί με κάποια πρόσθετη αγωγή δε θα μπορούσε να θεραπεύσει... αλλά είπαμε, αυτά ήταν άγνωστα στη φαβέλα.
Για να μην μπλέξει ο Ράφα με τα χαμίνια του δρόμου κι αρχίσει σε λίγο καιρό μοιραία να ανακατεύεται με κλοπές, ληστείες, λαθρεμπορία και ναρκωτικά και περάσει τη ζωή του μπαινοβγαίνοντας στις φυλακές ή - θεός φυλάξοι - σκοτωθεί νέος, όπως τόσα και τόσα παιδιά, η κυρία Μπεναλίστου σκέφτηκε μια λύση. Ο ετεροθαλής αλλά αγαπημένος αδελφός της, Μπερνάντο Σοάρες, είχε καλές σχέσεις με τη Μαφία του Ρίο και ειδικά με το παράρτημα της φαβέλας τους, στο οποίο ήταν αρχηγός ο περιώνυμος Δον Αλβάρο ντε Κάμπος. Η έπαυλη του δέσποζε στην κορυφή του λόφου και επόπτευε ταυτόχρονα όλη την απέραντη παραγκούπολη της φαβέλας τους. Πολλά νεαρά παιδιά που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, σαν τον Ράφα, κατάφερναν να βρουν καταφύγιο σε αυτό το προστατευμένο περιβάλλον και να μεγαλώσουν με μια κάποια σιγουριά, μάλλον βέβαια διαχωρίζοντας από νωρίς το δρόμο τους από το μονοπάτι του Νόμου. Υπήρχαν οπωσδήποτε και κάποιοι νεαροί που θέλησαν, και κατάφεραν, να σπουδάσουν ή να ασχοληθούν με το (νόμιμο) εμπόριο, τη ναυτιλία, τον αθλητισμό, πάντα βέβαια υπό την εύνοια της Μαφίας, σε μια δια βίου σχέση σεβασμού και συμπάθειας με αυτήν. Κάτι τέτοιο ονειρευόταν η καημένη, η μάνα του Ράφα. Και πόσο χάρηκε όταν ο αδερφός της, της μετέφερε τη θετική απάντηση.
Ο νεαρός ξεκίνησε λοιπόν. Και αμέσως άρχισαν όλα να πηγαίνουν καλύτερα. Αισθάνθηκε πολύ ευχάριστα στο νέο του περιβάλλον. Όλοι του φέρονταν με καλωσύνη, ευγένεια και ενδιαφέρον, όσο κι αν ακούγεται παράξενο. Γιατί αυτοί οι σκληροτράχηλοι άντρες που υπηρετούσαν τον Δον Αλβάρο, παραβατικοί και παράνομοι όλοι τους, που είχαν κάνει χρόνια στις φυλακές, είχαν διαπράξει αμέτρητες πράξεις βίας, μέχρι και φόνους, που ήξεραν οι περισσότεροι ότι η μέρα που ξημερώνει μπορεί να είναι η τελευταία τους και που δεν είχαν κανένα δισταγμό να φερθούν με ασύλληπτη κακία ή και να αφαιρέσουν ακόμα τη ζωή ίσως και αθώων ανθρώπων... αυτοί οι ίδιοι λοιπόν, έδειχναν σε κάποιες περιπτώσεις απίστευτη, αταίριαστη τρυφερότητα σε ζώα, παιδιά ή ηλικιωμένους. Κανάκευαν τον Ράφα, αστειεύονταν καλοπροαίρετα μαζί του, τον μάθαιναν πράγματα, τον έπαιρναν μαζί τους βόλτες ή στο γήπεδο... Το τραύλισμα του μικρού εξαφανίστηκε. Η εργασία δεν ήταν καθόλου βαριά. Τα παιδιά και οι έφηβοι που ζούσαν στην έπαυλη του Δον Αλβάρο βοηθούσαν σε διάφορες δουλειές του σπιτιού, σερβίρισμα, καθάρισμα, φροντίδα του κήπου και τέτοια. Επίσης μετέφεραν με ποδήλατο διάφορα μικρά δέματα και φακέλλους, σε σημεία της φαβέλας που τους όριζαν, και τα παρέδιδαν σε κάτι περίεργους άντρες και γυναίκες. Ποιός άλλωστε θα υποπτευόταν έναν πιτσιρίκο, ντυμένο με φτωχικά ρούχα, ένα παλιό τρυπημένο σακκίδιο στον ώμο και ένα σαραβαλιασμένο ποδήλατο. Έτσι έκανε τις δουλειές της η Μαφία της φαβέλας, χρησιμοποιώντας παιδιά ως αγγελιαφόρους, ενώ την ίδια ώρα οι άντρες έκαναν άσκοπες βόλτες για να αποπροσανατολίζουν την αστυνομία που μερικές φορές τους παρακολουθούσε. Και ο καιρός περνούσε...
Τις ώρες που δεν είχε δουλειά ο Ράφα, και που ήταν αρκετές, οι άντρες τον άφηναν να κάθεται μαζί τους στο σαλόνι της έπαυλης όπου παρακολουθούσαν στην τηλεόραση ποδοσφαιρικούς αγώνες, ψυχαγωγικά προγράμματα, ντοκυμανταίρ για τη ζωή στην άγρια φύση και άλλα. Αν τυχόν το πρόγραμμα ήταν ακατάλληλο για παιδιά, οι άντρες τον έδιωχναν παρά τις διαμαρτυρίες του. Ανάμεσα στις διάφορες εκπομπές, πριν ή μετά από αυτές, ο Ράφα αναπόφευκτα παρακολουθούσε και αποσπάσματα των δελτίων ειδήσεων, πράγμα που δεν του ήταν καθόλου ευχάριστο, γιατί αυτά έκαναν τον κόσμο να μοιάζει με ένα μέρος απαίσιο και φρικτό, ενώ εκείνος είχε άλλη άποψη... Αυτό πάντως που του έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν που συνεχώς άκουγε για το εθνικό χρέος της χώρας, ότι η Βραζιλία χρωστούσε, ότι η "χώρα μας είναι χρεωμένη" κ.λ.π....
Όλα τα χρόνια που ο Ράφα βρισκόταν στην υπηρεσία του Δον Αλβάρο, δεν ξόδευε ούτε ρεάλι και όλο του το μικρό μισθό τον έδινε στη μητέρα του, η οποία σιγά σιγά με αυτά τα χρήματα έκανε διάφορες απαραίτητες διορθώσεις στη φτωχική καλύβα τους, την έβαψε μέσα και έξω, επισκεύασε το φούρνο αερίου και πήρε για τον εαυτό της δυο τρία φτηνά φορέματα από το μαγαζί με τα κινέζικα ρούχα. Τελικά υπέκυψε και σε μια μεγάλη "πολυτέλεια". Αγόρασε έναν τηλεοπτικό δέκτη και μία τηλεόραση πλάσμα από δεύτερο χέρι. Και μερικά απογεύματα την εβδομάδα έρχονταν σπίτι οι φίλες της, έβλεπαν σήριαλ εκστατικές και μετά έπιναν καφέ, κάπνιζαν και κουτσομπόλευαν χαχανίζοντας μέχρι αργά το βράδυ. Αργότερα η μητέρα του Ράφα ξάπλωνε στο κρεββάτι της, ευχαριστημένη και ανάλαφρη για πρώτη φορά από όταν ήταν κοριτσάκι και μετά από πολλά χρόνια βασανισμένης και δύσκολης ζωής. Και αναλογιζόταν πόσο πολύ αγαπούσε και ευγνωμονούσε το μικρό της αγόρι, που είχε εν τω μεταξύ μεγαλώσει, και πόσο υπερήφανη ήταν γι αυτό.
Αυτό που δεν ήξερε η κυρία Μπεναλίστου ήταν ότι ο Ράφα συγκέντρωνε, σε μηνιαία βάση, από τα φιλοδωρήματα που του έδιναν οι άντρες του Δον Αλβάρο, οι διάφοροι καλεσμένοι και οι επισκέπτες στην έπαυλη, και οι κάθε λογής συνεργάτες στους οποίους παρέδιδε με το ποδήλατο μηνύματα, ποσό ίσο ή και μεγαλύτερο από τον κανονικό μισθό του. Και όλα αυτά τα χρήματα, από τα οποία δεν είχε σπαταλήσει καθόλου, τα συγκέντρωνε σε ένα κουτί από μπισκότα και τα φύλαγε στο ντουλάπι του φτωχικού κοιτώνα του όπου και ήταν απόλυτα ασφαλή καθώς θεωρείται αδιαννόητο για το δεοντολογικό κώδικα της Μαφίας να κλέψεις το σύντροφο σου. Το ποσό που είχε με τα χρόνια συγκεντρωθεί ήταν σεβαστό, στα δε μάτια του Ράφα μυθικό. Και ο νεαρός είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να καταφέρει κάποια στιγμή να διαθέσει τα χρήματα αυτά για έναν ανώτερο και ευγενικό σκοπό. Τελικά κατέληξε πως ο σκοπός αυτός δε θα μπορούσε παρά να είναι η συμβολή του στην τακτοποίηση (που στο παιδικό μυαλό του αυτό σήμαινε μάλλον στην εξάλλειψη) του χρέους της χώρας.
Μια μέρα, όλοι οι άντρες ήταν μαζεμένοι στη μεγάλη σάλα, σε μια συνάντηση που είχε ξεκινήσει από νωρίς και τώρα είχε φτάσει μεσημέρι και η σύσκεψη συνεχιζόταν. Ο Δον Αλβάρο καθόταν στην πολυθρόνα του, τη στερεωμένη πάνω σε ένα βάθρο σε μια άκρη της αίθουσας, σα βασιλιάς στο θρόνο του. Δυο φορές πιο βαρύθυμος απ' ότι συνήθως και πολύ μεθυσμένος, αφού είχε πιεί από το πρωί σχεδόν μια μποτίλια από τα πανάκριβα σκωτσέζικα μαλτ ουίσκυ που αγαπούσε. Οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά. Πολλοί αντίπαλοι του στη Μαφία ήθελαν να τον αποκαθηλώσουν. Τα μεγάλα Αφεντικά όλο του επισήμαιναν ότι οι αρχηγοί στις άλλες φαβέλες τα κατάφερναν πολύ καλύτερα. Ότι κόλπο και αν είχε μεταχειριστεί δεν είχε αποδώσει. Κι απ' το πρωί οι επικεφαλής των αντρών του, όλο κακά μαντάτα του φέρνανε, όλο προβλήματα, αναποδιές και αποτυχίες του παρουσιάζανε. Κι αυτός όλο έπινε και βυθιζότανε στο βουβό θυμό και στο ζόφο.
Σε κάποια στιγμή, ο Ράφα μπήκε διστακτικά στην αίθουσα για να αλλάξει τα τασάκια που ήτανε ξεχειλισμένα από σβησμένα τσιγάρα και πούρα. Κοίταζε τον Δον Αλβάρο που στήριζε το κεφάλι με το χέρι του, σωριασμένος στην πολυθρόνα με κλειστά τα μάτια. Συγκέντρωσε όλο του το θάρρος και του απηύθυνε το λόγο, όπως το είχε προσχεδιάσει. Ο φόβος και η ντροπή βέβαια του ξανάφεραν ένα τρομερό τραύλισμα στην ομιλία και ακούστηκε κάπως σαν: "Με με μμμε ό-ό-ό-όοοοό-λλλο το σεβββ-ασ-σμμό Δοδοδον Αλββββ-ββββ-άρο......" και συνέχισε κατ' αυτόν τον τρόπο, με αγωνία μεγάλη και υπερπροσπάθεια να πει στο Δον Αλβάρο πως "τον παρακαλούσε, αυτόν που ήξερε τόσα πολλά και είχε τόσες γνωριμίες, να δεχθεί την προσφορά του Ράφα (έτεινε προς το μέρος του το κουτί των μπισκότων με τα χρήματα) και να τη δώσει όπου έπρεπε για να μη χρωστάει πια η Βραζιλία σε κανέναν".
Την αγωνιώδη, ολιγόλεπτη ομιλία του νεαρού, ακολούθησε παρατεταμένη, παγερή σιωπή από τους έκπληκτους άντρες. Ο δε Δον Αλβάρο, που στα μισά περίπου είχε ανοίξει τα μάτια του, παρατηρούσε τώρα με βλέμμα θολό και σκοτεινό τον νεαρό που στεκόταν στη μέση της αίθουσας και περίμενε την αντίδραση του.
Ξαφνικά, με μια αστραπιαία κίνηση, ο Δον Αλβάρο άρπαξε το τεράστιο πιστόλι του που το είχε ακουμπισμένο δίπλα του, σε ένα τραπεζάκι, το έστρεψε προς τον Ράφα και άρχισε να πυροβολεί.
Η αίθουσα γέμισε καπνούς, βροντή και μυρουδιά μπαρούτης. Το λεπτό κορμάκι του παιδιού χόρευε στον αέρα σαν νευρόσπαστο με κάθε βλήμα που δεχόταν από το πανίσχυρο, βαρύ όπλο. Και μετά ο γεμιστήρας άδειασε, οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, οι καπνοί κάπως διαλύθηκαν και οι άντρες είδαν το τσακισμένο κορμί του αγοριού στο πάτωμα ξαπλωμένο, με τα μέλη του σώματος σε ολότελα αφύσικες γωνίες διπλωμένα και μέσα σε λίμνες αίματος, σωματικών υγρών, σκορπισμένου μυικού ιστού και εγκεφαλικής ουσίας...
Εκείνο το απομεσήμερο κόπηκε η ανάσα ακόμα και του πιο σκληρού άντρα του Δον Αλβάρο. Και όλοι αρνούνταν να δεχτούν το θέαμα που αντίκρυζαν τα μάτια τους, την πράξη που μόλις είχε κάνει το αφεντικό τους και το χαμό του μικρού, αθώου Ράφα.
Ο Δον Αλβάρο ξέσπασε τότε με ένα αμόκ οργής, απειλών, ύβρεων και τρέλλας. Παραληρούσε γεμίζοντας πάλι το πιστόλι του να καθαρίσουνε αυτό το χάλι και αν κάποιος έχει πρόβλημα με ότι έγινε να λογαριαστούνε αμέσως άμα ήθελε.
Αναγκαστικά λοιπόν κάποιοι από τους άντρες πήραν την πρωτοβουλία να μαζέψουν τη σορό και να τη μεταφέρουν έξω από την αίθουσα, μέσα σε ένα χαλί που βρέθηκε εκεί, να καθαρίσουν το πάτωμα και να αερίσουν το χώρο. Και τα έκαναν αυτά όλα, συνοφρυωμένοι, αμίλητοι και -όσο κι αν ακούγεται απίστευτο- όταν είχαν γυρισμένη την πλάτη και ο Δον Αλβάρο δεν μπορούσε να τους δει, βουρκωμένοι.
Εκείνος έδωσε εντολή και του έφεραν ένα καινούριο, σφραγισμένο μπουκάλι μαλτ ουίσκυ από το οποίο έβαλε μια τριπλή δόση στο ποτήρι του, το ήπιε μονορούφι, το ξαναγέμισε, ήπιε μια γουλιά ακόμα, άναψε ένα τεράστιο πούρο και έδωσε μια νέα εντολή...   
Ο άντρας που την έλαβε βγήκε από την αίθουσα και γύρισε σε λίγο φέρνοντας μαζί του δέκα περίπου νεαρές μουλάτες, καμμία από τις οποίες δεν ήταν πάνω από δεκαπέντε ετών, ημίγυμνες και φοβισμένες, σχεδόν έντρομες. Ο Δον Αλβάρο τις κοίταγε μία μία εξεταστικά, με μάτια που γυάλιζαν, μέσα από σύννεφα καπνού καθώς έπαιρνε βαθιές ρουφηξιές από το πούρο του και άδειαζε και γέμιζε συνέχεια το ποτήρι του. Τελικά έδειξε με το χέρι του τρία από τα μικρά κορίτσια και παίρνοντας το μπουκάλι μαζί του αποσύρθηκε προς την κρεββατοκάμαρα του, όπου θα του τις πήγαιναν σε λίγο.

Λίγο αργότερα και ενώ ο ήλιος είχε βασιλέψει και το σκοτάδι τύλιγε σιγά σιγά τη φαβέλα μα και την πόλη ολόκληρη, μια κραυγή ακούστηκε από την έπαυλη τον Δον Αλβάρο. Μια κοριτσίστικη κραυγή που ερχόταν από την κρεββατοκάμαρα όπου ποιός ξέρει ποιά διεστραμμένη, ανώμαλη επιθυμία του, προσπαθούσε αυτός να ικανοποιήσει με θύμα την μικρή κοπέλλα.
Και η κραυγή της έσκισε τον αέρα και ταξίδεψε πάνω από τη φαβέλα και ενώθηκε με μια άλλη γυναικεία κραυγή που ακούστηκε σχεδόν ταυτόχρονα από κάποιο σημείο πολύ πιο χαμηλά. Συγκεκριμένα από την καλύβα της μάνας του Ράφα, που στο κατώφλι της είχε μόλις ακούσει το μαντάτο, από δυο άντρες που στέκονταν εκεί με τα κεφάλια κατεβασμένα, αμήχανοι και συντριμμένοι. Και πριν η κυρία Μπεναλίστου αρχίσει να μαδιέται και να μοιρολογάει, οι δυο κραυγές, του κοριτσιού και της μεσόκοπης γυναίκας, ενώθηκαν λες σ' ένα χορό στον ουρανό της πόλης, και τις πήρε ο αέρας πάνω από το λιμάνι, πάνω από τη θάλασσα, μίλια μακριά μέχρι που ένα ρεύμα δυνατό τις σκόρπισε πάνω από τον Ατλαντικό.
Και χάθηκαν.  

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Κυρία Μακ Γκραθ

(Παραδοσιακό Ιρλανδικό πολεμικό τραγούδι, κυρίως γνωστό από τη διάσημη -και εξαιρετική- διασκευή του Μπρους Σπρίνγκστην - μετάφραση: Χ.Δ.Τ.)


"Κυρία Μακ Γκραθ" είπε του λοχία η φωνή
"στρατιώτη θέλεις να κάνω το γιο σου, το Θοδωρή;
με καπέλλο ψηλό και ωραία στολή
κυρία Μακ Γκραθ δεν το θέλεις πολύ;"

Με μένα για γιε με μάνα για γιε
γιε μου μάνα με μένα για γιε
Με μένα για γιε με μάνα για γιε
γιε μου μάνα με μένα για γιε

Η κυρία Μακ Γκραθ ζει στο γιαλό
εφτά χρόνια τώρα μετρά τον καιρό
μια μέρα φτάνει ένα βαπόρι
που μέσα είναι το μικρό της αγόρι
"Ω Καπετάνιε πες μου, που αρμενίζεις,
τις θάλασσες περνάς, τα πέλαγα σχίζεις,
για το γιο μου μην ξέρεις; τον λεν Θοδωρή,
πεθαμένος να είναι η μήπως να ζει;"

Με μένα για γιε...

Ο Θοδωρής βγαίνει έξω απ' τη ρίζα κουτσός
ξύλινα πόδια έχει πια ο φτωχός
τον αγκαλιάζει Αυτή και παντού τον φιλά
"Γιε μου, εσύ είσαι; Βλέπω καλά;
Μεθυσμένος ήσουν ή μήπως τυφλός,
και σου πήραν τα πόδια κι έχεις μείνει χωλός;
Με τα πόδια γυμνά στων νερών την πλημμύρα
περπάταγες και στά 'φαγε η αρμύρα;"

Με μένα για γιε...

"Μεθυσμένος δεν ήμουν και ούτε τυφλός
σαν τα πόδια μου έχασα κι έχω μείνει χωλός.
Μας χτυπούσαν με κανόνια στις πέντε του Μάη,
μια μπάλλα μου πήρε τα πόδια και πάει."
Τώρα όλοι χτυπιούνται, χτυπιούνται και κλαίνε
"δεν έκανες πέρα, μη σε βρει η μπάλλα" του λένε
"Αχ! Θοδωρή της μαμάς σου καμάρι
με ξύλινα πόδια τώρα ποιά θα σε πάρει;"

Με μένα για γιε...

"Όλοι οι ξένοι πόλεμοι" φωνάζω και κλαίω
 "για κάθε μάνα αίμα και πόνος σας λέω.
Κάλλιο νά 'χα το γιο μου όπως ήταν παιδί
παρά Ναύαρχο στόλου - Πρόεδρο στην Αμερική."

Με μένα για γιε...

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (271)


...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Μικροτσιπσκευές: οι κάθε λογής μικρές ηλεκτρονικές συσκευές και τα διάφορα "γκάτζετς" που είναι προγραμματιζόμενες, εφοδιασμένες με μικροεπεξεργαστές, μικροτσίπ, μίνι - λάιτ λειτουργικά συστήματα κ.λ.π... Ακόμα και μη τεχνοφοβικοί άνθρωποι, καμμιά φορά αγανακτούν με αυτά τα μαραφέτια και αναπολούν τις παλιές, απλές συσκευές που επέτρεπαν κάποιες βασικές μόνο ρυθμίσεις στο χρήστη (τις μόνες εδώ που τα λέμε που ήταν και απαραίτητες) και ήταν ικανές για στοιχειώδεις απλά λειτουργίες (τις μόνες εδώ που τα λέμε που ήταν και απαραίτητες). Π.χ. - Τί είναι αυτό καλέ μπαμπά; - Ποιό κορίτσι μου; - Πάλι το παμπάλαιο, σαραβαλιασμένο, δημοσιογραφικό σου κασσετοφωνάκι κουβαλάς; Πού είναι το υπερσύγχρονο, μικροσκοπικό, στυλάτο και κομψό ντίτζιταλ ρηκόρντερ που σου δώρισα στη γιορτή σου; Δεν πιστεύω να το παραμέρισες λόγω της παροιμιώδους απέχθειας σου για τις μικροτσιπσκευές... - Όχι καλή μου, απλώς κάπου το έχω καταχωνιάσει και μέχρι να το βρω (που μπορεί να μου πάρει και πολύυυ καιρό έτσι μικρό που είναι πανάθεμα το) χρησιμοποιώ το παλιό που είχα κρατήσει εφεδρικό. - Βρε συ; Μήπως μου λες ψέμματα βρε; - Έλα! Έλα σεμνά!...

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Άντε γαμήσου Όσκαρ


"Κυλιόμαστε όλοι στο βούρκο αλλά
κάποιοι Προδότες από εμάς, κοιτούν τ΄αστέρια...."

Από την "Ελεγεία της λάσπης και του βορβόρου, ένα έμμετρο μανιφέστο της παρακμής" του παλαίμαχου αστροναύτη και νυν κυνικού φιλόσοφου και ποιητή, Φανούρη Φανφαρόνη. Θα κυκλοφορήσει προσεχώς, σε μία σπάνια, συλλεκτική έκδοση από την εταιρία "Θρασαρτεποβερακουνστβέρκε", σε εξαιρετικά περιορισμένα αντίτυπα. Το βιβλίο θα είναι τυπωμένο με παραδοσιακή λινοτυπία, σε χαρτί Βιεννουά 69 γραμμαρίων, με γραμματοσειρά Lorem Ipsum και το εξώφυλλο θα κοσμεί χαρακτικό του Ιωακείμ Ντύρερ, τρισέγγονου του βαπτιστικού του δέκατου κληρονόμου του διάσημου, συνεπώνυμου προγόνου του και μεγάλου Γερμανού καλλιτέχνη από τη Νυρεμβέργη. Για να εξασφαλίσετε το αντίτυπο σας, αφήστε μήνυμα πιο κάτω...

Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2012

Ζούμε σε μία όμορφη χώρα

Ζούμε σε μία όμορφη χώρα
ίσως με όχι τους πιο όμορφους ανθρώπους
που πάντως κάνουν, λες, ότι μπορούν
για να την πληγώσουν και να την ασχημύνουν
παρ' όλα αυτά ζούμε σε μια όμορφη χώρα
ποιός μπορεί να τ' αρνηθεί αυτό
τη στιγμή που αρκεί απλά γύρω σου
να κοιτάξεις όπου κι αν βρίσκεσαι
όποια στιγμή και όποια ώρα
να - ας πούμε- κατά τη διάρκεια
ενός επαγγελματικού ταξιδιού
στην εθνική οδό Κορίνθου-Πατρών
με κάμποσο καφέ απ' το πρωί, νερά,
είναι και το κρύο, βλέπεις χειμώνας,
δυο φορές χρειάζεται να σταματήσεις
στην άκρη του δρόμου για...
κι εκεί, καθώς... παρατηρείς
κάτω σου τη φουντωμένη
από τα νερά των βροχών τη χλόη
και τα πευκάκια που πρασινίζουν
ως χαμηλά, εκεί που βρέχεται
η στεριά από τη θάλασσα του Κορινθιακού
που σαν κανάλι εκτείνεται αριστερά - δεξιά
με τα νερά του μπλε που αλλάζουν
τόπους - τόπους χρώματα απ' τα ρεύματα
που εκεί κυλάνε και αλλάζουν αποχρώσεις
ανάλογα το φως και φτάνουνε ως πέρα
εκεί απέναντι που ξεχωρίζουν
καταπράσινες κι αυτές οι πλαγιές της Ρούμελης
και πίσω τους στο βάθος που ορθώνεται
με τον τεράστιο όγκο του ο Παρνασσός
χιόνι έχει πέσει στις κορφές του
που ώρες - ώρες χάνονται στα σύννεφα
και πάνω απ΄όλα αυτά δεσπόζει
ο ελληνικός ουρανός γαλάζιος
αα... ζούμε σε μια όμορφη χώρα

Αργότερα, βγαίνοντας από το εργοστάσιο
των Πατρών όπου έμεινα κάποιες, για
τις ανάγκες της εργασίας μου ώρες
ο λαμπρός ήλιος είχε κρυφτεί
είχε συννεφιάσει και ψιλόβρεχε...
στο ταξίδι της επιστροφής
εκ νέου βγήκε ο ήλιος
χαζεύοντας πάλι τον Κορινθιακό
αυτή τη φορά από το αυτοκίνητο, χωρίς στάση,
είδα να εμφανίζεται ξαφνικά
και να στεφανώνει το τοπίο
ένα τεράστιων διαστάσεων ουράνιο τόξο

αα.. άλλη μια φορά θα το ξαναπώ
ζούμε σε μια όμορφη χώρα.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Μικρή συζήτηση με δεσμοφύλακα, απομεσήμερο στις Συρακούσες

Σας λέω πάλι Κύριε λοιπόν
πως καθήκοντα χθες ανέλαβα μόλις
να φυλάξω πρέπει τον κρατούμενο αυτόν
εωσότου σε λίγη ώρα από τώρα
θα του επιβληθεί η ποινή του
και τη ζωή θα του πάρουν

Απ' όσα μου εξηγείτε δε γνωρίζω τίποτα
και επιτέλους άνθρωπε πάρε μια ανάσα
πώς κάνεις έτσι; θα πεθάνεις!
μα τί έκανες; έτρεχες μ΄όλες σου τις δυνάμεις;
πώς πάλλεται έτσι το στήθος σου
και η καρδιά σου πώς βροντοχτυπά;
κάθιδρος είσαι απ' την κορφή ως τα νύχια
το πρόσωπο σου έχει συσπασθεί
έχει χαθεί το χρώμα σου τελείως

Ναι, βέβαια ξέρω πως καθήκον μου είναι
όσα μου λες να αναφέρω και θα το κάνω
μα θέλω από αυτό που σκοπεύεις να σε αποτρέψω
αν μη τι άλλο δε θά 'ναι ένας εύκολος θάνατος
οι εκτελέσεις αυτές σχεδόν πάντα είναι πράξεις
σκληρότατης, ασύλληπτης, ανείπωτης βίας...
καλά, καλά, πάω να το πω. Λοιπόν; τ΄όνομα σου Φιντίας;

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (270)


...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Ραντεβούδας: αυτός που δε δίνει καμμία σημασία στην τήρηση συνέπειας στην ώρα των συναντήσεων ραντεβού του, με αποτέλεσμα να εκνευρίζει έως να εξαγριώνει τους άλλους, ενώ αυτός διατηρεί μια μακαριότητα... ανατολικού τύπου. Π.χ. "Αναστάση, Άναστάση, έλα τί γίνεται; Τί στέκεσαι έτσι μωρέ και με κοιτάς; Έλα, πάμε γρήγορα να κάνουμε τσεκίν.", "Δε χρειάζεται. Το τσεκίν τελείωσε πριν μιάμιση ώρα.", "Πώς;!;! Τότε γρήγορα! Γρήγορα στην πύλη που φεύγει το αεροπλάνο μας!", "Τώρα αεροπλάνο; Απογειώθηκε πριν 45 λεπτά!", "Ε; Μαα... Ε, καλά, δε χάθηκε ο κόσμος, πάμε για καφέ; Κερνάω εγώ! Εδώ πιο κάτω ξέρω που κάνουν έναν καπουτσίνο....", "Αχ βρε Ραντεβούδα Ζήκο... Φύγε βρε... Φύγε γιατί θα προβώ σε ωμότητες Ζήκο...", "Μήπως για μια μπυρίτσα;", "Φύγε Ζήκοοο...!!!".  

Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (269)


...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Γκαστρονομικός: (το λήμμα ερμηνεύεται κατ΄ευθείαν με παράδειγμα) - π.χ. "Αγαπητοί κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιθυμώ εκ νέου να σας επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι η νομική μας φίρμα, της οποίας έχω την τιμή να ηγούμαι, διακρινόταν ανέκαθεν τόσο για τις επιτυχίες όσο και για το ήθος της, παρ΄όλα όσα λέγονται όσον αφορά την παντελή έλλειψη του στοιχείου αυτού που χαρακτηρίζει εμάς τους δικηγόρους. Γι αυτό παρακαλώ θερμώς να είστε ιδιαίτερα προσεκτικοί από αύριο στο δικαστήριο, στο πώς θα συμπεριφερθείτε στην Κυρία Κλεφτοκοττά, την αξιότιμη συνάδελφο της υπεράσπισης που θα αντιμετωπίσουμε, διότι τυγχάνει γκαστρονομικός την περίοδο αυτή, είναι δηλαδή σε ενδιαφέρουσα. Ας ελευθερωθεί με το καλό και τη σταυρώνουμε τη γκιόσσα. Καταννοητό συνάδελφοι; Αυτά λοιπόν, στις εργασίες σας τώρα!".

Ευχαριστώ Σίλα για τη λέξη που γέννησε το λήμμα


Θάλαμος Ι13, Νευρολογική Κλινική, Νοσοκομείο ΝΙΜΤΣ, Αθήνα, 24 Νοεμβρίου 2012

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Δε θέλω, δε μπορώ σου λέω

Βλέπω φίλε μου πως είσαι πολύ αναστατωμένος
και ότι αυτά τα προβλήματα που προέκυψαν
σου έχουν προκαλέσει μεγάλη ταραχή
και ξέρω πως εσύ θα προτιμούσες
σαν τα ήσυχα, τα ακίνητα της λίμνης τα νερά
η ζωή σου κάθε μέρα νά 'ναι
(αυτό ωστόσο μάθε άλλοι το λεν βούρκο και τέλμα)
όμως εσύ αυτό θα επιθυμούσες
μια αδιατάραχτη και ήρεμη γαλήνη
σου λέω όμως φίλε μου, όσο και αν ακούγεται παράξενο,
πως και ζωή χωρίς προβλήματα και αναποδιές
και βάσανα και πίκρες πάλι πλήρης δεν είναι
και πως έτσι θα αισθανθείς κάποια στιγμή
όταν τελειώσουν τα...

Τί σαχλαμάρες είν' αυτές που μ' αραδιάζεις;
τί μωρότητες και τί παραδοξολογίες;
γιατί θα πρέπει πες μου να αντέξω εγώ
όταν Εκείνος που ήταν τέλος πάντων και κοτζάμ...
όταν Αυτός στα γόνατα πεσμένος παρακάλαε
να αποφύγει το μαρτύριο
κι έλεγε (γιατί το είπε - ποιός το αμφισβητεί;):
"Παρελθέτω απ' εμού το ποτήριο...".


Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Πνιγμένος

Με τα σπάνια σου τάλαντα
τα ευλογημένα και μύρια
να πνιγείς πώς κατάφερες
σε πόσα ποτήρια

και τα τόσα χαρίσματα
τα πολλά και μεγάλα
να τα πνίξεις πώς δέχτηκες
μες σε μία μπουκάλα

καλωσύνη, ευγένεια, καλλιέργεια και τρόπους
ανθρωπιά και ευπρέπεια που δεν έχουνε άλλοι
να πνιγούνε πώς άφησες
αχ! σε μία φιάλη.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Τζάνκι στη Μπενάκη

Σ' αυτήν την πόλη που αγκομαχά και ασθμαίνει
και ο εορταστικός στολισμός των Χριστουγέννων
περισσότερο τονίζει παρά απαλύνει το γεγονός
αυτής της πόλης στο κέντρο απόγευμα
σε ένα (ακόμα) κατάστημα
κλειστό λόγω της Κρίσης
που τα κατεβασμένα ρολλά του τα κάλυπταν
από πάνω ως κάτω αφίσσες
με αναγγελίες συναυλιών
μουσικών συγκροτημάτων
σ΄αυτό το πολύχρωμο φόντο εμπρός
στεκόσουν με τον ιδιαίτερο τρόπο
που στέκονται οι τζάνκις
λυγισμένα τα πόδια
σαν έτοιμη κάτω να σωριαστείς
μα δεν έπεφτες
παλινδρομώντας ελαφρά πίσω μπρος
λίγο υψωνόσουν λίγο λύγιζες πάλι
με τα μάτια κλειστά και το στόμα να χάσκει ανοιχτό
και το χέρι σφιγμένο γροθιά στον αέρα μετέωρο
δίπλα στο κεφάλι κρατώντας (λες)
ένα αόρατο ακουστικό τηλεφώνου
κοντά μαλλιά, ρούχα απλά
ανοιχτά καλοκαιριάτικα πέδιλα
σχετικά νέα γυναίκα
από μένα πάντως πιο νέα

σ΄αυτήν την πόλη που αγκομαχά και ασθμαίνει
σε ποιούς κόσμους ήσουν χαμένη;


            Κέντρο Αθήνας, οδός Εμμανουήλ Μπεννάκη
            Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου (του Αγίου Σπυρίδωνος)
            2012

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Hello darkness


Σαν κάπως κόπασε ο άγριος
ο πόθος μου για σένα
φταίνε ίσως οι τόσες πολλές
μέρες που έχω να σε δω
μαλάκωσε την επιθυμία μου στα
δόντια της η καθημερινότητα
κι έτυχε τούτη τη φορά
ανακουφιστικό να είναι το σκοτάδι
παρήγοροι με να τύλιγαν οι ίσκιοι

ε, όσο νά 'ναι βόηθησαν και ποταμοί
ωκεανοί και θάλασσες ουίσκυ.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (268)


...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Ροδόνερο: τις βροχερές ημέρες στους δρόμους, οι ρόδες των διερχόμενων οχημάτων εκτοξεύουν παντού γύρω νερό, το οποίο ασφαλώς ονομάζεται... βλ. λήμμα.
Π.χ. Βρουμ! Φλουπ! Πλατς! Σπλας! Ωχ! Φτου! Ουστ! Να!

Ευχαριστώ Νίκο για το λήμμα. Όπως βλέπεις το έβαλα αυτούσιο. Πρόσθεσα μόνο το μικρό, αλλά γλαφυρό παράδειγμα. Και χρόνια καλά για τη γιορτή σου.



Σημείωση: αγαπητοί αναγνώστες προς αποκατάσταση της ακρίβειας και της αλήθειας, σας ενημερώνω ότι ορισμένες μέρες μετά τη δημοσίευση, ο Νίκος απάντησε ως εξής:
Τώρα είδα τα χρόνια τα πολλά...
… και πολύ σε ευχαριστώ!
καιρό πολύ έχω να μπω στίχους να διαβάσω
και πολύ εμειδίασα σαν το ροδόνερο ανάγνωσα
παρότι το λήμμα απλά μετέφερα
από αλλού αναγνωσμένο…
Πράγματι το λήμμα κυκλοφορεί και αναδημοσιεύεται στο δίκτυο και είναι δύσκολο να καθορισθεί ο αρχικός εμπνευστής, έστω και έτσι όμως τον ευχαριστούμε (μαζί με το Νίκο) και δεν αποσύρουμε την δική μας αναπαραγωγή του λήμματος - άλλωστε με κάτι τέτοιες συνεργασίες έχει προοδεύσει η πλαθολεξία.... έτσι δεν είναι;

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Λύο..... (267)


...Καλοβυρνάς, με το υπέροχο "Πλαθολόγιο Λέξεων" των εκδόσεων Intro Books (ISBN:960-6680-12-6) αλλά και τη νέα "απουστειρωμένη" έκδοση του Πλαθολογίου (εκδόσεις IntroBooks 2008, ISBN: 978-960-6680-48-9). Ας προσπαθήσουμε (έστω και ως ανάξιοι μιμητές) να καταγράψουμε ορισμένα ακόμα λήμματα

Τεμπελαρώσσος: το ρωσσικής υπηκοότητος ή εθνικότητος άτομο που συνάμα τυγχάνει απίστευτα οκνηρός, δε μπορεί παρά να είναι... βλ. λήμμα. Π.χ. "Αυτός ο Ντμίτρι Τσατσαρονίεβιτς, ο συγγραφέας υποτίθεται, έχει εκδώσει μια νουβέλλα όλη κι όλη, εδώ και εικοσιπέντε χρόνια αν δεν κάνω λάθος...", "Ακριβώς. Κι έκτοτε ζει με τη μητέρα του, από της οποίας τη σύνταξη συντηρείται... Κλασσικός τεμπελαρώσσος παιδί μου!".

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Η Αρρώστεια


"Όχι πάλι! Όχι πάλι!" μονολογώ
βηματίζοντας πάνω κάτω αδιάκοπα
δε με χωρά ο τόπος, θηρίο στο κλουβί
"Πώς έγινε; Από πού ξεφύτρωσε αυτό;
Α, όχι ξανά μετά από τόσα χρόνια!
Δε θα το αντέξω το μαρτύριο αυτό άλλη
μια φορά. Έχω και μεγαλώσει πια. Να,
γκρίζα είναι τα γένεια, τα μαλλιά μου."

Προσπαθώ να κατευνάσω τον εαυτό μου
και τον βάζω με το ζόρρι να καθήσει
σε μια γωνιά να καρφωθεί στον καναπέ
κι έξω ν' αρχίσει να κοιτάει. Μάταιο!
Είναι πια βλέπεις και χειμώνας, σκοτεινιάζει
από νωρίς. Το μόνο που φαίνεται η
αντανάκλαση μου είναι πάνω στο τζάμι.

Αρχίζω να απαριθμώ, να σκέφτομαι τα
πράγματα συνήθως που μου δίνουνε χαρά
και που θα μπορούσαν το μυαλό μου
να κάνουν να ξεφύγει. Χα! Γελοία όλα
μου φαίνονται, ανούσια έως και απωθητικά.

Να πάω μια βόλτα με το ποδήλατο
να περπατήσω στον κοντινό λόφο
να πάω στο γυμναστήριο...
"Τί αηδίες είναι όλες αυτές!"

Να πιω ένα καφέ με μία φίλη,
με έναν φίλο, να κουβεντιάσουμε λιγάκι...
"Άνθρωπο δε θέλω να αντικρύσω!"

Να διαβάσω ένα βιβλίο
να επιχειρήσω μερικούς στίχους να μεταφράσω
να γράψω μερικές γραμμές στα κείμενα
τα τόσα που εκκρεμούνε
ν΄ακούσω ή να παίξω μουσική...
"Με κάνεις και Βαριέμαιαι!"

Επιστρατεύω τα μεγάλα μέσα
μία ταινία να παρακολουθήσω με υπόθεση
με "ξίφος και τιμή", με ήρωες
φανταστικούς και ιππότες
μαζί μ' ένα παρηγορητικό, μεγάλο
πιάτο, ζεστό φαΐ...
"Ούτε μπουκιά στο στόμα μου
να βάλω, ΤΟ ΑΚΟΥΣ;!"

Ωωω.. αυτό κι αν είναι ανησυχητικό,
εγώ να φάω να μη θέλω...
Μα τότε... τίποτα δε μένει...
Βλέπεις τα άλλα νηπενθή, τα δυνατά,
τα έχω σχεδόν τελείως απορρίψει.
Άσε που η δράση τους είναι μεν άμεση και
αποτελεσματική, την άλλη μέρα όμως τα πάθη
ξυπνάνε με πιο άγριες ακόμα διαθέσεις.

Πράγματι τίποτα δε μένει.
Και με τις ώρες βυθίζομαι, εκεί στον καναπέ.
Πότε λούζομαι στο φως και πότε
εναλλάξ, με καταπίνει το σκοτάδι.
Καθώς πατάω συνεχώς, μηχανικά,
τον διακόπτη του αμπαζούρ.
Αχ! la maladie d' amour!

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Μια μακρινή, παράξενη, μοναχική νήσος, εν τω μέσω του πελάγους


Τον τρίτο χρόνο ο ναυαγός
δεν άντεξε την τόση μοναξιά
και πήρε τη ζωή του

Το γεγονός πιστοποίησε ο γιατρός
ενός πλοίου περαστικού
που αποβιβάσθηκε με μία λέμβο
και ένα σώμα ναυτών

Έκτοτε στους κύκλους των θαλλασοπόρων
το μέρος αυτό είναι γνωστό ως
το Αυτοκτονησί.